κρατύνω: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρᾰτύνω''': Ἐπικ. καρτ-· ([[κράτος]], [[κρατύς]])· [[ἐνισχύω]], κρατ. τὰς Συρηκούσας Ἡρόδ. 7. 156· τὴν πόλιν Θουκ. 1. 69· τείχη ὁ αὐτ. 3. 18· κρ. ἑαυτὸν δορυφόροισιν Ἡρόδ. 1. 98· κρ. ἑαυτὸν ἐν τυραννίδι [[αὐτόθι]] 100· ― ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον [[μέσον]] ἐκαρτύναντο φάλαγγας, ἐνίσχυσαν τὰς ἑαυτῶν τάξεις, Ἰλ. Λ. 215., Μ. 415· οὕτω, κρατύνεσθαι ταὴν Ἄντανδρον Θουκ. 4. 52, πρβλ. 114· σπείραισιν ἐκαρτύναντο βοείαις χεῖρας Θεόκρ. 22. 80· ἐκαρτ. [[μέλαθρον]] Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1078· οἵ μιν... ἐκαρτ. κεραυνῷ [[αὐτόθι]] Λ. 510· καρτ. τὴν αἰσυμνητείην Θρασύβ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 100. ― Παθ., ἐνισχύομαι, [[γίνομαι]] [[ἰσχυρός]], ἔσχε τὴν βασιληΐην καὶ ἐκρατύνθη Ἡρόδ. 1. 13· τείχεσιν ἐκεκράτυντο Δίων Κ. 40. 36, πρβλ. Διον. Ἁλ. 3. 72. 2) [[σκληρύνω]], ἀντίθ. τῷ [[ἁπαλύνω]], τοὺς πόδας Ξεν. Λακ. 2, 3. ― Παθ., ὀστέα κρατύνεται Ἱππ. 756Ε. ΙΙ. = [[κρατέω]], κυβερνῶ, διοικῶ, [[μετὰ]] γεν., Σοφ. Ο. Τ. 14, Εὐρ. Βάκχ. 660· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., [[ἄκρα]] κρατύνων Ἐμπεδ. 361· πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 930, Ἰκέτ. 699· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[κράτος]] κρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1471· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 150, 404, Σοφ., κτλ. 2) [[γίνομαι]] [[κύριος]], κάτοχός τινος, τῶν ὅπλων Σοφ. Φιλ. 366, πρβλ. 1059, 1161· μετ’ αἰτ., βασιληίδα τιμὰν κρ., ἔχω, ἀσκῶ, Εὐρ. Ἱππ. 1282, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 372. ΙΙΙ. καρτύνειν βέλεα, χειρίζεσθαι ἢ ῥίπτειν αὐτὰ μετ’ ἰσχύος, Πινδ. Ο. 13. 135· κ. ἐνὶ χερσὶν ἐρετμὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 332. IV. μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἀποδεικνύω ἀναντιρρήτως ὅτι..., Διογ. Λ. 7. 83. | |lstext='''κρᾰτύνω''': Ἐπικ. καρτ-· ([[κράτος]], [[κρατύς]])· [[ἐνισχύω]], κρατ. τὰς Συρηκούσας Ἡρόδ. 7. 156· τὴν πόλιν Θουκ. 1. 69· τείχη ὁ αὐτ. 3. 18· κρ. ἑαυτὸν δορυφόροισιν Ἡρόδ. 1. 98· κρ. ἑαυτὸν ἐν τυραννίδι [[αὐτόθι]] 100· ― ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον [[μέσον]] ἐκαρτύναντο φάλαγγας, ἐνίσχυσαν τὰς ἑαυτῶν τάξεις, Ἰλ. Λ. 215., Μ. 415· οὕτω, κρατύνεσθαι ταὴν Ἄντανδρον Θουκ. 4. 52, πρβλ. 114· σπείραισιν ἐκαρτύναντο βοείαις χεῖρας Θεόκρ. 22. 80· ἐκαρτ. [[μέλαθρον]] Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1078· οἵ μιν... ἐκαρτ. κεραυνῷ [[αὐτόθι]] Λ. 510· καρτ. τὴν αἰσυμνητείην Θρασύβ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 100. ― Παθ., ἐνισχύομαι, [[γίνομαι]] [[ἰσχυρός]], ἔσχε τὴν βασιληΐην καὶ ἐκρατύνθη Ἡρόδ. 1. 13· τείχεσιν ἐκεκράτυντο Δίων Κ. 40. 36, πρβλ. Διον. Ἁλ. 3. 72. 2) [[σκληρύνω]], ἀντίθ. τῷ [[ἁπαλύνω]], τοὺς πόδας Ξεν. Λακ. 2, 3. ― Παθ., ὀστέα κρατύνεται Ἱππ. 756Ε. ΙΙ. = [[κρατέω]], κυβερνῶ, διοικῶ, [[μετὰ]] γεν., Σοφ. Ο. Τ. 14, Εὐρ. Βάκχ. 660· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., [[ἄκρα]] κρατύνων Ἐμπεδ. 361· πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 930, Ἰκέτ. 699· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[κράτος]] κρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1471· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 150, 404, Σοφ., κτλ. 2) [[γίνομαι]] [[κύριος]], κάτοχός τινος, τῶν ὅπλων Σοφ. Φιλ. 366, πρβλ. 1059, 1161· μετ’ αἰτ., βασιληίδα τιμὰν κρ., ἔχω, ἀσκῶ, Εὐρ. Ἱππ. 1282, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 372. ΙΙΙ. καρτύνειν βέλεα, χειρίζεσθαι ἢ ῥίπτειν αὐτὰ μετ’ ἰσχύος, Πινδ. Ο. 13. 135· κ. ἐνὶ χερσὶν ἐρετμὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 332. IV. μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἀποδεικνύω ἀναντιρρήτως ὅτι..., Διογ. Λ. 7. 83. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> affermir : τοὺς πόδας XÉN les pieds ; <i>fig.</i> κρ. ἑαυτὸν [[ἐν]] [[τῇ]] τυραννίδι HDT s’affermir dans le pouvoir absolu;<br /><b>2</b> fortifier : πόλιν HDT une ville ; τείχη THC des remparts;<br /><b>3</b> se rendre maître de ; posséder, gén. <i>ou</i> acc.;<br /><b>4</b> gouverner, diriger, acc. <i>ou</i> gén.;<br /><i><b>Moy.</b></i> κρατύνομαι;<br /><b>1</b> fortifier pour soi : φάλαγγας IL ses rangs ; τὴν Ἄντανδρον THC Antandros;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> affermir, confirmer : πίστεις THC leurs témoignages de fidélité.<br />'''Étymologie:''' [[κράτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
Ep. καρτ-, (κράτος, κρατύς)
A strengthen, κ. τὰς Συρηκούσας Hdt.7.156; τὴν πόλιν Th.1.69; τείχη Id.3.18; κ. τινὰ δορυφόροισι Hdt.1.98; κ. ἑωυτὸν τῇ τυραννίδι ib.100:—also in Med. (so only in Hom.), ἐκαρτύναντο φάλαγγας they strengthened their ranks, Il.11.215, 12.415; κρατυνάμενοι [τὴν Ἄντανδρον] Th.4.52, cf.114; τὴν προβολήν Plu.Aem.20; πίστεις κ. confirm their pledges, Th.3.82; σπείραισιν ἐκαρτύναντο βοείαις χεῖρας Theoc.22.80; ἐκαρτ. μέλαθρον A.R.2.1087; οἵ μιν . . ἐκαρτ. κεραυνῷ Id.1.510; καρτ. τὴν αἰσυμνητείην Thrasyb. ap. D.L.1.100:—Pass., wax strong, ἔσχε τὴν βασιληΐην καὶ ἐκρατύνθη Hdt.1.13; τείχεσιν ἐκεκράτυντο D.C.40.36, cf. D.H.3.72; ἐν χρόνῳ κρατυνθὲν ἔθος LXX Wi.14.16. b confirm an impression, S.E. M.8.364 (Pass.); an agreement, PLond.1.113i51 (vi A. D.). 2 harden, opp. ἁπαλύνω, τοὺς πόδας ἀνυποδησίᾳ X.Lac.2.3, cf. Gal.4.748 (Pass.):—Pass., ὀστέα κρατύνεται consolidate, Hp.Fract.7. II rule, govern, c.gen., S.OT14, E.Ba.660: c.acc., ἄκρα κρατύνων Emp. 100.19, cf. 73.2, A.Pers.900 codd. (lyr.); πτόλιν Id.Supp.699 (lyr.): c. acc. cogn., κράτος κ. Id.Ag.1471 (lyr.): abs., Id.Pr.150 (lyr.), 404 (lyr.); τὰ πρῶτα μὲν δόρει κρατύνων, πρῶτα δ' οἰωνῶν ὁδοῖς S. OC1314. 2 c. gen., become master, get possession of, τῶν ὅπλων Id.Ph.366, cf. 1059,1161 (lyr.): c. acc., possess, λέκτρα Corinn. Supp.2.55; βασιληΐδα τιμὰν κ. hold, exercise, E.Hipp.1281 (lyr.), cf. A.Supp.372 (lyr.); τὴν πολιτικὴν ἀρετήν Him.Or.14.28. III καρτύνειν βέλεα ply, throw them stoutly, Pi.O.13.95; κ. ἐνὶ χερσὶν ἐρετμά A.R.2.332. IV c. acc. et inf., insist that... D.L.7.83, cf. Procl.Hyp.3.54.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰτύνω: Ἐπικ. καρτ-· (κράτος, κρατύς)· ἐνισχύω, κρατ. τὰς Συρηκούσας Ἡρόδ. 7. 156· τὴν πόλιν Θουκ. 1. 69· τείχη ὁ αὐτ. 3. 18· κρ. ἑαυτὸν δορυφόροισιν Ἡρόδ. 1. 98· κρ. ἑαυτὸν ἐν τυραννίδι αὐτόθι 100· ― ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον μέσον ἐκαρτύναντο φάλαγγας, ἐνίσχυσαν τὰς ἑαυτῶν τάξεις, Ἰλ. Λ. 215., Μ. 415· οὕτω, κρατύνεσθαι ταὴν Ἄντανδρον Θουκ. 4. 52, πρβλ. 114· σπείραισιν ἐκαρτύναντο βοείαις χεῖρας Θεόκρ. 22. 80· ἐκαρτ. μέλαθρον Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1078· οἵ μιν... ἐκαρτ. κεραυνῷ αὐτόθι Λ. 510· καρτ. τὴν αἰσυμνητείην Θρασύβ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 100. ― Παθ., ἐνισχύομαι, γίνομαι ἰσχυρός, ἔσχε τὴν βασιληΐην καὶ ἐκρατύνθη Ἡρόδ. 1. 13· τείχεσιν ἐκεκράτυντο Δίων Κ. 40. 36, πρβλ. Διον. Ἁλ. 3. 72. 2) σκληρύνω, ἀντίθ. τῷ ἁπαλύνω, τοὺς πόδας Ξεν. Λακ. 2, 3. ― Παθ., ὀστέα κρατύνεται Ἱππ. 756Ε. ΙΙ. = κρατέω, κυβερνῶ, διοικῶ, μετὰ γεν., Σοφ. Ο. Τ. 14, Εὐρ. Βάκχ. 660· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., ἄκρα κρατύνων Ἐμπεδ. 361· πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 930, Ἰκέτ. 699· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κράτος κρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1471· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 150, 404, Σοφ., κτλ. 2) γίνομαι κύριος, κάτοχός τινος, τῶν ὅπλων Σοφ. Φιλ. 366, πρβλ. 1059, 1161· μετ’ αἰτ., βασιληίδα τιμὰν κρ., ἔχω, ἀσκῶ, Εὐρ. Ἱππ. 1282, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 372. ΙΙΙ. καρτύνειν βέλεα, χειρίζεσθαι ἢ ῥίπτειν αὐτὰ μετ’ ἰσχύος, Πινδ. Ο. 13. 135· κ. ἐνὶ χερσὶν ἐρετμὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 332. IV. μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἀποδεικνύω ἀναντιρρήτως ὅτι..., Διογ. Λ. 7. 83.
French (Bailly abrégé)
1 affermir : τοὺς πόδας XÉN les pieds ; fig. κρ. ἑαυτὸν ἐν τῇ τυραννίδι HDT s’affermir dans le pouvoir absolu;
2 fortifier : πόλιν HDT une ville ; τείχη THC des remparts;
3 se rendre maître de ; posséder, gén. ou acc.;
4 gouverner, diriger, acc. ou gén.;
Moy. κρατύνομαι;
1 fortifier pour soi : φάλαγγας IL ses rangs ; τὴν Ἄντανδρον THC Antandros;
2 fig. affermir, confirmer : πίστεις THC leurs témoignages de fidélité.
Étymologie: κράτος.