φιλαναλωτής: Difference between revisions

From LSJ

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filanalotis
|Transliteration C=filanalotis
|Beta Code=filanalwth/s
|Beta Code=filanalwth/s
|Definition=φιλαναλωτοῦ, ὁ, [[fond of spending]], [[prodigal]], c. gen. rei, φ. ἀλλοτρίων δἰ ἐπιθυμίαν [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 548b; ἐς τοὺς στρατιώτας D.C.77.9.
|Definition=φιλαναλωτοῦ, ὁ, [[fond of spending]], [[prodigal]], [[wastrel]], c. gen. rei, φ. ἀλλοτρίων δἰ ἐπιθυμίαν [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 548b; ἐς τοὺς στρατιώτας D.C.77.9.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλ-ᾰνᾱλωτής, οῦ, ὁ,<br />[[fond]] of spending, [[prodigal]] of, c. gen. rei, Plat.
|mdlsjtxt=φῐλ-ᾰνᾱλωτής, οῦ, ὁ,<br />[[fond]] of spending, [[prodigal]] of, c. gen. rei, Plat.
}}
{{trml
|trtx====[[profligate]]===
Azerbaijani: bədxərc, israfcıl; Bulgarian: разточителен; Chinese Mandarin: 奢靡, 揮霍/挥霍, 揮霍無度/挥霍无度; Dutch: [[verkwistend]]; Finnish: tuhlaavainen; French: [[dépensier]]; Galician: gastador, pródigo, perdulario; German: [[verschwenderisch]]; Greek: [[αλευροκόπης]], [[αλευροσκόρπης]], [[ανεπρόκοπος]], [[άσωτη]], [[άσωτος]], [[αχαΐρευτη]], [[αχαΐρευτος]], [[εξοδιαστής]], [[ξοδευτής]], [[ξοδεύτρα]], [[ξοδιαστής]], [[ξοδιάστρα]], [[σκορπαλευράς]], [[σκορπαλεύρης]], [[σκορπιοχέρα]], [[σκορπιοχέρης]], [[σκορπιστής]], [[σκορποχέρα]], [[σκορποχέρης]], [[σπάταλη]], [[σπάταλος]], [[τρυπιοχέρης]], [[χαραμοφάγος]], [[χαραμοφάης]], [[χαραμοφάισσα]], [[χαραμοφάος]], [[χαραμοφάς]]; Ancient Greek: [[ἀναλωτής]], [[ἄσωτος]], [[ἀταμίευτος]], [[εἰκαιοδάπανος]], [[ἐκχυμενίτας]], [[ἐντρυφής]], [[λαφύκτης]], [[ναννάριον]], [[νανναριστής]], [[οἰκοφθόρος]], [[παλινεκχυμενίτας]], [[πολυανάλωτος]], [[σιτόκουρος]], [[σπαθητής]], [[φιλαναλωτής]]; Hungarian: tékozló; Italian: [[dissoluto]]; Maori: rukeruke, whiuwhiu, ngutuhore; Polish: rozrzutny; Russian: [[неэкономный]], [[расточительный]]; Spanish: [[disoluto]]
===[[prodigal]]===
Arabic: مُسْرِف‎; Azerbaijani: bədxərc, israfcıl; Bulgarian: разточителен, прахоснически; Catalan: pròdig; Dutch: [[kwistig]]; Finnish: tuhlaavainen; French: [[prodigue]]; German: [[verschwenderisch]]; Greek: [[αλευροκόπης]], [[αλευροσκόρπης]], [[ανεπρόκοπος]], [[άσωτη]], [[άσωτος]], [[αχαΐρευτη]], [[αχαΐρευτος]], [[εξοδιαστής]], [[ξοδευτής]], [[ξοδεύτρα]], [[ξοδιαστής]], [[ξοδιάστρα]], [[σκορπαλευράς]], [[σκορπαλεύρης]], [[σκορπιοχέρα]], [[σκορπιοχέρης]], [[σκορπιστής]], [[σκορποχέρα]], [[σκορποχέρης]], [[σπάταλη]], [[σπάταλος]], [[τρυπιοχέρης]], [[χαραμοφάγος]], [[χαραμοφάης]], [[χαραμοφάισσα]], [[χαραμοφάος]], [[χαραμοφάς]]; Ancient Greek: [[ἀναλωτής]], [[ἄσωτος]], [[ἀταμίευτος]], [[εἰκαιοδάπανος]], [[ἐκχυμενίτας]], [[ἐντρυφής]], [[λαφύκτης]], [[ναννάριον]], [[νανναριστής]], [[οἰκοφθόρος]], [[παλινεκχυμενίτας]], [[πολυανάλωτος]], [[σιτόκουρος]], [[σπαθητής]], [[φιλαναλωτής]]; Icelandic: hóflaus, hóflaust; Irish: anaisteach, caifeach, díobhlásach; Italian: [[prodigo]], [[generoso]]; Japanese: 放蕩; Latin: [[prodigus]]; Malay: pemboros; Malayalam: ധൂർത്ത; Persian: ولخرج; Polish: marnotrawny, rozrzutny; Portuguese: [[pródigo]]; Spanish: [[pródigo]]; Tagalog: masakmata; Turkish: müsrif, savurgan; Welsh: afradlon
===[[wastrel]]===
Bulgarian: разсипник; Georgian: მფლანგველი, ფანტია, უქნარა, არაფრისმაქნისი; Macedonian: расипник; Maori: kūrapa
}}
}}

Revision as of 08:56, 26 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φιλᾰνᾱλωτής Medium diacritics: φιλαναλωτής Low diacritics: φιλαναλωτής Capitals: ΦΙΛΑΝΑΛΩΤΗΣ
Transliteration A: philanalōtḗs Transliteration B: philanalōtēs Transliteration C: filanalotis Beta Code: filanalwth/s

English (LSJ)

φιλαναλωτοῦ, ὁ, fond of spending, prodigal, wastrel, c. gen. rei, φ. ἀλλοτρίων δἰ ἐπιθυμίαν Pl.R. 548b; ἐς τοὺς στρατιώτας D.C.77.9.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui aime la dépense, prodigue.
Étymologie: φίλος, ἀναλίσκω.

Russian (Dvoretsky)

φιλανᾱλωτής: οῦ ὁ любитель расточать: φ. ἀλλοτρίων Plat. расточитель чужого добра.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλανᾱλωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ δαπανᾷ, ἄσωτος, μετὰ γεν. πράγματος, φ. ἀλλοτρίων δι’ ἐπιθυμίαν Πλάτ. Πολ. 548Β· εἴς τι Δίων Κ. 77. 9.

Greek Monolingual

ὁ, Α
σπάταλος, άσωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀναλωτής «αυτός που δαπανά, που ξοδεύει» (< ἀναλίσκω)].

Greek Monotonic

φῐλᾰνᾱλωτής: -οῦ, ὁ, αυτός που αγαπά τις δαπάνες, άσωτος, με γεν. πράγμ., σε Πλάτ.

Middle Liddell

φῐλ-ᾰνᾱλωτής, οῦ, ὁ,
fond of spending, prodigal of, c. gen. rei, Plat.

Translations

profligate

Azerbaijani: bədxərc, israfcıl; Bulgarian: разточителен; Chinese Mandarin: 奢靡, 揮霍/挥霍, 揮霍無度/挥霍无度; Dutch: verkwistend; Finnish: tuhlaavainen; French: dépensier; Galician: gastador, pródigo, perdulario; German: verschwenderisch; Greek: αλευροκόπης, αλευροσκόρπης, ανεπρόκοπος, άσωτη, άσωτος, αχαΐρευτη, αχαΐρευτος, εξοδιαστής, ξοδευτής, ξοδεύτρα, ξοδιαστής, ξοδιάστρα, σκορπαλευράς, σκορπαλεύρης, σκορπιοχέρα, σκορπιοχέρης, σκορπιστής, σκορποχέρα, σκορποχέρης, σπάταλη, σπάταλος, τρυπιοχέρης, χαραμοφάγος, χαραμοφάης, χαραμοφάισσα, χαραμοφάος, χαραμοφάς; Ancient Greek: ἀναλωτής, ἄσωτος, ἀταμίευτος, εἰκαιοδάπανος, ἐκχυμενίτας, ἐντρυφής, λαφύκτης, ναννάριον, νανναριστής, οἰκοφθόρος, παλινεκχυμενίτας, πολυανάλωτος, σιτόκουρος, σπαθητής, φιλαναλωτής; Hungarian: tékozló; Italian: dissoluto; Maori: rukeruke, whiuwhiu, ngutuhore; Polish: rozrzutny; Russian: неэкономный, расточительный; Spanish: disoluto

prodigal

Arabic: مُسْرِف‎; Azerbaijani: bədxərc, israfcıl; Bulgarian: разточителен, прахоснически; Catalan: pròdig; Dutch: kwistig; Finnish: tuhlaavainen; French: prodigue; German: verschwenderisch; Greek: αλευροκόπης, αλευροσκόρπης, ανεπρόκοπος, άσωτη, άσωτος, αχαΐρευτη, αχαΐρευτος, εξοδιαστής, ξοδευτής, ξοδεύτρα, ξοδιαστής, ξοδιάστρα, σκορπαλευράς, σκορπαλεύρης, σκορπιοχέρα, σκορπιοχέρης, σκορπιστής, σκορποχέρα, σκορποχέρης, σπάταλη, σπάταλος, τρυπιοχέρης, χαραμοφάγος, χαραμοφάης, χαραμοφάισσα, χαραμοφάος, χαραμοφάς; Ancient Greek: ἀναλωτής, ἄσωτος, ἀταμίευτος, εἰκαιοδάπανος, ἐκχυμενίτας, ἐντρυφής, λαφύκτης, ναννάριον, νανναριστής, οἰκοφθόρος, παλινεκχυμενίτας, πολυανάλωτος, σιτόκουρος, σπαθητής, φιλαναλωτής; Icelandic: hóflaus, hóflaust; Irish: anaisteach, caifeach, díobhlásach; Italian: prodigo, generoso; Japanese: 放蕩; Latin: prodigus; Malay: pemboros; Malayalam: ധൂർത്ത; Persian: ولخرج; Polish: marnotrawny, rozrzutny; Portuguese: pródigo; Spanish: pródigo; Tagalog: masakmata; Turkish: müsrif, savurgan; Welsh: afradlon

wastrel

Bulgarian: разсипник; Georgian: მფლანგველი, ფანტია, უქნარა, არაფრისმაქნისი; Macedonian: расипник; Maori: kūrapa