πολυπαθής: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polypathis
|Transliteration C=polypathis
|Beta Code=polupaqh/s
|Beta Code=polupaqh/s
|Definition=πολυπαθές, ([[παθεῖν]]) [[subject to many passions]] or [[impressions]], π. κακῶν ταμιεῖον Democr. 149; ψυχή Plu.2.97b; [[full of diverse reactions]], [[νόσημα]] ib.171e; ''poet.'' πουλ-, [[much perturbed]], τύραννοι ''AP''9.98 (Stat. Flacc.).
|Definition=πολυπαθές, ([[παθεῖν]]) [[subject to many passions]] or [[subject to many impressions]], π. κακῶν ταμιεῖον Democr. 149; ψυχή Plu.2.97b; [[full of diverse reactions]], [[νόσημα]] ib.171e; ''poet.'' [[πουλυπαθής]], [[much perturbed]], τύραννοι ''AP''9.98 (Stat. Flacc.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:44, 20 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπᾰθής Medium diacritics: πολυπαθής Low diacritics: πολυπαθής Capitals: ΠΟΛΥΠΑΘΗΣ
Transliteration A: polypathḗs Transliteration B: polypathēs Transliteration C: polypathis Beta Code: polupaqh/s

English (LSJ)

πολυπαθές, (παθεῖν) subject to many passions or subject to many impressions, π. κακῶν ταμιεῖον Democr. 149; ψυχή Plu.2.97b; full of diverse reactions, νόσημα ib.171e; poet. πουλυπαθής, much perturbed, τύραννοι AP9.98 (Stat. Flacc.).

German (Pape)

[Seite 668] ές, von vielen Leiden, der viel zu leiden hat, vielen Leidenschaften ausgesetzt ist; Plut.; πουλυπαθέσσι τυράννοις Statil. Flacc. 9 (IX, 98).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sujet à beaucoup d'affections ou de maux.
Étymologie: πολύς, πάθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυπαθής -ές [πολύς, πάθος] met veel ellende:. πολυπαθὲς κακῶν ταμιείον een ellendige voorraadkamer vol narigheid Democr. B 149.

Russian (Dvoretsky)

πολυπᾰθής: ион. πουλυπᾰθής 2 подверженный множеству страданий или обуреваемый многими страстями (ψυχή Plut.; τύραννοι Anth.).

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
ο πολύπαθος, αυτός που έχει πολλά βάσανα
μσν.-αρχ.
ο επιρρεπής σε πολλά πάθη («χοιρώδη βίον καὶ πολυπαθῆ», Μεθόδ.)
αρχ.
1. αυτός που δέχεται πολλές εντυπώσεις τών αισθήσεων
2. (για νόσο) αυτός που παρουσιάζει επιπλοκές
3. (για τύραννο) εκείνος που αντιμετωπίζει πολλές ταραχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -παθής (< πάθος), πρβλ. ομοιοπαθής].

Greek Monotonic

πολῠπᾰθής: Επικ. πουλυ-, -ές (παθεῖν), αυτός που υπόκειται σε πολλά πάθη, αναστατωμένος, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπᾰθής: -ές, (παθεῖν) ὁ ὑποκείμενος εἰς πολλὰ πάθη ἢ ἐντυπώσεις, Πλούτ. 2. 97Ε· ποιητ., πουλυπαθεῖς τύραννοι, πολλὰ πάσχοντες, εἰς πολλὰς ταραχὰς ὑποκείμενοι, Ἀνθ. Π. 9. 98· ὁ πολλὰ πάσχων ἢ παθών, τοῦ πολυπαθοῦς βίου Γρηγ. Ναζ. 99, 22, κλπ.

Middle Liddell

παθεῖν
subject to many passions, much perturbed, Anth.