ὀξύτονος: Difference between revisions
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀξύτονος:''' (ῠ)<br /><b class="num">1</b> [[пронзительный]], [[громкий]] (γόοι, ὠδαί Soph.);<br /><b class="num">2</b> [[издающий пронзительный свист]], [[воющий]] ([[πνεῦμα]] Soph.);<br /><b class="num">3</b> грам. имеющий ударение на последнем слоге. | |elrutext='''ὀξύτονος:''' (ῠ)<br /><b class="num">1</b> [[пронзительный]], [[громкий]] (γόοι, ὠδαί Soph.);<br /><b class="num">2</b> [[издающий пронзительный свист]], [[воющий]] ([[πνεῦμα]] Soph.);<br /><b class="num">3</b> грам. [[имеющий ударение на последнем слоге]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 07:02, 13 January 2024
English (LSJ)
ὀξύτονον,
A sharp-sounding, piercing. of sound, ὀξύτονοι γόοι S.El.243 (lyr.); ὀξυτόνους ᾠδὰς θρηνήσει Id.Aj.631 (lyr.); ὀξυτόνου διὰ πνεύματος Id.Ph.1093 (lyr.).
II sung to a high note, D.H.Comp.11; oxytone, having the acute accent, Hermog.Id.1.12, A.D.Pron. 33.24, al. Adv. ὀξυτόνως ib.29.2, S.E.M.1.222, Eust.41.4.
III Subst. ὀξύτονον, τό, v. ὀξύγονον.
German (Pape)
[Seite 355] 1) = ὀξυτενής, scharf angespannt; πνεῦμα, Soph. Phil. 1082; γόος, El. 236; ᾠδαί; Ai. 618. – 2) bei den Gramm. mit dem Akut auf der letzten Sylbe bezeichnet u. ausgesprochen; auch adv., ὀξυτόνως λέγει τὸν λαγών, Ath. IX, 400 a.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 au son aigu ; aigu, perçant;
2 t. de gramm. frappé d'un accent aigu (ὀξεῖα) sur la dernière syllabe, oxyton.
Étymologie: ὀξύς, τόνος.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύτονος: (ῠ)
1 пронзительный, громкий (γόοι, ὠδαί Soph.);
2 издающий пронзительный свист, воющий (πνεῦμα Soph.);
3 грам. имеющий ударение на последнем слоге.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύτονος: -ον, ὁ ὀξέως ἠχῶν, διαπεραστικός, ἐπὶ ἤχου, ὀξ. γόοι Σοφ. Ἠλ. 243· ὀξυτόνους ᾠδὰς θρηνήσει ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 630· ὀξυτόνου διὰ πνεύματος ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1093. ΙΙ. ὁ ἔχων ἐπὶ τῆς ληγούσης ὀξεῖαν, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11. - Ἐπίρρ. ὀξυτόνως, μετὰ ὀξέος τόνου, Εὐστ. 41. 4.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὀξύτονος, -ον)
1. (για ήχο), οξύς, διαπεραστικός («ὀξυτόνων γόων», Σοφ.)
2. (για λέξη) αυτή που τονίζεται στη λήγουσα με οξεία
αρχ.
1. αυτός που άδεται σε οξύ τόνο
2. το ουδ. ως ουσ. το ὀξύτονον- (πιθ. γρφ. αντί οξύγονον) είδος φυτού.
επίρρ.
οξυτόνως (ΑΜ ὀξυτόνως)
με οξύ τόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -τονος (< τόνος < τείνω), πρβλ. βαρύ-τονος].
Greek Monotonic
ὀξύτονος: -ον, I. αυτός που ηχεί έντονα, διαπεραστικός, λέγεται για ήχο, σε Σοφ.
II. οξύτονος, αυτός που φέρει οξύ τόνο (οξεία), δηλ. φέρει «οξεία» στην τελευταία συλλαβή της λέξης, τη λήγουσα.
Middle Liddell
ὀξύτονος, ον,
I. sharp-sounding, piercing, of sound, Soph.
II. oxytone, having the acute accent, i. e. the accent on the last syllable.