σμῶδιξ: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ώδιγγος, ἡ, Α<br />[[πρήξιμο]] που προξενείται από [[χτύπημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πρέπει]] να έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>σμη</i>- του ρ. <i>σμῶ</i> «[[πλένω]], [[καθαρίζω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>σμώ</i>-<i>χώ</i>), μέσω ενός αμάρτυρου προσηγορικού <i>σμω</i>-<i>δ</i>(<i>ο</i>)- με το εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>ιξ</i>, -<i>ιγγος</i>, που απαντά και σε άλλους ιατρικούς όρους (<b>πρβλ.</b> [[κύστιγξ]], [[μῆνιγξ]])].
|mltxt=-ώδιγγος, ἡ, Α<br />[[πρήξιμο]] που προξενείται από [[χτύπημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πρέπει]] να έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>σμη</i>- του ρ. <i>σμῶ</i> «[[πλένω]], [[καθαρίζω]]» ([[πρβλ]]. [[σμώχώ]]), μέσω ενός αμάρτυρου προσηγορικού <i>σμω</i>-<i>δ</i>(<i>ο</i>)- με το εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>ιξ</i>, -<i>ιγγος</i>, που απαντά και σε άλλους ιατρικούς όρους (<b>πρβλ.</b> [[κύστιγξ]], [[μῆνιγξ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:15, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμῶδιξ Medium diacritics: σμῶδιξ Low diacritics: σμώδιξ Capitals: ΣΜΩΔΙΞ
Transliteration A: smō̂dix Transliteration B: smōdix Transliteration C: smodiks Beta Code: smw=dic

English (LSJ)

ιγγος, ἡ, weal, swollen bruise, caused by a blow, σ. αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη Il.2.267; πυκναὶ δὲ σμώδιγγες . . αἵματι φοινικόεσσαι ἀνέδραμον 23.716, cf. Opp.H.2.428.

German (Pape)

[Seite 912] ιγγος, ἡ, eine mit Blut unterlaufene Strieme, Schwiele, Beule, bes. von einem Schlage; σμῶδιξ δ' αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη, Il. 2, 267, von dem Schlage mit dem Scepter; πυκναὶ δὲ σμώδιγγες ἀνὰ πλευράς τε καὶ ὤμους αἵματι φοινικόεσσαι ἀνέδραμον, 23, 716; sp. D., wie Opp. Hal. 2, 428 Lycophr. 783. – Vgl. σμώχω.

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ἡ) :
tumeur provenant d'une contusion, contusion.
Étymologie: DELG cf. σμώχω, σμήω.

English (Autenrieth)

ιγγος: bloody wale, weal, Il. 2.267 and Il. 23.716.

Greek Monolingual

-ώδιγγος, ἡ, Α
πρήξιμο που προξενείται από χτύπημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας σμη- του ρ. σμῶ «πλένω, καθαρίζω» (πρβλ. σμώχώ), μέσω ενός αμάρτυρου προσηγορικού σμω-δ(ο)- με το εκφραστικό επίθημα -ιξ, -ιγγος, που απαντά και σε άλλους ιατρικούς όρους (πρβλ. κύστιγξ, μῆνιγξ)].

Greek Monotonic

σμῶδιξ: -ιγγος, ἡ, οίδημα, πρήξιμο που προκαλείται από χτύπημα, μελανιά, μελάνιασμα, μώλωπας, σε Ομήρ. Ιλ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

σμῶδιξ: ιγγος ἡ полоса (от удара), кровоподтек (σ. αἱματόεσσα Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σμῶδιξ -ιγγος, ἡ [~ σμώχω] striem, blauwe plek.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: bloodshot bruise, bloody weal (Β 267, Ψ 716, Opp. H. 2, 428).
Other forms: pl. -ιγγες. Also μῶδιξ φλέψ, φλυκτίς H.
Derivatives: σμωδικὰ φάρμακα (Gal.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation as φῦσιγξ, θῶμιγξ, μάσιξ a.o. with comparable meaning; first from a noun *σμωδ(ο)- with further connection with σμῆ-ν, σμώ-χω rub (Persson Stud. 156 n. 1; similar EM 721, 23); s. σμάω and W.-Hofmann s. fāmex (w. lit.). - The connection suggested is formally and semantically not convincing; rather a Pre-Greek word; note the prenasalization (Furnée 279f.).

Middle Liddell

σμῶδιξ, ιγγος,
a weal, swollen bruise, caused by a blow, Il. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

σμῶδιξ: {smō̃diks}
Forms: pl. -ιγγες
Grammar: f.
Meaning: mit Blut unterlaufene Strieme, blutige Schwiele (Β 267, Ψ 716, Opp. H. 2, 428).
Derivative: Davon σμωδικὰ φάρμακα (Gal.). Auch μῶδιξ· φλέψ, φλυκτίς H.
Etymology: Bildung wie die gewissermaßen sinnverwandten φῦσιγξ, θῶμιγξ, μάσιξ u.a.; wohl zunächst von einem Nomen *σμωδ(ο)- mit weiterem Anschluß an σμῆν, σμώχω reiben (Persson Stud. 156 A. 1; ähnlich EM 721, 23); s. σμάω und W.-Hofmann s. fāmex (m. Lit.).
Page 2,752