κορακῖνος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κορακῑνος, ὁ (ΑM)<br />[[είδος]] θαλάσσιου ψαριού που ονομάστηκε [[έτσι]] για το μαύρο [[χρώμα]] του («[[ὅλως]] δὲ ἀγελαῑά ἐστι τὰ τοιάδε<br />θυννίδες... κορακῑνοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[κόρακας]], [[κορακόπουλο]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κορακίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόραξ]], -<i>κος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖνος</i> ([[πρβλ]]. [[κυπρίνος]], [[χυτρίνος]])].
|mltxt=κορακῑνος, ὁ (ΑM)<br />[[είδος]] θαλάσσιου ψαριού που ονομάστηκε [[έτσι]] για το μαύρο [[χρώμα]] του («[[ὅλως]] δὲ ἀγελαῑά ἐστι τὰ τοιάδε<br />θυννίδες... κορακῖνοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[κόρακας]], [[κορακόπουλο]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κορακίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόραξ]], -<i>κος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖνος</i> ([[πρβλ]]. [[κυπρίνος]], [[χυτρίνος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορακῖνος Medium diacritics: κορακῖνος Low diacritics: κορακίνος Capitals: ΚΟΡΑΚΙΝΟΣ
Transliteration A: korakînos Transliteration B: korakinos Transliteration C: korakinos Beta Code: koraki=nos

English (LSJ)

ὁ,
A young raven, Ar. Eq.1053.
2 = κορακίας, Hsch.
II a fish, Epich.44, Ar.Lys. 560, Philyll.13.3, Alex.18, Numen. ap. Ath.7.308e, Arist.HA610b5; found in the Nile, Str.17.2.4, J.BJ3.10.8, PFay.116.4 (ii A. D.); so called from its black colour, Opp.H.1.133; acc. to Ath.7.309a διὰ τὸ τὰς κόρας κινεῖν.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 jeune corbeau;
2 coracin, poisson de mer, ou du Nil.
Étymologie: κόραξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορακῖνος -ου, ὁ [κόραξ] jonge raaf. kleine donkere zeevis, missch. ombervis.

Russian (Dvoretsky)

κορᾰκῖνος:
1 вороненок, молодой ворон Arph.;
2 вороненок (морская рыба черного цвета) Arph., Arst.

Greek Monolingual

κορακῑνος, ὁ (ΑM)
είδος θαλάσσιου ψαριού που ονομάστηκε έτσι για το μαύρο χρώμα του («ὅλως δὲ ἀγελαῑά ἐστι τὰ τοιάδε
θυννίδες... κορακῖνοι», Αριστοτ.)
αρχ.
1. μικρός κόρακας, κορακόπουλο
2. (κατά τον Ησύχ.) κορακίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, -κος + κατάλ. -ῖνος (πρβλ. κυπρίνος, χυτρίνος)].

Greek Monotonic

κορᾰκῖνος: ὁ (κόραξ), νεαρό κοράκι, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κορᾰκῖνος: ὁ, (κόραξ) μικρός, νέος κόραξ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1053. ΙΙ. ἰχθύς τις ὅμοιος τῇ πέρκῃ, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 560, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 308 κἑξ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1, κ. ἀλλ.· φέρεται κοράκινοι παρ’ Ἐπιχάρμ. 28 Ahr.· ― ἰδίως εὑρισκόμενος ἐν τῷ Νείλῳ, Στράβ. 823, Πλίν.· καλούμενος οὕτως ἐκ τοῦ μέλανος αὐτοῦ χρώματος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 133· ἢ κατὰ τὸν Ἀθήν. 309, ἀπὸ τοῦ κόρας κινεῖν! πρβλ. κορᾰκῑνίδιον.

Middle Liddell

κορᾰκῖνος, ὁ, κόραξ
a young raven, Ar.