ἄφοβος: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />without [[fear]]:<br /><b class="num">1.</b> [[fearless]], [[intrepid]], [[dauntless]], Pind., Soph.:—adv. -βως, Xen.<br /><b class="num">2.</b> causing no [[fear]], [[free]] from [[fear]], Aesch.<br /><b class="num">3.</b> ἄφοβοι θῆρες beasts [[which]] no one fears, i. e. [[cattle]], Soph.
|mdlsjtxt=without [[fear]]:<br /><b class="num">1.</b> [[fearless]], [[intrepid]], [[dauntless]], Pind., Soph.:—adv. -βως, Xen.<br /><b class="num">2.</b> causing no [[fear]], [[free]] from [[fear]], Aesch.<br /><b class="num">3.</b> ἄφοβοι θῆρες beasts [[which]] no one fears, i. e. [[cattle]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 11:54, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφοβος Medium diacritics: ἄφοβος Low diacritics: άφοβος Capitals: ΑΦΟΒΟΣ
Transliteration A: áphobos Transliteration B: aphobos Transliteration C: afovos Beta Code: a)/fobos

English (LSJ)

ἄφοβον,
A without fear, and so:
1 fearless, intrepid, Pi.I.5(4).40, S.OC1325, etc.; πρὸς ἐρημίαν, περὶ τοῦ μέλλοντος, Plu.Lyc.16, Galb.23: c. gen., having no fear of, τῶν ἀρχόντων D.Chr.2.52; τὸ ἄφοβον = ἀφοβία (fearlessness), Pl.La.197b. Adv. ἀφόβως = without fear, fearlessly, intrepidly X.Hier.7.10, Pl.Lg. 682c, PTeb.24.74(ii B. C.).
2 causing no fear, free from fear, A. Pr.902; λόγος οὐκ ἄ. εἰπεῖν Pl.Lg.797a.
3 ἄφοβοι θῆρες, in S.Aj.366, is an oxymoron, beasts which fear not men or which no one fears, tame beasts, cattle.

Spanish (DGE)

-ον
I 1intrépido, valeroso, sin miedo de pers. o grupos στράταρχος Pi.I.5.40, ἄφοβος ἔφυ A.Pr.902, στρατός S.OC 1325, χορός E.Ph.236, ἄ. ἔχε E.Or.1273, ἄφοβοι εἰς τοὺς ἀφόβους Gorg.B 6, ἄφοβον (ἑαυτὸν) δεικνύς X.Cyr.6.4.20, ἀφόβους διεφύλαττεν LXX Sap.17.4, de abstr. φρήν Ar.Au.1376
que no teme a c. gen. ἄφοβοι τῶν σφετέρων ἀρχόντων D.Chr.2.52, οὐκ ἄφοβοι ἦσαν τοῦ σχήματος Philostr.VA 5.9
c. πρός y ac. τὰ βρέφη ... πρὸς ἐρημίαν ἄφοβα Plu.Lyc.16.
2 no atemorizante ἐν ἀφόβοις ... θηρσί S.Ai.366, λόγος οὐκ ἄ. εἰπεῖν Pl.Lg.797a, cf. Cleanth.Fr.Poet.3.5.
II adv. ἀφόβως = sin temor, intrépidamente ἀ. ... τὸν βίον διάγοντα X.Hier.7.10, ἀ. πάντων χρωμένων τῇ θαλάττῃ Pl.Lg.682c, ἀ. ἔχειν Pl.Hp.Mi.364a, ὁ δ' ἀνδρεῖος πρὸς ταῦτ' ἔχει ἀ. Arist.EE 1228b26, cf. PTeb.24.74 (II a.C.), mág. en PHarris 55.21.

German (Pape)

[Seite 413] 1) furchtlos, unerschrocken, Pind. I. 4, 41;Plat. u. sonst oft, τὸ ἄφοβον καὶ τὸ ἀνδρεῖον οὐ ταὐτόν Lach. 197 b. – 2) nicht Furcht einflößend, nicht fürchterlich, θῆρες Soph. Ai. 358, von Schaafen; γάμος, Aesch. Prom. 904.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans crainte, intrépide ; τὸ ἄφοβον l'intrépidité;
2 qui n'inspire pas de crainte.
Étymologie: , φόβος.

Russian (Dvoretsky)

ἄφοβος:
1 не боящийся, бесстрашный, неустрашимый (Pind., Soph., Eur., Xen., Plat.; πρός τι и περί τινος Plut.);
2 нестрашный, неопасный (ὅμαλος γάμος Aesch.; θῆρες Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄφοβος: -ον, ὁ ἄνευ φόβου, ἑπομένως: 1) ὁ μὴ φοβούμενος, ἀτρόμητος, ἀπτόητος, Πινδ. Ι. 5 (4). 50, Σοφ. Ο. Κ. 1325, κτλ.· πρός τι, περί τινος Πλουτ. Λυκοῦργ. 16, Γάλβ. 23· τινος Δίων Χρυσ. 1. 90· τὸ ἄφοβον = ἀφοβία, Πλάτ. Λάχ. 197Β. - Ἐπίρρ. -βως Ξεν. Ἱέρ. 7. 10, κτλ. 2) μὴ ἐμποιῶν φόβον, οὐχὶ φοβερός, Αἰσχύλ. Πρ. 902· λόγος οὐκ ἄφ. εἰπεῖν Πλάτ. Νόμ. 797Α. 3) ἄφοβοι θῆρες ἐν Σοφ. Αἴ. 366, εἶναι ὀξύμωρον, θηρία τὰ ὁποῖα δὲν φοβοῦνται τοὺς ἀνθρώπους ἢ τὰ ὁποῖα οὐδεὶς φοβεῖται, ἥμερα θηρία ἢ κτήνη.

English (Slater)

ἄφοβος fearless ἄφοβον Μέμνονα (I. 5.40)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM άφοβος, -ον)
αυτός που δεν φοβάται
νεοελλ.
επίρρ. άφοβα
χωρίς φόβο, με θάρρος
(αρχ.μσν.)
1. αυτός που δεν προκαλεί φόβο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄφοβον
η τόλμη
μσν.
όποιος δεν έχει να φοβηθεί τίποτε, ο εξασφαλισμένος.

Greek Monotonic

ἄφοβος: -ον, αυτός που δεν έχει φόβο,
1. άφοβος, ατρόμητος, απτόητος, σε Πίνδ., Σοφ.· επίρρ. -βως, σε Ξεν.
2. αυτός που δεν προκαλεί φόβο, ελεύθερος από φόβο, σε Αισχύλ.
3. ἄφοβοι θῆρες, τα ζώα που κανείς δεν φοβάται, δηλ. βόδια, σε Σοφ.

Middle Liddell

without fear:
1. fearless, intrepid, dauntless, Pind., Soph.:—adv. -βως, Xen.
2. causing no fear, free from fear, Aesch.
3. ἄφοβοι θῆρες beasts which no one fears, i. e. cattle, Soph.