ἰσομοιρία: Difference between revisions
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἰσομοιρία]], ἡ,<br />an [[equal]] [[share]], [[partnership]], τινός in a [[thing]], Thuc. [from [[ἰσόμοιρος]] | |mdlsjtxt=[[ἰσομοιρία]], ἡ,<br />an [[equal]] [[share]], [[partnership]], τινός in a [[thing]], Thuc. [from [[ἰσόμοιρος]] | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[aequalis partitio]]'', [[equal division]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.69.1/ 5.69.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.75.6/ 7.75.6]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:24, 16 November 2024
English (LSJ)
Ion. ἰσομοιρίη, ἡ,
A equal share, κακοῖσιν ἐσθλοὺς ἰσομοιρίαν [ῑσ-] ἔχειν Sol. ap. Arist.Ath.12.3; τινος in a thing, Th.7.75.
2 = ἰσονομία, Nymphod.21, D.C.52.4.
3 equability, of climate, Hp.Aër.12; τῶν κράσεων Gal.1.534.
4 Astrol., equivalence of degree, Vett.Val.139.16.
German (Pape)
[Seite 1265] ἡ, gleicher Teil, gleiches Anrecht, Hippocr.; τῶν κακῶν Thuc. 7, 75; Sp., auch = ἰσονομία, D. C. 52, 4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
part égale.
Étymologie: ἰσόμοιρος.
Russian (Dvoretsky)
ἰσομοιρία: ἡ
1 равное распределение (частей), равенство (τῶν στοιχείων Arst.; δημοκρατία παρέξουσα ἅπασιν ἰσομοιρίαν Plut.);
2 равная доля, одинаковое участие: ἡ ἰ. τῶν κακῶν Thuc. равное для всех, т. е. всеобщее несчастье.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσομοιρία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἴσον μερίδιον ἢ ἴση μετοχὴ εἴς τι πρᾶγμα, ἰσομοιρία τῶν κακῶν Θουκ. 7. 75· ἐπὶ κλιμάτων, εὐκρασία, Ἱππ. π. Ἀέρ. 288. 2) = ἰσονομία, Νυμφόδ. παρὰ τῷ Σχολ. Σοφ. ἐν Ο. Κ. 337, Δίων Κ. 52. 4.
Greek Monolingual
η (Α ἰσομοιρία, ιων. τ. ἰσομοιρίη) ισόμοιρος
ίσο μερίδιο, ίσα συμμετοχή σε κάτι («ἰσομοιρία τῶν κακῶν», Θουκ.)
αρχ.
1. ισονομία, ισότητα πολιτικών δικαιωμάτων
2. (για κλίμα) ευκρασία
3. αστρολ. ίση επίδραση σε αντιστοιχία με άλλους.
Greek Monotonic
ἰσομοιρία: Ιων. -ίη, ἡ, ίσο μερίδιο σε κάτι, τινός, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἰσομοιρία, ἡ,
an equal share, partnership, τινός in a thing, Thuc. [from ἰσόμοιρος