ἐκκαλέω: Difference between revisions
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[ἐκκαλῶ]] :<br /><b>1</b> [[appeler au dehors]], acc.;<br /><b>2</b> [[faire appel à]], acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐκκαλέομαι]], [[ἐκκαλοῦμαι]];<br /><b>1</b> [[appeler à soi]];<br /><b>2</b> [[appeler au dehors]];<br /><b>3</b> [[invoquer]], acc.;<br /><b>4</b> [[provoquer à sortir]] ; <i>fig.</i> [[ἐκκαλέομαι δάκρυον]] ESCHL [[provoquer les larmes]] ; [[ἐκκαλέομαι ὀργήν]] ESCHN [[exciter la colère]] ; [[ἐκκαλέομαι θορύβους]] ESCHN [[exciter du tumulte]] ; ἐκκαλέομαι τινα [[exciter]] qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[καλέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:46, 16 March 2024
English (LSJ)
A call out or call forth, summon forth, Il.24.582, etc.; τινὰ δόμων E.Ba.170; ἔνδοθεν Lys.3.8; crave speech of, τινά S.OT597 codd.
II Med., call out to oneself, ψυχάς Od.24.1, cf. Hdt.8.79, S.Ph.1264.
2 call forth, elicit, χαρὰ δάκρυον ἐκκαλουμένη A.Ag.270; ὀργήν Aeschin. 2.3; ἴσως ἂν ἐκκαλέσαιθ' ὑμᾶς D.4.42, cf. Pl.Euthd.288d; λιμὸν ἐκκαλέω Antiph.217.23; τοὺς ἱππεῖς entice, provoke to battle, Plb.1.19.2, cf. Ascl.Tact.7.1.
3 c.inf., call on one to do, S.Tr.1206; ἐκκαλεῖν (τινὰ) ποτὶ ἔργα Ti.Locr.104b: plpf. in med. sense, ἐξεκέκλητο πρὸς τὴν πρᾶξίν τινας Plb.4.57.4:—Pass., ἐκκληθῆναι πρὸς τὰς ὠφελείας Id.3.51.11; to be provoked, εἴς, ἐπί τι, Phld.Ir.pp.52,95 W.; ἐς ὀργήν, ἐς δάκρυα, Philostr. VS2.8.4, 2.10.1.
4 demand, require, ὡς τὰ φαινόμενα ἐκκαλεῖται Epicur.Ep.2p.36U., cf. 53 U.
III Pass., = Lat. evocari, of foreign numina, Plu.2.278f.
IV Med., appeal against, κρίσιν ἐπί τινα ib.178f; refer, προβλήματα ἐπὶ τὴν τῶν ἀλόγων φύσιν ὥσπερ ἀλλοδαπὴν πόλιν ib.493b.
Spanish (DGE)
(ἐκκᾰλέω) I c. compl. de pers., en v. act. y med.
1 llamar fuera, hacer venir, hacer salir
a) gener. δμῳάς Il.24.582, με S.OT 597, δεσπότην Ar.Pl.1103, cf. Ach.402, τοὺς πολιορκουμένους X.HG 7.4.27, ἐκκαλέσας γάρ με ἔνδοθεν Lys.3.8, de anim. λύκος τὰς αἶγας <ἐκ>καλεῖ μολῶν Lyr.Iamb.Adesp.14, c. gen. Κάδμον ἐκκάλει δόμων llama fuera del palacio a Cadmo E.Ba.170, en v. pas. πρὸς σφᾶς ἐκκληθέντες Plb.1.88.8
•en v. med. mismo sent. Ἑρμῆς δὲ ψυχὰς ... ἐξεκαλεῖτο ἀνδρῶν μνηστήρων Od.24.1, γείτονα Pi.N.1.60, ἐκ δὲ καλεσσάμενος προσέφη τροφὸν Εὐρύκλειαν Od.19.15, 21.380, στὰς ἐπὶ τὸ συνέδριον ἐξεκαλέετο Θεμιστοκλέα Hdt.8.79, τί μ' ἐκκαλεῖσθε; S.Ph.1264, cf. PFay.12.13 (II a.C.), τὴν γείτονα Ar.Ec.34, τὸν Λωτ LXX Ge.19.5;
b) uso esp. v. med.: atraer en el campo de batalla τοὺς ἱππεῖς αὐτῶν (τῶν ἐναντίων) ἐκκαλεῖσθαι atraer hacia fuera a la caballería del enemigo Plb.1.19.2, ἐπὶ τὰ τείχη τοὺς πολεμίους Plu.Cam.5, c. instrum. μέλη ἀρχαῖα ... οἷς ἐκκαλοῦνται τοῦτον Ar.V.221
•sent. erót. atraer, seducir, tentar ηὗρε μοιχοῖς ἀείσματ' ἐκκαλεῖσθαι γυναῖκας inventó para los adúlteros canciones que tentaran a las mujeres Eup.148
•ὁ ἐκκαλούμενος lat. provocator cierta categoría de gladiador, quizá el que cita a los animales para que salgan a la arena, Hdn.1.15.6
•fig., c. compl. concr. hacer salir, atraer fuera ὕδωρ ... ἐκκαλεῖται τὸ προσιόν Arist.Pr.886b2, c. gen. ταύτας (ὑγρότητας) οὖν ἡ ἕψησις ἐκκαλεῖται τῆς σαρκός el cocimiento los atrae (los líquidos) fuera de la carne Mnesith.Ath.38.22.
2 jur. convocar para declarar en un juicio καὶ ἀνακρίναντες ἐκκαλοῦσιν τῇ ὥρᾳ τοὺς ἄλλους Thphr.De elig.magistr.A 24, en v. pas. τοὺς ἐκκαλουμένους εἰς κρίσιν Sch.Ar.Au.147b-c.
3 jur., en v. med. apelar, recurrir ἐκκαλεῖσθαι τὴν κρίσιν Plu.2.178f, ἐὰν δὲ ἐκκαλέσηταί τις ἢ ἐμὲ ἢ τὸν ἀνθύπατον si alguien apela a mí o al procónsul, SEG 15.108.55 (Atenas II d.C.)
•abs. apelar una decisión, apelar ἐκκαλέσθω ἐς βολὴν τὴν δημοσίην SEG 16.485.13 (Quíos VI a.C.), c. ἀπὸ y gen. ἐκκεκλημένος ... ἀπὸ Ἰουλίου Δαμοστράτου habiendo apelado una decisión de Julio Damóstrato, SEG 29.127.2.15, cf. 20 (Atenas II d.C.), PPanop.29.12 (IV d.C.), raro en v. act. ἐὰν δέ τις γράψηται δίκην ἢ ἐγκαλέσῃ SEG 39.1426.51 (Cilicia III a.C.)
•fig. c. ac. abstr. y ἐπί c. ac. resolver apelando a ἐπὶ τὸν πάντων ἡγεμόνα ... τὰ πράγματα Ph.2.582, τῶν προβλημάτων ἔνια ... ἐπὶ τὴν τῶν ἀλόγων φύσιν ζῴων ... ἐκκαλοῦνται resuelven algunos problemas apelando a la naturaleza de los irracionales Plu.2.493b.
4 invocar ἀσπὶς ... βοᾷ ... σ' ἐκκαλέουσα, τὸν ἄξιον ἀσπιδιώτην AP 9.116, en v. pas. θεούς τινας ἐκκεκλῆσθαι παρὰ τῶν πολεμίων Plu.2.278f.
5 c. constr. que expresan finalidad, gener. en v. med. incitar a, mover a c. ac. int. οἷά μ' ἐκκαλῇ, πάτερ ¡a qué cosas me incitas, padre! S.Tr.1206, c. rég. prep. πάντας ... εἰς τὸ τὰ μὲν ἀκούειν Phylarch.44, εἰς ὀχείαν ... τὰ ζῶα del sol, Gal.9.902, εἰς σωτηρίαν ... τὴν ἀνθρωπότητα Clem.Al.Paed.1.10.91, ἐς τὸ ἀνδρίζεσθαι τὴν ψυχήν Aristid.Quint.74.17, τοὺς δικαστὰς εἰς τὴν τιμωρίαν Hld.8.9.7, cf. Thdt.M.83.433B, en v. pas. εἰς πᾶν ἐκκαλουμένων τῶν δούλων cuando los esclavos son provocados hasta el límite por un trato violento, Phld.Ir.24.27, cf. 48.8, ἐς δάκρυα ἐκκληθῆναι τοὺς Ἀθηναίους Philostr.VS 586, cf. Porph.Sent.16, c. el ac. de pers. sobreentendido (αἱ θήλειαι) οὕτω τε ἐκκαλοῦνται πρὸς μίξιν D.P.Au.2.4, ἐκκαλέσασθαι πρὸς μάχην Ascl.Tact.7.1, (οἶνος) εἰς θυμούς τε γὰρ ἐκκαλεῖται προπετεῖς Gal.6.55, raro en v. act. θεάμασιν ἃ ... πρὸς τὸ οἰκεῖον αὐτὴν (διάνοιαν) ἀγαθὸν ἐκκαλεῖ Plu.Per.1, c. inf. ἐξεκλήθησαν ὑπὸ τοῦ συμβαίνοντος ἐξάπτεσθαι τῆς πορείας fueron tentados por la ocasión a atacar el convoy Plb.3.51.2
•c. la finalidad sobreentendida en el cont. incitar, instigar ἐάν πως ἐκκαλέσωμαι (τοὺς ξένους) Pl.Euthd.288d, τοῦ πλείονος ὀρεγόμενος ἴσως ἂν ἐκκαλέσαιθ' ὑμᾶς D.4.42, ἐκκαλέσασθαί τινας βουλόμενος Aesop.101.
II fig. c. compl. de abstr., en v. med.
1 provocar, despertar χαρά ... δάκρυον ἐκκαλουμένη A.A.270, τὴν ὑμετέραν ὀργήν Aeschin.2.3, τευθὶς ... λιμὸν ἐκκαλουμένη Antiph.216.23, ἡ μαλακότης τοῦ ἀέρος ἐκκαλεῖται τὴν βλάστησιν Thphr.CP 2.1.3, cf. 5.1.4, τὴν τοῦ πλήθους ... πρὸς αὐτὸν εὔνοιαν D.S.1.64, cf. Plb.3.98.8, τὸν παρὰ τῶν πολλῶν φθόνον D.H.Th.45.3.
2 solicitar, reclamar, requerir ἀλλ' ὡς τὰ φαινόμενα ἐκκαλεῖται sino como lo requieren los fenómenos Epicur.Ep.[3] 86, ἡ εὐχὴ τὴν τοῦ θεοῦ βασιλείαν ἐκκαλουμένη la súplica que solicita el reino de Dios Gr.Nyss.Or.Dom.37.12, c. inf. λέγειν ἐκκαλεῖται τὰ φαινόμενα Epicur.Ep.[3] 100.
German (Pape)
[Seite 761] (s. καλέω), herausrufen, τινά, Hom. u. Folgde; δόμων, aus dem Hause, Eur. Bacch. 170; hervorrufen, δίκα δίκαν ἐξεκάλεσε καὶ φόνος φόνον Suppl. 614. Häufiger im med., zu sich herausrufen, Od. 24, 1; Her. 8, 79; Soph. Phil. 1248; hervorlocken, χαρά μ' ὑφέρπει δάκρυον ἐκκαλουμένη Aesch. Ag. 261; όργήν Aesch. 2, 3; τινά, aufregen, Dem. 4, 42; auffordern, οἱά μ' ἐκκαλεῖ φονέα γενέσθαι καὶ παλαμναῖον σέθεν Soph. Tr. 1196; ποτὶ ἔργα ἢ ποτὶ ἀπολαύσιας Plat. Tim. Locr. 104 b; ἐξεκλήθησαν ὑπὸ τοῦ συμβάντος ἐξάπτεσθαι τῆς πορείας Pol. 3, 51, 2; ἃ τῷ χαίρειν πρὸς τὸ οἰκεῖον ἀγαθὸν ἐκκαλεῖ Plut. Pericl. 1; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ἐκκαλῶ :
1 appeler au dehors, acc.;
2 faire appel à, acc.;
Moy. ἐκκαλέομαι, ἐκκαλοῦμαι;
1 appeler à soi;
2 appeler au dehors;
3 invoquer, acc.;
4 provoquer à sortir ; fig. ἐκκαλέομαι δάκρυον ESCHL provoquer les larmes ; ἐκκαλέομαι ὀργήν ESCHN exciter la colère ; ἐκκαλέομαι θορύβους ESCHN exciter du tumulte ; ἐκκαλέομαι τινα exciter qqn.
Étymologie: ἐκ, καλέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκᾰλέω:
1 вызывать, звать к себе (τινα Hom., Arph., τινα δόμων Eur. и τινα ἔνδοθεν Lys.; med. τινα Hom., Her., Soph., Arph.; φόνος φόνον ἐξεκάλεσε Eur.): ἐκκληθέντες ἐπεβάλοντο πλεῖν ἐπὶ τὴν νῆσον Polyb. следуя призыву, они решили поплыть к острову;
2 призывать (τινα Soph.; med. θεούς Plut.);
3 med. вызывать, возбуждать (δάκρυον Aesch.; ὀργήν Aesch.; τὴν ὁρμήν τινος и τινα πρός τι Polyb.): θορύβους ἐκκαλέσασθαι Aesch. поднять шум; φωνήν τινα ἐ. παρά τινος Plut. заставлять кого-л. заговорить; ἐ. τινα ταῖς ἐλπίσι πρός τι Plut. соблазнять кого-л. видами на что-л.; ἐ. τινα φονέα γενέσθαι Soph. подстрекать кого-л. стать убийцей.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκᾰλέω: μέλλ. -έσω καὶ ἐκκαλῶ, καλῶ ἔξω προσκαλῶ τινα νὰ ἐξέλθῃ, Ὅμ. Ἡρόδ., κτλ.˙ τινὰ δόμων Εὐρ. Βάκχ. 170˙ ἔνθοδεν Λυσ. 97. 8. ΙΙ. Μέσ., καλῶ ἔξω πρὸς ἐμαυτόν, Ὁδ. Ω. 1, Ἡροδ. 8. 79, Σοφ. Φ. 1264. 2) προκαλῶ, Λατ. provoco, δάκρυον ἐκκαλεῖσθαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 270˙ ὀργὴν Αἰσχίν. 28. 11˙ ἴσως ἂν ἐκκαλέσαιθ’ ὑμᾶς Δημ. 52. 16, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 288D˙ λιμὸν ἐκκ. Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 23. 3) μετ’ ἀπαρ. προσκαλῶ τινα νὰ πράξῃ τι, Σοφ. Τρ. 1207, πρβλ. Πολύβ. 3. 51, 11˙ ἐκκ. τινὰ πρός τι Τίμ. Λοκρ. 104Β.
English (Autenrieth)
aor. part. -έσᾶς, -αντες: all out or forth, mid., to oneself.
English (Slater)
ἐκκᾰλέω call for c. acc. (cf. (P. 9.29) ) γείτονα δ' ἐκκάλεσεν Διὸς ὑψίστου προφάταν ἔξοχον ὀρθόμαντιν Τειρεσίαν (byz.: ἐκ(κ)άλεσαν codd.) (N. 1.60)
Greek Monotonic
ἐκκᾰλέω: μέλ. -έσω,
I. καλώ κάποιον έξω ή προκαλώ διαμαρτυρία, προσκαλώ κάποιον να βγει έξω, σε Όμηρ., Ηρόδ., Ευρ.
II. 1. Μέσ., καλούμαι έξω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
2. προκαλώ διαμαρτυρία, βρίσκω την αλήθεια, σε Αισχύλ. κ.λπ.
3. με απαρ., καλώ κάποιον να κάνει κάτι, σε Σοφ.
Middle Liddell
fut. έσω
I. to call out or forth, summon forth, Hom., Hdt., Eur.
II. Mid. to call out to oneself, Od., Hdt.
2. to call forth, elicit, Aesch., etc.
3. c. inf. to call on one to do, Soph.