λογοποιέω: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[λογοποιῶ]] :<br /><b>1</b> [[imaginer des fictions poétiques]];<br /><b>2</b> [[inventer]] <i>ou</i> répandre des fables, <i>càd</i> de faux bruits.<br />'''Étymologie:''' [[λογοποιός]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:33, 16 March 2024
English (LSJ)
A write, compose, Pl.R. 378d, Lg.636d; write speeches, Id.Euthd.289d.
2 fabricate tales, especially of newsmongers, Th.6.38, And.1.54, Lys.16.11, D.4.49, Thphr. Char.8.1; τὰς [συμφορὰς] αὐτοὶ λογοποιοῦσιν Lys.22.14; λ. κατὰ τῆς πόλεως Plb.28.2.4:—Pass., D.C. 37.35.
II Med., settle accounts, πρός τινας PRyl.136.4 (i A.D.), etc.:—Pass., Ostr.1179.
III Med., make proposals, ἰδίᾳ πρός τινα Luc.DMeretr.10.4.
French (Bailly abrégé)
λογοποιῶ :
1 imaginer des fictions poétiques;
2 inventer ou répandre des fables, càd de faux bruits.
Étymologie: λογοποιός.
German (Pape)
Fabeln schreiben, erdichten, Gerede machen, bes. von politischen Neuigkeitsträgern, ἐνθένδε ἄνδρες οὔτε ὄντα οὔτε ἂν γενόμενα λογοποιοῦσιν, Thuc. 6.38; Andoc. 1.54; τὰ δ' οὐκ ὄντα λογοποιεῖν ὡς ἔστιν ὑμῖν ἕτοιμα 3.35; Lys. 16.11, 22.17; Dem. und Sp.; κατά τινος, Pol. 28.2.4.
Russian (Dvoretsky)
λογοποιέω:
1 сочинять рассказы, составлять повести, писать (περί τινος Lys.);
2 выдумывать небылицы, измышлять, сплетничать (λ. οὔτε ὄντα οὔτε ἂν γενόμενα Thuc.): λ. τι κατά τινος Isocr. распускать ложные слухи про кого-л.;
3 составлять речи Plat.
Greek (Liddell-Scott)
λογοποιέω: ἐφευρίσκω, πλάττω μύθους, ψευδεῖς ἱστορίας, Πλάτ. Πολ. 378D, Νόμ. 636C· περί τινος Λυσ. 146. 36, πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 8. 2) λ. τι, κατασκευάζω, πλάττω διηγήματα, Λατ. serere rumores, ἰδίως ἐπὶ τῶν διαδιδόντων εἰδήσεις, «νέα», Θουκ. 6. 38, Ἀνδοκ. 8. 15, Δημ. 54. 15, κτλ. ΙΙ. γράφω λόγους ῥητορικούς, ὁμιλίας, (ἴδε λογοποιὸς ΙΙ), Πλάτ. Εὐθύδ. 289D.
Greek Monotonic
λογοποιέω: μέλ. λογοποιήσω,
I. 1. εφευρίσκω, πλάθω μύθους, κατασκευάζω ψευδείς ιστορίες, σε Πλάτ.
2. κατασκευάζω διηγήσεις, κυρίως λέγεται γι' αυτούς που διαδίδουν ειδήσεις, μεταδίδουν ψεύτικα νέα, σε Θουκ., Δημ., κ.λπ.
II. γράφω ρητορικούς λόγους, ομιλίες, (βλ. λογοποιός II), σε Πλάτ.
Middle Liddell
λογοποιέω, fut. -ήσω
I. to invent stories, to write, compose, Plat.
2. to fabricate tales, of newsmongers, Thuc., Dem., etc.
II. to write speeches (v. λογοποιός II), Plat.