εὐάν: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐάν]] (Α)<br />ενθουσιαστικό [[επιφώνημα]] τών ακολούθων του Βάκχου, όπως τα [[εὐαί]], <i>εὐοί</i>, με τα οποία [[συνήθως]] συνεκφέρεται («πάλλε πόδ' αἰθέριον, ἄνεχε χορόν, εὐὰν εὐοῑ», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[ευοί]]].
|mltxt=[[εὐάν]] (Α)<br />ενθουσιαστικό [[επιφώνημα]] τών ακολούθων του Βάκχου, όπως τα [[εὐαί]], <i>εὐοί</i>, με τα οποία [[συνήθως]] συνεκφέρεται («πάλλε πόδ' αἰθέριον, ἄνεχε χορόν, εὐὰν εὐοῖ», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[ευοί]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:29, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάν Medium diacritics: εὐάν Low diacritics: ευάν Capitals: ΕΥΑΝ
Transliteration A: euán Transliteration B: euan Transliteration C: evan Beta Code: eu)a/n

English (LSJ)

[ᾱ] εὔἁν D.T.642.18, Hdn.Gr.1.503, 2.12), euhan, a cry of the Bacchanals, cf. εὐοῖ, E. Tr.326, Luc.Trag.38.—Acc. to Hsch., an Indian name for ivy, which was sacred to Bacchus.

French (Bailly abrégé)

interj.
évan (évoé), cri des Bacchantes.
Étymologie: cf. εὐαί.

German (Pape)

Jubelruf der Bacchantinnen, Eur. Tr. 326, vgl. εὖα und εὐοῖ. – Nach Hesych. hieß so bei den Indern der dem Bacchus heilige Epheu. – Über die Interaspiration εὐἅν vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 323.

Russian (Dvoretsky)

εὐάν: (ᾱ) (= εὖα и εὐοῖ) interj. эван! (вакхический возглас) Eur., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάν: ᾱ, κραυγὴ τῶν βακχευόντων, ὡς τὰ εὖα, εὐοῖ, Εὐρ. Τρῳ. 326, Λουκ. Τραγ. 38. - Κατὰ τὸν Ἡσύχ., Ἰνδικὴ λέξις σημαίνουσα τὸν κισσόν, ὅστις ἦτο ἱερὸς τῷ Βάκχῳ.

Greek Monolingual

εὐάν (Α)
ενθουσιαστικό επιφώνημα τών ακολούθων του Βάκχου, όπως τα εὐαί, εὐοί, με τα οποία συνήθως συνεκφέρεται («πάλλε πόδ' αἰθέριον, ἄνεχε χορόν, εὐὰν εὐοῖ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ευοί].

Greek Monotonic

εὐάν: [ᾱ], ευάν, κραυγή, ιαχή των οργιαστών του Βάκχου, όπως το εὐοῖ, σε Ευρ.

Middle Liddell


evan, a cry of the Bacchanals, like εὐοῖ, Eur.