ἔνυλος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔνυλος]], -ον (AM) [[ύλη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υλικός]]<br /><b>2.</b> [[δασώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιέχεται στην ύλη, στο [[σώμα]]<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> ο προορισμένος να υποστεί [[ζημιά]] σε [[δάσος]], δηλ. από [[πυρκαγιά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐνύλως</i> (αντίθ. του <i>ἀύλως</i>) [[κατά]] τρόπο ένυλο, [[υλικώς]].
|mltxt=[[ἔνυλος]], -ον (AM) [[ύλη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υλικός]]<br /><b>2.</b> [[δασώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιέχεται στην ύλη, στο [[σώμα]]<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> ο προορισμένος να υποστεί [[ζημιά]] σε [[δάσος]], δηλ. από [[πυρκαγιά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐνύλως</i> (αντίθ. του <i>ἀύλως</i>) [[κατά]] τρόπο ένυλο, [[υλικώς]].
}}
{{trml
|trtx====[[woody]]===
Breton: koadek; Bulgarian: горист; French: [[boisé]]; Galician: boscoso; Greek: [[δασώδης]], [[δασωμένος]]; Ancient Greek: [[ἀλσώδης]], [[βησσήεις]], [[δασύς]], [[δασώδης]], [[δενδρήεις]], [[δενδροφόρος]], [[δενδρόφυτος]], [[δενδρώδης]], [[δρυμῶδες]], [[δρυμώδης]], [[δρυόεις]], [[δρυωτός]], [[ἔνυλος]], [[καταλσής]], [[ναπῶδες]], [[ναπώδης]], [[ξυλῶδες]], [[ξυλώδης]], [[ὑλήεις]], [[ὑλῶδες]], [[ὑλώδης]]; German: [[bewaldet]], [[waldig]]; Hungarian: erdős; Italian: [[boscoso]]; Kyrgyz: токойлуу; Latvian: mežains; Polish: lesisty; Southern Altai: агашту; Spanish: [[boscoso]]; Swedish: skogsbeklädd; Welsh: coediog
}}
}}

Revision as of 18:33, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνῡλος Medium diacritics: ἔνυλος Low diacritics: ένυλος Capitals: ΕΝΥΛΟΣ
Transliteration A: énylos Transliteration B: enylos Transliteration C: enylos Beta Code: e)/nulos

English (LSJ)

ἔνυλον, (ὕλη)
A involved or implicated in matter, τὰ πάθη λόγοι ἔ. εἰσιν Arist.de An.403a25, cf. Procl.Inst.195, etc.; ἡ ἔ. καὶ γεννητικὴ ψυχή Plot.2.3.17, cf. Dam.Pr.126 bis: Comp., ib.414. Adv. ἐνύλως Iamb.Myst.6.3, Syrian.in Metaph.50.5.
II wooded, f.l. for ἔναυλος in Ar.Did.Epit.11.
III Astrol., involved in loss by wood, i.e. by fire, v. ἔνυγρος IV.

Spanish (DGE)

-ον
I sent. abstr., gener. fil.
1 inmerso en materia, que debe su existencia a la materia λόγοι Arist.de An.403a25, ἡ ἔ. καὶ γεννητικὴ ψυχή Plot.2.3.17, οἱ ἔνυλοι δαίμονες Dam.in Prm.414 (p.44).
2 que es materia, material αἰτίαι ... αἵ τε ἄϋλοι καὶ αἱ ἔνυλοι Chrysipp.Stoic.2.308, τὴν δὲ ὀκτάδα σῶμα ἔνυλον (ἐλογίζοντο) Aristid.Quint.102.15, ὁ νοῦς ἐμπέπραται τῇ ἐνύλῳ ζῳῇ Origenes Fr.13 in Io., τὰ ἔνυλα εἴδη περὶ τὰ σώματα Porph.Sent.5, cf. Syrian.in Metaph.50.6, τὰ δ' (θυσιῶν εἴδη) ἔνυλα καὶ σωματοειδῆ Iambl.Myst.5.15, τοῦ γὰρ ἐνύλου πολέμου ὁ ἄϋλος χαλεπώτερος pues la lucha inmaterial es más dura que la material Euagr.Pont.Cap.Pract.34
subst. τὰ ἔνυλα = las cosas materiales Procl.Inst.195, Dam.Pr.1262 (p.172)
de demonios que se materializa, que está en los cuerpos ἀπὸ τῶν ἐνύλων καὶ ἀκαθάρτων καὶ κακοποιῶν δαιμόνων Sch.Hermog. en Rh.4.26.15
subst. τὰ ἔνυλα c. sent. peyor. entes maléficos que toman cuerpo o entran en la materia como sinón. de hechicerías que actúan en los cuerpos ἵνα μηδὲν τῶν ἐνύλων ὑμᾶς ξενίσῃ ἢ θαυμάσῃ Ps.Steph.214.14, ἔνυλα ἀκάθαρτα Hippiatr.Cant.41.7.
II sent. concr.
1 boscoso, lleno de madera τόποι Ar.Did.11 (ap. crít.).
2 astrol. relativo a la madera ref. la maléfica influencia de determinado planeta πραγμάτων φθορεὺς καὶ ἔ. τε καὶ ἔνυγρος = destructor de cosas, tanto en lo de la madera como en lo del agua, e.e., tanto en lo que se refiere a incendios como a naufragios Rhetor.Cat.Cod.Astr.1.151.
III adv. ἐνύλως = materialmente Iambl.Myst.6.3, Syrian.in Metaph.50.5.

German (Pape)

[Seite 860] materiell, Sp.; τὰ πάθη λόγοι ἔνυλοί εἰσιν Arist. de anim. 1, 1.

Russian (Dvoretsky)

ἔνῡλος: содержащийся в веществе, присущий материи (τὰ πάθη λόγοι ἔνυλοί εἰσιν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔνῡλος: -ον, (ὕλη) = ὑλικός, Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 1, 15. ― Ἐπίρρ. ἐνύλως, ἀντίθ. τῷ ἀΰλως, Ἰουστ. Μάρτυς σ. 145Α.

Greek Monolingual

ἔνυλος, -ον (AM) ύλη
μσν.
1. υλικός
2. δασώδης
αρχ.
1. αυτός που περιέχεται στην ύλη, στο σώμα
2. αστρολ. ο προορισμένος να υποστεί ζημιά σε δάσος, δηλ. από πυρκαγιά.
επίρρ...
ἐνύλως (αντίθ. του ἀύλως) κατά τρόπο ένυλο, υλικώς.

Translations

woody

Breton: koadek; Bulgarian: горист; French: boisé; Galician: boscoso; Greek: δασώδης, δασωμένος; Ancient Greek: ἀλσώδης, βησσήεις, δασύς, δασώδης, δενδρήεις, δενδροφόρος, δενδρόφυτος, δενδρώδης, δρυμῶδες, δρυμώδης, δρυόεις, δρυωτός, ἔνυλος, καταλσής, ναπῶδες, ναπώδης, ξυλῶδες, ξυλώδης, ὑλήεις, ὑλῶδες, ὑλώδης; German: bewaldet, waldig; Hungarian: erdős; Italian: boscoso; Kyrgyz: токойлуу; Latvian: mežains; Polish: lesisty; Southern Altai: агашту; Spanish: boscoso; Swedish: skogsbeklädd; Welsh: coediog