ἀργήεις: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=argieis | |Transliteration C=argieis | ||
|Beta Code=a)rgh/eis | |Beta Code=a)rgh/eis | ||
|Definition=ἀργήεσσα, ἀργήεν: Dor. [[ἀργάεις]], contr. [[ἀργᾶς]], gen. ᾶντος: (v. [[ἀργός]]):—<br><span class="bld">A</span> [[white]], [[shining]], ταῦρον ἀργᾶντα Pi.''O.''13.69; <b class="b3">ἐν ἀργάεντι</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[ἀργινόεντι]]) μαστῷ Id.''P.''4.8; <b class="b3">οἰωνός.. ἔξοπιν ἀργᾶς</b>, = [[πύγαργος]], prob. in A.''Ag.''115 (lyr.).<br><span class="bld">2</span> = [[ἀργεστής, ἀργήεσσιν ἀέλλαις | |Definition=ἀργήεσσα, ἀργήεν: Dor. [[ἀργάεις]], contr. [[ἀργᾶς]], gen. ᾶντος: (v. [[ἀργός]]):—<br><span class="bld">A</span> [[white]], [[shining]], ταῦρον ἀργᾶντα Pi.''O.''13.69; <b class="b3">ἐν ἀργάεντι</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[ἀργινόεντι]]) μαστῷ Id.''P.''4.8; <b class="b3">οἰωνός.. ἔξοπιν ἀργᾶς</b>, = [[πύγαργος]], prob. in A.''Ag.''115 (lyr.).<br><span class="bld">2</span> = [[ἀργεστής]], ἀργήεσσιν ἀέλλαις Orph. ''A.''128, cf. 685. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 16:06, 8 May 2024
English (LSJ)
ἀργήεσσα, ἀργήεν: Dor. ἀργάεις, contr. ἀργᾶς, gen. ᾶντος: (v. ἀργός):—
A white, shining, ταῦρον ἀργᾶντα Pi.O.13.69; ἐν ἀργάεντι (v.l. ἀργινόεντι) μαστῷ Id.P.4.8; οἰωνός.. ἔξοπιν ἀργᾶς, = πύγαργος, prob. in A.Ag.115 (lyr.).
2 = ἀργεστής, ἀργήεσσιν ἀέλλαις Orph. A.128, cf. 685.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
• Alolema(s): dór. ἀργάεις Pi.O.13.69; contr. ἀργᾶς, -ᾶντος A.A.115
• Morfología: [nom. fem. plu. ἀργήεις Nic.Fr.74.26]
1 blanco brillante ταῦρον ἀργάεντα Pi.l.c., οἰωνός ... ἐξόπιν ἀργᾶς águila de cola blanca A.l.c., κάλυκες ... ἀργήεις πετάλοισι flores en forma de copa de pétalos blancos Nic.l.c., χώρη τις ... ἀργήεσσα χιὼν ὥς Heliod.SHell.472.3.
2 que aclara el cielo ἀργήεσσιν ἀέλλαις con vientos de tormenta que aclaran el cielo Orph.A.125.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν ; gén. ήεντος;
p. contr. ἀργῇς, ῆσσα, ῆν ; gén. ῆντος;
c. ἀργής.
German (Pape)
εσσα, εν, glänzend, weißschimmernd, μαστός Pind. P. 4.8 (s. ἀργᾶς); κεραυνός Luc. Tim. 1; ἔλαιον Nic. Al. 98, durchsichtig, wofür aber Th. 105 ἀργῆτος ἐλαίου steht; ἀργήεσσιν ἀέλλαις Orph. Arg. 125, wofür 685 ἀργῆσιν, erinnert an ἀργεστής. Vgl. Βορέαο ἀργῆντα κέλευθα Opp. Cyn. 2.140.
Russian (Dvoretsky)
ἀργήεις: ήεσσα, ῆεν, дор. ἀργάεις, стяж. ἀργᾷς Pind. = ἀργής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργήεις: εσσα, εν, Δωρ. ἀργάεις, συνῃρ. ἀργᾷς, γεν. ᾶντος, (ἴδε ἀργός): - λευκός, λάμπων, ταῦρον ἀργᾶντα, Πινδ. Ο. 13. 99˙ ἐν ἀργάεντι μαστῷ ὁ αὐτ. Π. 4. 14˙ καὶ οὕτως ἔπρεπε νὰ ἀναγνῶμεν ἀργᾷς ἀντὶ ἀργίας ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 115˙ ἴδε ἐν λ. πύγαργος: - μετ’ οὐδ., ἀργῆντα χαλινὰ Ὀππ. Κ. 2. 140, ἐπὶ τοῦ Βορρᾶ, πρβλ. ἀργῆντες ἄελλαι Ὀρφ. Ἀργ. 685, ὡς τὸ ἀργεστής.
Greek Monolingual
ἀργήεις, -εσσα, -εν και ἀργάεις και ἀργᾷς (-ᾱντος) (Α)
1. λευκός («ταῦρον ἀργᾱντα»(«ἐν ἀργάεντι μαστῷ», Πίνδ.)
2. αστραφτερός, στιλπνός («ἀρνῆντα χαλινό», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργή- του αργής, τ. επιτεταμένος με το επίθημα -Fεντ- (πρβλ. δενδρήεις, θυήεις, μεσήεις κ.ά.)].
Greek Monotonic
ἀργήεις: -εσσα, -εν, Δωρ. ἀργάεις, συνηρ. ἀργᾷς (ἀργός), λευκός, λαμπερός, σε Πίνδ., Αισχύλ.