ὑποκονίω: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(6_13a) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποκονίω''': μέλλ. -ίσω [ῑ], [[καλύπτω]] διὰ κόνεως ἢ χώματος, [[μάλιστα]] σκάπτων [[πέριξ]] τῶν ριζῶν, Λατιν. pulverare, ἀλλαχοῦ [[ὑποσκάπτω]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 5. ΙΙ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐπὶ παλαιστῶν, [[τρίβω]] τὰς παλάμας τῶν χειρῶν μου ἐπὶ τῆς κόνεως τοῦ ἐδάφους, σκονίζω αὐτὰς ἵνα μὴ διαφεύγῃ εὐκόλως ἀπὸ τῶν χειρῶν μου ὁ ἀντίπαλός μου, ([[διότι]] τὰ σώματα τῶν παλαιόντων ἦσαν λιπαρὰ ἐκ τοῦ ἐλαίου δι’ οὗ ἠλείφοντο πρὸ τοῦ ἀγῶνος καὶ [[ἑπομένως]] ὀλισθηρά), οὐδ’ ὑποκονίεται, τὴν λαβὴν εὔτονον ποιῶν καὶ ἄφυκτον Πλούτ. 2. 614D˙Ϗ τὼ χεῖρε ὑποκονίεται Κωμικ. Ἀνώνυμ. ἐν Meineke 5. 1, σ. ccctix. | |lstext='''ὑποκονίω''': μέλλ. -ίσω [ῑ], [[καλύπτω]] διὰ κόνεως ἢ χώματος, [[μάλιστα]] σκάπτων [[πέριξ]] τῶν ριζῶν, Λατιν. pulverare, ἀλλαχοῦ [[ὑποσκάπτω]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 5. ΙΙ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐπὶ παλαιστῶν, [[τρίβω]] τὰς παλάμας τῶν χειρῶν μου ἐπὶ τῆς κόνεως τοῦ ἐδάφους, σκονίζω αὐτὰς ἵνα μὴ διαφεύγῃ εὐκόλως ἀπὸ τῶν χειρῶν μου ὁ ἀντίπαλός μου, ([[διότι]] τὰ σώματα τῶν παλαιόντων ἦσαν λιπαρὰ ἐκ τοῦ ἐλαίου δι’ οὗ ἠλείφοντο πρὸ τοῦ ἀγῶνος καὶ [[ἑπομένως]] ὀλισθηρά), οὐδ’ ὑποκονίεται, τὴν λαβὴν εὔτονον ποιῶν καὶ ἄφυκτον Πλούτ. 2. 614D˙Ϗ τὼ χεῖρε ὑποκονίεται Κωμικ. Ἀνώνυμ. ἐν Meineke 5. 1, σ. ccctix. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (σχετικά με [[φυτό]] και, [[ιδίως]], [[αμπέλι]]) [[καλύπτω]] με [[σκόνη]] ή με [[χώμα]] («τρέφειν δὲ δοκεῑ καὶ ὁ κονιορτὸς ἔνια, καὶ θαλλεῑν ποιεῑν [[οἷον]] τὸν βότρυν<br />διὸ καὶ ὑποκονίουσι [[πολλάκις]], οἱ δὲ καὶ τὰς συκᾱς ὑποσκάπτουσι», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑποκονίομαι</i><br />(για [[παλαιστή]] που προετοιμάζεται για αγώνα) [[τρίβω]] τις παλάμες τών χεριών μου [[πάνω]] στο [[έδαφος]] για να τίς καλύψω με [[σκόνη]] («οὐδ' ὑποκονίεται τὴν λαβὴν εὔτονον ποιῶν καὶ ἄφυκτον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κονίω]] «[[καλύπτω]] με [[σκόνη]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ],
A put dust to the roots, esp. by digging (cf. ὑποσκάπτω), Id.HP2.7.5. II Med., of wrestlers, sprinkle oneself with dust, in preparation for the contest, τὼ χεῖρε ὑποκονίεται Com.Adesp.401: metaph., Plu.2.614d.
German (Pape)
[Seite 1221] ein wenig bestäuben, bes. den Weinstock od. die Weintrauben beim Behacken bestäuben, pulverare, wie ὑποσκάπτω, Theophr. – Med. von den Ringern, sich mit dem Ringerstaube bestreuen, dah. sich zum Kampfe rüsten, Plut. Pomp. 53 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκονίω: μέλλ. -ίσω [ῑ], καλύπτω διὰ κόνεως ἢ χώματος, μάλιστα σκάπτων πέριξ τῶν ριζῶν, Λατιν. pulverare, ἀλλαχοῦ ὑποσκάπτω, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 5. ΙΙ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐπὶ παλαιστῶν, τρίβω τὰς παλάμας τῶν χειρῶν μου ἐπὶ τῆς κόνεως τοῦ ἐδάφους, σκονίζω αὐτὰς ἵνα μὴ διαφεύγῃ εὐκόλως ἀπὸ τῶν χειρῶν μου ὁ ἀντίπαλός μου, (διότι τὰ σώματα τῶν παλαιόντων ἦσαν λιπαρὰ ἐκ τοῦ ἐλαίου δι’ οὗ ἠλείφοντο πρὸ τοῦ ἀγῶνος καὶ ἑπομένως ὀλισθηρά), οὐδ’ ὑποκονίεται, τὴν λαβὴν εὔτονον ποιῶν καὶ ἄφυκτον Πλούτ. 2. 614D˙Ϗ τὼ χεῖρε ὑποκονίεται Κωμικ. Ἀνώνυμ. ἐν Meineke 5. 1, σ. ccctix.
Greek Monolingual
Α
1. (σχετικά με φυτό και, ιδίως, αμπέλι) καλύπτω με σκόνη ή με χώμα («τρέφειν δὲ δοκεῑ καὶ ὁ κονιορτὸς ἔνια, καὶ θαλλεῑν ποιεῑν οἷον τὸν βότρυν
διὸ καὶ ὑποκονίουσι πολλάκις, οἱ δὲ καὶ τὰς συκᾱς ὑποσκάπτουσι», Θεόφρ.)
2. μέσ. ὑποκονίομαι
(για παλαιστή που προετοιμάζεται για αγώνα) τρίβω τις παλάμες τών χεριών μου πάνω στο έδαφος για να τίς καλύψω με σκόνη («οὐδ' ὑποκονίεται τὴν λαβὴν εὔτονον ποιῶν καὶ ἄφυκτον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κονίω «καλύπτω με σκόνη»].