ἀνατλῆναι: Difference between revisions

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
m (Text replacement - "attic" to "Attic")
m (Text replacement - "Pl.''Tht.''" to "Pl.''Tht.''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anatlinai
|Transliteration C=anatlinai
|Beta Code=a)natlh=nai
|Beta Code=a)natlh=nai
|Definition=inf. of [[ἀνέτλην]], aor. with no pres.: fut. ἀνατλήσομαι: also aor. 1 [[ἀνέτλησα]] Orac. ap.Lact.''Inst.''4:—[[bear up against]], [[endure]], κήδε' ἀνέτλης Od.14.47; ὀϊζύος ἣν ἀνέτλημεν 3.104; <b class="b3">φάρμακ' ἀνέτλη</b>, i.e. [[resisted]] the strength of the magic drink, 10.327; πολύθρηνον αἰῶνα.. ἀνατλᾶσα A.''Ag.''716; πατέρα.. οὐκ ἀνέτλατε S.''OC''239, etc.; πόλλ' ἀνατλάς Ar.''Pax''1035; τὴν εἱμαρμένην Pl.''Tht.''169c; τὰ προσήκοντα πάθη Id.''Grg.''525a: c. part., ἀνέτλην μογέουσα ''IG''14.1960.
|Definition=inf. of [[ἀνέτλην]], aor. with no pres.: fut. ἀνατλήσομαι: also aor. 1 [[ἀνέτλησα]] Orac. ap.Lact.''Inst.''4:—[[bear up against]], [[endure]], κήδε' ἀνέτλης Od.14.47; ὀϊζύος ἣν ἀνέτλημεν 3.104; <b class="b3">φάρμακ' ἀνέτλη</b>, i.e. [[resisted]] the strength of the magic drink, 10.327; πολύθρηνον αἰῶνα.. ἀνατλᾶσα A.''Ag.''716; πατέρα.. οὐκ ἀνέτλατε S.''OC''239, etc.; πόλλ' ἀνατλάς Ar.''Pax''1035; τὴν εἱμαρμένην [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''169c; τὰ προσήκοντα πάθη Id.''Grg.''525a: c. part., ἀνέτλην μογέουσα ''IG''14.1960.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 05:40, 26 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατλῆναι Medium diacritics: ἀνατλῆναι Low diacritics: ανατλήναι Capitals: ΑΝΑΤΛΗΝΑΙ
Transliteration A: anatlē̂nai Transliteration B: anatlēnai Transliteration C: anatlinai Beta Code: a)natlh=nai

English (LSJ)

inf. of ἀνέτλην, aor. with no pres.: fut. ἀνατλήσομαι: also aor. 1 ἀνέτλησα Orac. ap.Lact.Inst.4:—bear up against, endure, κήδε' ἀνέτλης Od.14.47; ὀϊζύος ἣν ἀνέτλημεν 3.104; φάρμακ' ἀνέτλη, i.e. resisted the strength of the magic drink, 10.327; πολύθρηνον αἰῶνα.. ἀνατλᾶσα A.Ag.716; πατέρα.. οὐκ ἀνέτλατε S.OC239, etc.; πόλλ' ἀνατλάς Ar.Pax1035; τὴν εἱμαρμένην Pl.Tht.169c; τὰ προσήκοντα πάθη Id.Grg.525a: c. part., ἀνέτλην μογέουσα IG14.1960.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. sigm. ἀνέτλασα Arist.Fr.Lyr.1.10; pres. tard. ἀνατλάω LXX Ib.19.26, Tz.Comm.Ar.1.158.14]
1 soportar, sufrir, aguantar κήδε' Od.14.47, ὀϊζύος, ἣν ... ἀνέτλημεν Od.3.104, πολύθρηνον αἰῶν' ... ἀνατλᾶσα A.A.716, παθήματα E.Ph.60, πολλ' ἀνατλάς Ar.Pax 1035, cf. Arist.l.c., πάντα μὲν πόνον X.Cyr.1.2.1, poeta en Tz.Comm.l.c., τὰ προσήκοντα πάθη Pl.Grg.525a, πήματ' A.R.2.179, τὴν ... εἱμαρμένην Pl.Tht.169c, ταῦτα LXX l.c., c. part. ἀνέτλην μογέουσα IUrb.Rom.1311.7 (III d.C.)
νηπενθέως Protag.B 9
c. ac. de pers. πατέρα S.OC 239.
2 resistir, ser inmune a φάρμακα Od.10.327.

German (Pape)

[Seite 211] fut. ἀνατλήσομαι, aushalten, vertragen, φάρμακα, den Zaubertrank, Od. 10, 327; 14, 47 κήδεα, 3, 104 ὀιζύν, 16, 205 πολλὰ δ' ἀνατλάς v.l. ἀληθείς; πολύθρηνον αἰῶνα Aesch. Ag. 698 u. sonst; auch in Prosa.

French (Bailly abrégé)

inf. de l'ao.2 ἀνέτλην (part. ἀνάτλας, f. ἀνατλήσομαι);
supporter ; οὐκ ἀνατλῆναι SOPH ne pas supporter, avoir horreur de.
Étymologie: ἀνά, τλάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνατλῆναι: [inf. aor. 2] (aor. ἀνέτλην, fut. ἀνατλήσομαι, part. ἀνάτλας) вытерпеть, выдержать, вынести (τι и τινα Hom., Aesch., Soph., Arph., Plat., Plut.): οὔ τις τάδε φάρμακα ἀνέτλη Hom. никто не устоял против этих снадобий.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατλῆναι: ἀπαρ. τοῦ ἀνέτλην, ἀόρ. ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει: μέλλ. ἀνατλήσομαι, ὑποφέρω τι, ὑπομένω, κήδε’ ἀνέτλης Ὀδ. Ξ. 47· ὀϊζύος, ἣν .. ἀνέτλημεν Γ. 104· οὐδέ τις ἄλλος ἀνὴρ τάδε φάρμακ’ ἀνέτλη, ὅ ἐ. θὰ ἠδύνατο νὰ ἀντίσχῃ εἰς τὴν ἐνέργειαν τοῦ μαγικοῦ τούτου ποτοῦ, Κ. 327· πολύθρηνον αἰῶνα .. ἀνατλᾶσα Αἰσχύλ. Ἀγ. 716· πατέρα .. οὐκ ἀνέτλατ’ Σοφ. Ο. Κ. 239, κτλ.· πόλλ’ ἀνατλὰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1035· τὴν εἱμαρμένην Πλάτ. Θεαίτ. 169C· τὰ προσήκοντα πάθη ὁ αὐτ. Γοργ. 525Α· μετὰ μετοχ., ἀνέτλην μογέουσα Συλλ. Ἐπιγρ. 6275· - «ἀνατλῆναι, ὑπομεῖναι» Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

inf. of aor. 2 ἀνέτλην, part. ἀνατλάς: bear up, endure; φάρμακον, ‘withstand,’ Od. 10.327. (Od.)

Greek Monolingual

ἀνατλῆναι (Α)
απρμφ. του ανέτλην (απαντούν επίσης οι τύποι ανατλάς, ανατλήσομαι, ανετλάμην)
εγκαρτερώ, υποφέρω, υπομένω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + τλήναι, απρμφ. αορ. β’ έτλην του ρ. τλώυποφέρω»), το οποίο δεν απαντά σε ενεστ. (παρά μόνο αργότερα σε μεσαιωνικά πεζά κείμενα) και αναπληρώνεται από τον πρκμ. τέτλαμεν ή από το τολμώ].

Greek Monotonic

ἀνατλῆναι: απαρ. του ἀν-έτλην, μτχ. ἀνατλάς, αόρ. βʹ με ενεστ. σε αχρηστία· μέλ. ἀνατλήσομαι· υποφέρω ενάντια σε, υπομένω, αντέχω, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· φάρμακ' ἀνέτλη, αντιστάθηκε στη δύναμη του μαγικού ποτού, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell


to bear up against, endure, Od., Attic; φάρμακ' ἀνέτλη resisted the strength of the magic drink, Od.

Greek > English (Woodhouse Verbs Reversed)

(see also ἀνατλῆναι): endure