θεόσεπτος: Difference between revisions

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεόσεπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο σέβεται, τον τιμά [[κάποιος]] ως θεό<br /><b>2.</b> [[άγιος]], όσιος<br /><b>3.</b> [[ευσεβής]], [[θεοσεβής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σεπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σέβομαι]]), [[πρβλ]]. <i>πάν</i>-<i>σεπτος</i>, [[περί]]-<i>σεπτος</i>].
|mltxt=[[θεόσεπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο σέβεται, τον τιμά [[κάποιος]] ως θεό<br /><b>2.</b> [[άγιος]], όσιος<br /><b>3.</b> [[ευσεβής]], [[θεοσεβής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σεπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σέβομαι]]), [[πρβλ]]. [[πάνσεπτος]], [[περίσεπτος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 17:55, 11 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόσεπτος Medium diacritics: θεόσεπτος Low diacritics: θεόσεπτος Capitals: ΘΕΟΣΕΠΤΟΣ
Transliteration A: theóseptos Transliteration B: theoseptos Transliteration C: theoseptos Beta Code: qeo/septos

English (LSJ)

θεόσεπτον,
A feared as divine, βροντή Ar.Nu.292; holy, Orac. ap. Jul.Ep.89b.
II Act., = θεοσεβής, Man.4.427.

German (Pape)

[Seite 1198] wie ein Gott zu verehren, Ar. Nubb. 292; – Gott verehrend, Man. 4, 427.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qu'il faut honorer comme un dieu;
2 qui honore la divinité.
Étymologie: θεός, σέβω.

Russian (Dvoretsky)

θεόσεπτος: внушающий благоговейный страх, т. е. божественный (βροντή Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

θεόσεπτος: -ον, ὃν σέβεται, τιμᾷ τις ὡς θεόν, ὡς θεῖον, βροντὴ Ἀριστοφ. Νεφ. 292. ΙΙ. ἐνεργ.= θεοσεβής, Μανέθων 4. 427.

Greek Monolingual

θεόσεπτος, -ον (Α)
1. αυτός τον οποίο σέβεται, τον τιμά κάποιος ως θεό
2. άγιος, όσιος
3. ευσεβής, θεοσεβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -σεπτος (< σέβομαι), πρβλ. πάνσεπτος, περίσεπτος].

Greek Monotonic

θεόσεπτος: -ον, αυτός που απολαμβάνει σεβασμό σαν θεός, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

θεό-σεπτος, ον
feared as divine, Ar.