προξενέω: Difference between revisions
Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt
(13_7_1) |
(6_20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0736.png Seite 736]] Jemandes [[πρόξενος]] od. Gastfreund von Staatswegen sein, τινός; Xen. Hell. 6, 4, 24; [[οὔτε]] γὰρ προξενῶ τῶν ἀνδρῶν, οὔτ' [[ἰδίᾳ]] [[ξένος]] αὐτῶν [[οὐδείς]] ἐστί μοι, Dem. 15, 15. Dah. = einem Fremden als [[πρόξενος]] beistehen, ihn vertreten, vertheidigen u. übh. Jemandes Gönner sein, sich seiner annehmen, πειράσομαί σου προξενεῖν, Eur. Med. 724; Ar. Thesm. 576. – Dah. Jemandem Etwas verschaffen, vermitteln, [[ἐλπίς]], ἥτις καὶ [[θράσος]] τι προξενεῖ Soph. Trach. 723, vgl. O. R. 1483, Schol. αἴτιον [[γενέσθαι]]; auch ὡς νῦν [[πᾶν]] τελοῦντι προξένει, Soph. O. C. 466, gewähre; [[ἡμεῖς]] ἄλλα προξενήσομεν, Eur. Ion 335; ἄνδρα προὐξένησε τῷ υἱεῖ διδάσκαλον μουσικῆς, Plat. Lach. 180 e; Xen. sagt An. 6, 3, 14 ἴστε με οὐδένα πω κίνδυνον προξενήσαντα ὑμῖν ἐθελούσιον; vgl. Apol. 7 u. Ael. V. H. 13, 33, ἡ [[τύχη]] προὐξένησεν αὐτῇ οὐ τῆς γνώμης, ἀλλὰ τοῦ κάλλους ἄξια. – Empfehlen, οἷον ἄνθρωπον προὐξένησεν ἡμῖν, Dem. 37, 11, u. öfter; προξενεῖν τινί τινα, Einem ein Mädchen zur Frau verschaffen, Long. 3, 26; Himer. or. 1, 11. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0736.png Seite 736]] Jemandes [[πρόξενος]] od. Gastfreund von Staatswegen sein, τινός; Xen. Hell. 6, 4, 24; [[οὔτε]] γὰρ προξενῶ τῶν ἀνδρῶν, οὔτ' [[ἰδίᾳ]] [[ξένος]] αὐτῶν [[οὐδείς]] ἐστί μοι, Dem. 15, 15. Dah. = einem Fremden als [[πρόξενος]] beistehen, ihn vertreten, vertheidigen u. übh. Jemandes Gönner sein, sich seiner annehmen, πειράσομαί σου προξενεῖν, Eur. Med. 724; Ar. Thesm. 576. – Dah. Jemandem Etwas verschaffen, vermitteln, [[ἐλπίς]], ἥτις καὶ [[θράσος]] τι προξενεῖ Soph. Trach. 723, vgl. O. R. 1483, Schol. αἴτιον [[γενέσθαι]]; auch ὡς νῦν [[πᾶν]] τελοῦντι προξένει, Soph. O. C. 466, gewähre; [[ἡμεῖς]] ἄλλα προξενήσομεν, Eur. Ion 335; ἄνδρα προὐξένησε τῷ υἱεῖ διδάσκαλον μουσικῆς, Plat. Lach. 180 e; Xen. sagt An. 6, 3, 14 ἴστε με οὐδένα πω κίνδυνον προξενήσαντα ὑμῖν ἐθελούσιον; vgl. Apol. 7 u. Ael. V. H. 13, 33, ἡ [[τύχη]] προὐξένησεν αὐτῇ οὐ τῆς γνώμης, ἀλλὰ τοῦ κάλλους ἄξια. – Empfehlen, οἷον ἄνθρωπον προὐξένησεν ἡμῖν, Dem. 37, 11, u. öfter; προξενεῖν τινί τινα, Einem ein Mädchen zur Frau verschaffen, Long. 3, 26; Himer. or. 1, 11. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προξενέω''': παρατ. προὐξένουν· μέλλ. προξενήσω· πρκμ. προὐξένηκα. Εἶμαι πρόξενός τινος (ὃ ἴδε), διὰ τὸ προξενεῖν ὑμῶν, [[διότι]] εἶμαι [[πρόξενος]] ὑμῶν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 24, πρβλ. Δημ. 194. 18, κτλ.· πρ. τῶν πρέσβεων, ἐνεργῶ ὡς [[πρόξενος]], ἐπὶ τῶν ἀπεσταλμένων ἢ ἀντιπροσώπων φιλικῆς πόλεως, ὁ αὐτ. 259. 25· ― [[καθόλου]], εἶμαι ὁ προστάτης τινός, Εὐρ. Μήδ. 724, Ἀριστοφ. Θεσμ. 576. ΙΙ. ἐκ τῶν καθηκόντων τοῦ προξένου (σημασ. ΙΙ), 1) [[πράττω]], ἐκτελῶ τι [[ὑπὲρ]] ἑτέρου, λέγοις ἄν· [[ἡμεῖς]] [[τἆλλα]] προξενήσομεν Εὐρ. Ἴων 355· πρ. [[θράσος]], ὡς καὶ νῦν, Σοφ. Τρ. 726· πρ. τιμήν, εὐδαιμονίαν τινὶ Πλουτ. Καῖσ. 60, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 10· φιλίαν Πλουτ. Σόλ. 2· πρ. τινι κρέα, [[παρέχω]] εἴς τινα κρέατα, ὁ αὐτ. 2. 959Ε· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, πρ. κίνδυνόν τινι, προξενῶ εἴς τινα κίνδυνον, Ξεν. Ἀν. 6. 5, 14, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13. 32· πρ. ὀνείδη, ἀνάγκας, [[πένθος]], θάνατόν τινι Πλουτ. Ἀλέξ. 22, Ἀριστείδ. 1. 488, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]], [[μετὰ]] δοτ. καὶ ἀπαρ., αἳ (δηλ. αἱ χεῖρες) τοῦ φυτουργοῦ Πατρὸς ὑμὶν ὧδ’ ὁρᾶν τὰ [[πρόσθε]] λαμπρὰ προὐξένησαν ὄμματα, δηλ. αἳ προὐξένησαν ὑμὶν τὰ [[πρόσθε]] λαμπρὰ τοῦ φυτ. πατρὸς ὄμματα ὧδε ὁρᾶν, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «προὐξένησαν, εἰργάσαντο, αἴτιοι ἐγένοντο», Σοφ. Ο. Τ. 1483· προξενῶ τινι καταλῦσαι βίον, [[ἐπιτρέπω]], [[κάμνω]] τὴν [[χάριν]], εἴς τινα νὰ ἀποθάνῃ, Ξεν. Ἀπολ. 7· ― [[ὡσαύτως]], ὥς νυν πᾶν τελοῦντι προξένει, πάρεχέ μοι χρησίμους ὁδηγίας, καὶ ἐγὼ προθύμως θὰ ἐκτελέσω τὰ πάντα, Σοφ. Ο. Κ. 405. 2) συνίστημί τινά τινι, συνήθως πρὸς ἐργασίαν, μὴ τοὺς πονηρούς, ὦ πονήρα, προξένει Εὔπολις ἐν Ἀδήλοις 26· ἐμεμφόμην αὐτῷ λέγων [[οἷον]] ἄνθρωπον προὐξένησέ μοι Δημ. 969. 18, πρβλ. 1250. 20· πρ. τινα διδάσκαλον, φοιτητήν, [[συνίστημι]] ὡς διδάσκαλον, ὡς μαθητήν, Πλάτ. Λάχ. 180C, Ἀλκ. 1. 109D· πρ. κόρην τινὶ Λόγγος 3, 36, Ἱμερ. Λόγ. 1. 11. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:25, 5 August 2017
English (LSJ)
impf. προὐξένουν (but
A ἐπροξένει E.Fr.1104, Ar.Fr. 775): fut. προξενήσω: pf. προὐξένηκα:—to be any one's πρόξενος (q. v.), διὰ τὸ προξενεῖν ὑμῶν because he is your πρόξενος, X.HG6.4.24, cf. D.15.15, etc.; π. τῶν πρέσβεων act as π. of the envoys of a friendly state, Id.18.82. 2 generally, to be one's protector, patron, E.Med.724, Ar.Th.576. II from the duties of a πρόξενος (signf. 11), 1 manage or effect anything for another, τἄλλα E.Ion 335; θράσος π. lend daring, S.Tr.726; π. τιμήν, εὐδαιμονίαν τινί, procure it for him, Plu.Caes.60, Luc.Vit.Auct.10; φιλίας βασιλέων Plu.Sol.2; ὄψις π. ἡδονήν Aristid.Or.53(55).4; γυναῖκας ἐπιπόνους, ἄνδρας συστατικούς, Procl.Par.Ptol.255,256; οὐδεμίαν ὠφέλειαν Gal.6.830: in bad sense, π. κίνδυνόν τινι put danger upon one, X.An.6.5.14, cf. Ael.VH13.33; π. ὀνείδη, ἀνάγκας τινί, Plu. Alex.22, Aristid.1.488 J.: c. dat. et inf., ὑμῖν ὧδ' ὁρᾶν τὰ πρόσθε λαμπρὰ προὐξένησαν ὄμματα have granted to you to see thus my once bright eyes, S.OT1483; π. τινὶ τὸ καταλῦσαι βίον grant one to die, X.Ap.7; π. τινί guide one, give him directions, S.OC465. 2 introduce, recommend one person to another, commonly for purposes of business, μὴ πονηρούς, ὦ πονήρα, προξένει Eup.321; λέγων οἷον ἄνθρωπον προὐξένησέ μοι D.37.11, cf. 53.13; σὺ προξένησον introduce me (to the oracle), E.Hel.146; π. τινὰ διδάσκαλον, φοιτητήν, introduce him as teacher, as pupil, Pl.La.180c, Alc.1.109d; π. κόρην τινί Longus 3.36, cf. Him.Or.1.11; also π. βωμόν Lib.Ep.739.1. III = μαρτυρέω, give evidence, Hsch.; π. ἐπὶ κακῷ IG92(1).138.9 (Calydon, iv B. C.); αἰ ψευδέα προξενέοι ib.9(1).333.8 (Locr., v B. C.).
German (Pape)
[Seite 736] Jemandes πρόξενος od. Gastfreund von Staatswegen sein, τινός; Xen. Hell. 6, 4, 24; οὔτε γὰρ προξενῶ τῶν ἀνδρῶν, οὔτ' ἰδίᾳ ξένος αὐτῶν οὐδείς ἐστί μοι, Dem. 15, 15. Dah. = einem Fremden als πρόξενος beistehen, ihn vertreten, vertheidigen u. übh. Jemandes Gönner sein, sich seiner annehmen, πειράσομαί σου προξενεῖν, Eur. Med. 724; Ar. Thesm. 576. – Dah. Jemandem Etwas verschaffen, vermitteln, ἐλπίς, ἥτις καὶ θράσος τι προξενεῖ Soph. Trach. 723, vgl. O. R. 1483, Schol. αἴτιον γενέσθαι; auch ὡς νῦν πᾶν τελοῦντι προξένει, Soph. O. C. 466, gewähre; ἡμεῖς ἄλλα προξενήσομεν, Eur. Ion 335; ἄνδρα προὐξένησε τῷ υἱεῖ διδάσκαλον μουσικῆς, Plat. Lach. 180 e; Xen. sagt An. 6, 3, 14 ἴστε με οὐδένα πω κίνδυνον προξενήσαντα ὑμῖν ἐθελούσιον; vgl. Apol. 7 u. Ael. V. H. 13, 33, ἡ τύχη προὐξένησεν αὐτῇ οὐ τῆς γνώμης, ἀλλὰ τοῦ κάλλους ἄξια. – Empfehlen, οἷον ἄνθρωπον προὐξένησεν ἡμῖν, Dem. 37, 11, u. öfter; προξενεῖν τινί τινα, Einem ein Mädchen zur Frau verschaffen, Long. 3, 26; Himer. or. 1, 11.
Greek (Liddell-Scott)
προξενέω: παρατ. προὐξένουν· μέλλ. προξενήσω· πρκμ. προὐξένηκα. Εἶμαι πρόξενός τινος (ὃ ἴδε), διὰ τὸ προξενεῖν ὑμῶν, διότι εἶμαι πρόξενος ὑμῶν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 24, πρβλ. Δημ. 194. 18, κτλ.· πρ. τῶν πρέσβεων, ἐνεργῶ ὡς πρόξενος, ἐπὶ τῶν ἀπεσταλμένων ἢ ἀντιπροσώπων φιλικῆς πόλεως, ὁ αὐτ. 259. 25· ― καθόλου, εἶμαι ὁ προστάτης τινός, Εὐρ. Μήδ. 724, Ἀριστοφ. Θεσμ. 576. ΙΙ. ἐκ τῶν καθηκόντων τοῦ προξένου (σημασ. ΙΙ), 1) πράττω, ἐκτελῶ τι ὑπὲρ ἑτέρου, λέγοις ἄν· ἡμεῖς τἆλλα προξενήσομεν Εὐρ. Ἴων 355· πρ. θράσος, ὡς καὶ νῦν, Σοφ. Τρ. 726· πρ. τιμήν, εὐδαιμονίαν τινὶ Πλουτ. Καῖσ. 60, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 10· φιλίαν Πλουτ. Σόλ. 2· πρ. τινι κρέα, παρέχω εἴς τινα κρέατα, ὁ αὐτ. 2. 959Ε· ― ὡσαύτως ἐπὶ κακῆς σημασίας, πρ. κίνδυνόν τινι, προξενῶ εἴς τινα κίνδυνον, Ξεν. Ἀν. 6. 5, 14, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13. 32· πρ. ὀνείδη, ἀνάγκας, πένθος, θάνατόν τινι Πλουτ. Ἀλέξ. 22, Ἀριστείδ. 1. 488, κτλ.· ― ὡσαύτως, μετὰ δοτ. καὶ ἀπαρ., αἳ (δηλ. αἱ χεῖρες) τοῦ φυτουργοῦ Πατρὸς ὑμὶν ὧδ’ ὁρᾶν τὰ πρόσθε λαμπρὰ προὐξένησαν ὄμματα, δηλ. αἳ προὐξένησαν ὑμὶν τὰ πρόσθε λαμπρὰ τοῦ φυτ. πατρὸς ὄμματα ὧδε ὁρᾶν, ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «προὐξένησαν, εἰργάσαντο, αἴτιοι ἐγένοντο», Σοφ. Ο. Τ. 1483· προξενῶ τινι καταλῦσαι βίον, ἐπιτρέπω, κάμνω τὴν χάριν, εἴς τινα νὰ ἀποθάνῃ, Ξεν. Ἀπολ. 7· ― ὡσαύτως, ὥς νυν πᾶν τελοῦντι προξένει, πάρεχέ μοι χρησίμους ὁδηγίας, καὶ ἐγὼ προθύμως θὰ ἐκτελέσω τὰ πάντα, Σοφ. Ο. Κ. 405. 2) συνίστημί τινά τινι, συνήθως πρὸς ἐργασίαν, μὴ τοὺς πονηρούς, ὦ πονήρα, προξένει Εὔπολις ἐν Ἀδήλοις 26· ἐμεμφόμην αὐτῷ λέγων οἷον ἄνθρωπον προὐξένησέ μοι Δημ. 969. 18, πρβλ. 1250. 20· πρ. τινα διδάσκαλον, φοιτητήν, συνίστημι ὡς διδάσκαλον, ὡς μαθητήν, Πλάτ. Λάχ. 180C, Ἀλκ. 1. 109D· πρ. κόρην τινὶ Λόγγος 3, 36, Ἱμερ. Λόγ. 1. 11.