ἀποκλάω: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[break]] off:— Mid., Anth.: —Pass., aor1 [[part]]. ἀποκλασθέντα Theocr. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:50, 3 March 2024
English (LSJ)
A break off, τὸ κέρας Str.10.2.19: aor. 2 part. ἀποκλάς Anacr.17:—Med., AP7.506 (Leon.):—Pass., σὺν ἱστίῳ.. ἄρμεν' ἀποκλασθέντα Theoc.22.14.
2 dress vines, Ar.Fr.109 (unless from ἀπ-οκλάζω (B), q.v.).
3 dub. sens. in Hp.Off.14 (s.v.l.).
ἀποκλάω [ᾱ], v. sub ἀποκλαίω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. part. ἀποκλάς Anacr.93.1]
1 quebrar, partir, romper ἰτρίου λεπτοῦ μικρὸν ἀποκλάς Anacr.l.c., τὸ κέρας Str.10.2.19, κλάδου ... ἀποκλωμένου Posidon.241, ἄκρα κορύμβου Nonn.D.12.343, ἥμισυ δὲ πρίστις ἀπεκλάσατο AP 7.506 (Leon.)
•en v. pas. χηνίσκον ἀποκεκλασμένον ID 366A.52 (III a.C.), cf. IG 11(2).161B.19 (Delos III a.C.), σὺν ἰστίῳ ἄρμενα πάντα ... ἀποκλασθέντα Theoc.22.14.
2 en v. med. curvarse (sc. σκέλος) ἀποκλᾶται Hp.Off.14.
v. ἀποκλαίω.
German (Pape)
[Seite 307] att. Form für ἀποκλαίω. (s. κλάω), abbrechen, Sp.; dav. ἀποκλάς für ἀποκλάσας Anacr. frg. 16 bei Ath. XI, 472 e, was Andere für subst. = ἀπόκλασμα nehmen.
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
briser.
Étymologie: ἀπό, κλάω².
2att. c. ἀποκλαίω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκλάω:
I
1 отламывать, ломать (Anacr.; med. Anth.; ἄρμενα ἀποκλασθέντα Theocr.; ὁ φοίνιξ ὑπὸ τῶν πνευμάτων ἀποκλασθείς Plut.),;
2 подрезывать виноградные лозы Arph.
II атт. = ἀποκλαίω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκλάω: μέλλ. -άσω, ἀποθραύω, σπάνω τι ἀπό τινος, τὸ κέρας Στράβ. 458· ― μετοχ. ἐνεργ. ἀόρ. β΄ ἀποκλὰς Ἀνακρ. Ἀποσπ. 16: ― Μέσ., Ἀνθ. Π. 7. 506: ― Παθ., σὺν ἱστίῳ ἄρμενα... ἀποκλασθέντα Θεόκρ. 22. 14. 2) κλαδεύω ἀμπέλους, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163.
Greek Monolingual
(I)
ἀποκλάω αττ. (Α)
βλ. αποκλαίω.
(II)
ἀποκλάω (Α)
σπάω, τσακίζω.
Greek Monotonic
ἀποκλάω: Αττ. αντί ἀπο-κλαίω.
• ἀποκλάω: μέλ. -κλάσω [ᾰ], σπάζω, αποσπώ κάτι από κάτι άλλο — Μέσ., σε Ανθ. — Παθ. μτχ. αορ. αʹ ἀποκλασθέντα, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
to break off:— Mid., Anth.: —Pass., aor1 part. ἀποκλασθέντα Theocr.