ἰλιγγιάω: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "Pl.''Tht.''" to "Pl.''Tht.''")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> avoir le vertige, <i>particul.</i> par l'effet de l'ivresse;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> être troublé, bouleversé : [[ὑπό]] τινος, [[ἐπί]] τινι, par l'effet de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἴλιγγος]].
|btext=[[ἰλιγγιῶ]] :<br /><b>1</b> avoir le vertige, <i>particul.</i> par l'effet de l'ivresse;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> être troublé, bouleversé : [[ὑπό]] τινος, [[ἐπί]] τινι, par l'effet de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἴλιγγος]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 07:22, 29 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰλιγγιάω Medium diacritics: ἰλιγγιάω Low diacritics: ιλιγγιάω Capitals: ΙΛΙΓΓΙΑΩ
Transliteration A: ilingiáō Transliteration B: ilingiaō Transliteration C: iliggiao Beta Code: i)liggia/w

English (LSJ)

[ῑ], become dizzy, lose one's head, as when one looks down from a height, ἰλιγγιῶν ἀφ' ὑψηλοῦ κρεμασθείς Pl.Tht.175d; from drunkenness, ψυχὴ ἰ. ὥσπερ μεθύουσα Id.Phd.79c; ἰ. κάρα λίθῳ πεπληγμένος Ar.Ach.1218; ἰ. καὶ χασμᾶσθαι Phld.Rh.2.176S.; from perplexity, ἐσκοτώθην καὶ ἰλιγγίασα Pl.Prt. 339e; ἰ. ὑπὸ τῆς τοῦ λόγου ἀπορίας Id.Ly.216c; ὑπὸ τοῦ δέους Ar.Ach.581; ἐπί τινι Luc.Tox.30; πρὸς τὴν θέαν Hld.5.6:—also written εἰλιγγιάω, freq. in codd. of Pl., cf. AP7.706 (Diog.), Plu.Alex.74; ἰλ- Phld. l.c.; εἰλιγγιάω but ἴλιγγος acc. to Sch.Ar.Ach.581, Suid. s.v. εἰλιγγιῶ.

French (Bailly abrégé)

ἰλιγγιῶ :
1 avoir le vertige, particul. par l'effet de l'ivresse;
2 fig. être troublé, bouleversé : ὑπό τινος, ἐπί τινι, par l'effet de qch.
Étymologie: ἴλιγγος.

German (Pape)

am Schwindel leiden, οἱ πάνυ παλαιοὶ ἄνθρωποι ἀεὶ ἰλιγγιῶσι Plat. Crat. 411b, ἡ ψυχὴ ἰλιγγιᾷ ὥσπερ μεθύουσα Phaed. 79c; übertragen, verwirrt, bestürzt sein, ὑπὸ τοῦ δέους τῶν ὅπλων Ar. Ach. 581, vgl. ἰλ. κάρα λίθῳ πεπληγμένος 1218, ἐσκοτώθην καὶ ἰλιγγίασα εἰπόντος αὐτοῦ ταῦτα Plat. Prot. 339e, καὶ χασμάομαι Gorg. 486b, 527a; ὑπὸ τῆς τοῦ λόγου ἀπορίας Lys. 216c; Sp., wie Plut., ἐπί τινι, Luc. Tox. 30; πρός τι, Hel. 5.6. – Auch εἰλιγγιάω.

Russian (Dvoretsky)

ἰλιγγιάω: (ῑλ), тж. εἰλιγγιάω испытывать головокружение, быть близким к обмороку (ὑπὸ τῆς τοῦ λόγου ἀπορίας Plat.; ὑπὸ τοῦ δέους Arph.; πρὸς τὴν ὄψιν Plut.): ἰλιγγιᾷ ὥσπερ μεθύουσα Plat. (душа) охвачена, словно пьяная, головокружением; εἰλιγγιῶ κάρα λίθῳ πεπληγμένος Arph. от удара камнем в голову у меня голова кружится; ἐσκοτώθην καὶ ἰλιγγίασα Plat. у меня в глазах потемнело, и голова пошла кругом.

Greek (Liddell-Scott)

ἰλιγγιάω: ῐλ, αἰσθάνομαι σκοτοδινίαν, ζάλην ὡς ὅταν βλέπῃ τις ἀφ’ ὑψηλοῦ μέρους πρὸς τὰ κάτω, ἰλιγγιῶν ἀφ’ ὑψηλοῦ κρεμασθεὶς Πλάτ. Θεαίτ. 175D· ἐκ μέθης, ἰλ. ὥσπερ μεθύουσα ὁ αὐτ. ἐν Φαίδ. 79C· ὑπὸ μέθης Κλήμ. Ἀλ. 187· ἰλιγγιῶ κάρα λίθῳ πεπληγμένος Ἀριστοφ. Ἀχ. 1218· ἕνεκα περιπλοκῶν ἢ δυσκολίας, ἐσκοτώθην καὶ ἰλιγγίασα Πλάτ. Πρωτ. 339Ε· ἰλ. ὑπὸ τῆς τοῦ λόγου ἀπορίας ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 216C· ὑπὸ τοῦ δέους Ἀριστοφ. Ἀχ, 581· ἐπί τινι Λουκ. Τοξ. 30· πρὸς τὴν θέαν Ἡλιόδ. 5. 6. - Ὡσαύτως φέρεται: εἰλιγγιάω Κλήμ Ἀλ. ἔνθ. ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 7. 706, Σουΐδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰλιγγιῶν· τὸ ἐσκοτῶσθαι. καὶ δοκεῖν περιφέρεσθαι, κύκλῳ συστρέφεσθαι», προσέτι, «ἰλιγγιῶν, συστροβεῖσθαι, σκοτοῦσθαι».

Greek Monotonic

ἰλιγγιάω: [ῑ], ζαλίζομαι, χάνω τις αισθήσεις μου, γεγονός που προκαλείται από το κοίταγμα προς τα κάτω από μεγάλο ύψος ή από μεθύσι, σε Πλάτ.· επίσης, από φόβο, σε Αριστοφ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἰ¯λιγγιάω,
to be or become dizzy, lose one's head, caused by looking down from a height or by drunkenness, Plat.; by fear, Ar., etc.