συγγείτων: Difference between revisions
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syggeiton | |Transliteration C=syggeiton | ||
|Beta Code=suggei/twn | |Beta Code=suggei/twn | ||
|Definition=ονος, ὁ, ἡ, [[bordering]], [[neighbouring]], γαῖα | |Definition=-ονος, ὁ, ἡ, [[bordering]], [[neighbouring]], γαῖα E.''Supp.''386, cf. Epigr. in ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''662.43 (Leon.): as [[substantive]], ''PLond.''5.1708.188. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:08, 25 August 2023
English (LSJ)
-ονος, ὁ, ἡ, bordering, neighbouring, γαῖα E.Supp.386, cf. Epigr. in POxy.662.43 (Leon.): as substantive, PLond.5.1708.188.
German (Pape)
[Seite 961] ονος, benachbart, angränzend, γαῖα, Eur. Suppl. 402.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
limitrophe.
Étymologie: σύν, γείτων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγγείτων -ονος [σύν, γείτων] als adj. naburig, aangrenzend.
Russian (Dvoretsky)
συγγείτων: ονος adj. сопредельный, соседний (γαῖα Eur.).
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. γειτονικός
2. ως ουσ. γείτονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γείτων, -ονος).
Greek Monotonic
συγγείτων: -ονος, ὁ, ἡ, αυτός που συνορεύει με, γειτονικός, γείτονας, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
συγγείτων: -ονος, ὁ, ἡ, γειτνιάζων, ὅμορος, συγγείτον’ οἰκῶν γαῖαν Εὐρ. Ἱκ. 386.
Middle Liddell
συγ-γείτων, ονος, ὁ, ἡ,
bordering, neighbouring, Eur.
Translations
neighbouring
Arabic: مُجَاوِر; Bulgarian: съседен, близък; Catalan: veí, limítrof; Czech: sousední; Dutch: naburig, naburige, aanpalend, aanpalende, buur-; Esperanto: najbara; Finnish: naapuri-; French: adjacent, voisin, avoisinant; Galician: veciño, limítrofe; Georgian: მეზობელი, მეზობლური; German: benachbart; Greek: γειτονικός, γειτνιάζων; Ancient Greek: ἀγχήρης, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος, ἀγχίθυρος, ἀγχίπορος, ἀγχιτέρμων, ἀγχόμορος, ἄγχουρος, ἀμφικτύων, ἀστυγείτων, γειτνιακός, γείτνιος, γειτόσυνος, γείτων, ἔποικος, ξύνουρος, ὅμαυλος, ὅμορος, ὅμουρος, ὁμόχωρος, πάροικος, περιηγής, περιοικίς, περίοικος, πλησίος, πλησιόχωρος, πρόσοικος, πρόσχωρος, συγγείτνιος, συγγείτων, σύγκληρος, σύνορος; Hungarian: szomszédos; Icelandic: nágranna-, nærliggjandi; Italian: confinante, contiguo, vicino, finitimo, limitrofo; Latin: vicinalis; Maori: pātata, tūtata; Norwegian Bokmål: tilgrensende, tilstøtende; Nynorsk: tilgrensande; Portuguese: vizinho, limítrofe; Romansch: vischin; Russian: соседний, близлежащий; Spanish: vecino, limítrofe, contiguo; Ukrainian: сусі́дній, прилеглий; Venetian: adiaxente; Volapük: nilädik