συνεπιμελέομαι: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μέλομαι]]<br />Dep. to [[join]] in [[taking]] [[care]] of or attending to, τινος Thuc., Xen.; ς. τῆς στρατιᾶς to [[have]] [[joint]] [[charge]] of the [[army]], Xen.; absol., Xen. | |mdlsjtxt=[[μέλομαι]]<br />Dep. to [[join]] in [[taking]] [[care]] of or attending to, τινος Thuc., Xen.; ς. τῆς στρατιᾶς to [[have]] [[joint]] [[charge]] of the [[army]], Xen.; absol., Xen. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[una curare]]'', to [[take care of together]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.39.2/ 8.39.2]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:35, 16 November 2024
English (LSJ)
or συνεπιμέλομαι, join in taking care of or attending to, τινος Th.8.39, X.Eq.Mag.1.8, etc.; τῆς στρατιᾶς have joint charge of, Id.An.6.1.22; σ. μεθ' ἡμῶν προσήκει D. 48.5, cf. Arist.Ath.49.3; συνεπιμέλεσθαι δὲ αὐτῷ καὶ τοὺς στρατηγούς IG12.59.14, cf. 88.19; τοῦ ἀναθήματος.. τῇ βουλῇ -ήθησαν Ἀρχ. Ἐφ. 1917.41 (Attic decree, iv B.C.): abs., X.Mem.2.8.3; συνεπιμεληθῆναι ὅπως καταστῶσιν Pl.Lg.754c; ὅπως ἂν τάχιστα τυθῇ IG12.39.68; ὅπως τι ληφθῇ PCair.Zen.217.6 (iii B.C.), cf. IG22.678.14; σ. ἵνα.. OGI 214.24 (Milet., iii B.C.).
French (Bailly abrégé)
συνεπιμελοῦμαι;
prendre soin en même temps ou en commun : τινος de qqn ou de qch.
Étymologie: σύν, ἐπιμελέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-επιμελέομαι en συνεπιμέλομαι, Att. ook ξυνεπιμέλομαι [σύν, ἐπί, μέλομαι] mede zorg of verantwoordelijkheid dragen voor, mede zorgen voor, mede zich inzetten voor, met gen.; met ὅπως + conj. of indic. fut. er mede voor zorgen dat.
German (Pape)
dep. pass., mit od. zugleich besorgen; Thuc. 8.39; τούτους δεῖν συνεπιμεληθῆναι, ὅπως, Plat. Legg. VI.754c; Xen. An. 5.9.23, Mem. 2.8.3; τινός, Oec. 4.3, 6.9; Folgde.
Russian (Dvoretsky)
συνεπιμελέομαι: вместе заботиться, принимать участие в заботах (τινος Thuc., Xen., Dem.): τούτους δεῖν συνεπιμεληθῆναι, ὅπως … Plat. они должны (говорю я) сообща проследить за тем, чтобы ….
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιμελέομαι: ἀποθετ. (μέλομαι) ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἐπιμελοῦμαι, φροντίζω περί τινος ἢ προσέχω εἴς τι, τινος Θουκ. 8. 39· Ξεν.· σ. τῆς στρατιᾶς, ἔχειν κοινὴν ἐπιμέλειαν ἢ φροντίδα περὶ αὐτῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 6. 1, 22· σ. τινος μετά τινος Δημ. 1168. 17· ἀπολ., Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 3· μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, ξυνεπιμεληθῆναι ὅπως τι ἔσται Πλάτ. Νόμ. 754C· σ. ὡς... Συλλ. Ἐπιγρ. 115.
Greek Monotonic
συνεπιμελέομαι: αποθ. (μέλομαι), συμμετέχω στη φροντίδα για κάτι ή φροντίζω, επιμελούμαι κάτι από κοινού με κάποιον, τινος, σε Θουκ., Ξεν.· συνεπιμελέομαι τῆς στρατιᾶς, έχω από κοινού την επιμέλεια, τη φροντίδα για το στράτευμα, σε Ξεν.· απόλ., στον ίδ.
Middle Liddell
μέλομαι
Dep. to join in taking care of or attending to, τινος Thuc., Xen.; ς. τῆς στρατιᾶς to have joint charge of the army, Xen.; absol., Xen.