ἀντέχω: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντέχω''': ἢ [[ἀντίσχω]]: μέλλ. ἀνθέξω: ἀόρ. ἀντέσχον: ― ἔχω τι πρό τινος, μετ’ αἰτ. καὶ γεν., ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρ’ ἀντέχοντα [[κρατός]], ἔχοντα τὴν χεῖρα πρὸ τοῦ προσώπου αὑτοῦ [[ὅπως]] σκεπάζῃ τοὺς ὀφθαλμούς του, Σοφ. Ο. Κ. 1651· [[μετὰ]] δοτ., ὄμμασι δ’ ἀντίσχοις τάνδ’ αἴγλαν ἃ τέταται [[τανῦν]], [[εἴθε]] δὲ νὰ φυλάττῃς πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν [[αὐτοῦ]] τοῦτο τὸ φῶς, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] νῦν τεταμένον πρὸ αὐτῶν ([[ἐπειδὴ]] δύσκολον [[εἶναι]] νὰ σημαίνῃ: νὰ φυλλάττῃς τὸ φῶς «μακρὰν τῶν ὀφθαλμῶν του), ὁ αὐτ. Φ. 830· ἀντ. τοὺς χαλινοὺς Ἡρωδιαν. 5. 6. ΙΙ. [[μετὰ]] δοτ., ἀνθίσταμαι, μοῦνοι ἀντέσχον Ἁρπάγῳ Ἡρόδ. 1, 175, πρβλ. 8. 68· τοῖς δικαίοις Σοφ. Ἀποσπ. 99· ἀλλ’ ἀντεῖχε τῇ ταλαιπωρίᾳ Θουκ. 2. 49· [[πρός]] τινα αὐτ. 6. 22· [[πρός]] τι Ἡρωδιαν. 3. 6. ἐν τέλ., κτλ.: ― [[μετὰ]] αἰτ., [[ἀντέχω]], [[ὑπομένω]], ἀντέχομεν καμάτους Ἀνθ. Π. 9. 299· ἀλλὰ τὸ παρὰ Θουκ. 8. 63 ἀντ. τὰ τοῦ πολέμου [[μᾶλλον]] ἀνήκει εἰς τὴν ἀκόλουθον σημασίαν, [[ἐπιμένω]], [[ἐμμένω]] ὡς πρὸς τὸν πόλεμον, οὕτω, πολλὰ ἀντ. αὐτόθ. 86. 2) [[ἐπιμένω]], [[ἐμμένω]], δὲν ἐνδίδω, «βαστῶ»· ἡ Ἄζωτος... ἐπὶ πλεῖστον χρόνον πολιορκευμένη ἀντέσχε Ἡρόδ. 2. 157, πρβλ. 5. 115, Θουκ. 2. 70· [[μηκέτι]] ἀντέχωσι... τῷ πόνῳ διεσταμένοι Πλάτ. Τίμ. 81D· [[πολλάκις]] γιγνομένην ψυχὴν ἀντέχειν ὁ αὐτ. Φαίδων 88Α. 3) [[ἀντέχω]] ὡς καὶ νῦν, διατηρῶ τὴν θέσιν μου, δὲν ἐνδίδω, [[ὅμως]] μέντοι ἀντεῖχε καὶ οὐκ εἶκε Ἡρόδ. 8. 16, Αἰσχύλ. Πέρσ. 413, κτλ.· πῶς ποτε πῶς [[δύσμορος]] ἀντέχει; Σοφ. Φ. 175· [[νόσημα]] ἀντίσχει τὸν αἰῶνα πάντα Ἱππ. π. Ἀγμ. 759· ἔστ. ἂν αἰὼν... ἀντέχῃ Εὐρ. Ἄλκ. 337· βραχὺν χρόνον Δημ. 21. 1· ἀντ. ἐπὶ πολύ, ἐπὶ πλέον Θουκ. 1. 7, 65· ἀντ. ἐλπίσιν, ἐπ’ ἐλπίδι, Διόδ. 2. 26. Ἐν Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 16 ὑπάρχει ἀντ. [[περί]] τινος, ἐκτρόπως, ἀντ. μὴ ὑπακοῦσαι, ἀρνοῦμαι νά ..., Πλούτ. 2. 708Α. β) ἐπὶ τῶν ποταμῶν, οὓς ἐξήντλησεν ὁ Περσικὸς στρατὸς, [[ἀντέχω]], ἐπαρκῶ, Μέλανα ποταμόν, οὐκ ἀντισχόντα... τῇ στρατιῇ τὸ [[ῥέεθρον]], ἀλλ’ ἐπιλιπόντα, Ἡρόδ. 7. 58· Λίσσος ποταμὸς... οὐκ ἀντέσχε τὸ [[ὕδωρ]] παρέχων τῷ Ξέρξεω στρατῷ ὁ αὐτ. 7. 108· πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 413· [[οὕτως]], ἀντέχει ὁ [[σῖτος]] Θουκ. 1. 65. 4) ἐκτείνομαι, [[φθάνω]], ὅσον ἡ [[ἐπιστήμη]] ἀντ. ὁ αὐτ. 6. 69. ΙΙΙ. Μέσ., κρατῶ τι ἔμπροσθέν μου ἀντὶ ἀσπίδος [[χάριν]] προφυλάξεως, μετ’ αἰτ. καὶ γεν., ἀντίσχεσθε τραπέζας ἰῶν, προβάλεσθε τραπέζας δίκην ἀσπίδων κατὰ τῶν βελῶν, Ὀδ. Χ. 74. 2) [[μετὰ]] γεν. μόνον, πιάνω κἄτι τι καὶ κρατῶ αὐτὸ σφιγκτά, νομίζουσα [[αὐτοῦ]] ἐκείνου τῆς χειρὸς ἀντέχεσθαι Ἡρόδ. 2. 121, 5· πέπλων Εὐρ. Τρῳ. 745· πρβλ. Ἴωνα 1404· τῶν θυρῶν Ἀριστοφ. Λυσ. 161: ― μεταφ., οἱ μὲν τῶν ὄχθων ἀντείχοντο, δὲν ἀπεμακρύνοντο, ἐπορεύοντο πλησίον αὐτῶν, Ἡρόδ. 9. 56· ἀντ. Ἡρακλέους, προσκολλῶμαι εἰς τὸν Ἡρακλέα, δηλ. [[λατρεύω]] αὐτὸν πρὸ παντὸς ἄλλου, Πίνδ. Ν. 1. 50· ἀντ. τῆς ἀρετῆς, Λατ. adhaerere virtuti, Ἡρόδ. 1. 134· ἀντ. τοῦ πολέμου ὁ αὐτ. 7. 53· τοῦ κέρδους Σοφ. Ἀποσπ. 325· τῆς θαλάσσης Θουκ. 1. 13· σωτηρίας Λυσ. 914. 6· τῆς ἀληθείας Πλάτ. Φίλ. 58Ε, πρβλ. Πολ. 600D, καὶ ἀλλαχοῦ· τῶν παραδεδομένων μύθων Ἀριστ. Ποιητ. 9. 8· τῆς ἐλευθερίας Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 290.10 3) ἀπολ. καὐτὸς ἀντέχου Σοφ. Φ. 893· πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 1121, Πλάτ. Πολ. 574Β. 4) [[μετὰ]] διπλ. γεν. προσ. καὶ πράγμ., ἀνθέξεταί σου τῶν πατρῴων χρημάτων, «θὰ σοῦ πιασθῇ διὰ τὴν πατρικήν του περιουσίαν», θὰ τὴν διαμφισβητήσῃ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1658. 5) ἀνθίσταμαι, Πλάτ. Πολ. 574Β, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 3,1· φονεῦσαι τοὺς ἀντεχομένους Διόδ. 4. 49.
|lstext='''ἀντέχω''': ἢ [[ἀντίσχω]]: μέλλ. ἀνθέξω: ἀόρ. ἀντέσχον: ― ἔχω τι πρό τινος, μετ’ αἰτ. καὶ γεν., ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρ’ ἀντέχοντα [[κρατός]], ἔχοντα τὴν χεῖρα πρὸ τοῦ προσώπου αὑτοῦ [[ὅπως]] σκεπάζῃ τοὺς ὀφθαλμούς του, Σοφ. Ο. Κ. 1651· [[μετὰ]] δοτ., ὄμμασι δ’ ἀντίσχοις τάνδ’ αἴγλαν ἃ τέταται [[τανῦν]], [[εἴθε]] δὲ νὰ φυλάττῃς πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν [[αὐτοῦ]] τοῦτο τὸ φῶς, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] νῦν τεταμένον πρὸ αὐτῶν ([[ἐπειδὴ]] δύσκολον [[εἶναι]] νὰ σημαίνῃ: νὰ φυλλάττῃς τὸ φῶς «μακρὰν τῶν ὀφθαλμῶν του), ὁ αὐτ. Φ. 830· ἀντ. τοὺς χαλινοὺς Ἡρωδιαν. 5. 6. ΙΙ. [[μετὰ]] δοτ., ἀνθίσταμαι, μοῦνοι ἀντέσχον Ἁρπάγῳ Ἡρόδ. 1, 175, πρβλ. 8. 68· τοῖς δικαίοις Σοφ. Ἀποσπ. 99· ἀλλ’ ἀντεῖχε τῇ ταλαιπωρίᾳ Θουκ. 2. 49· [[πρός]] τινα αὐτ. 6. 22· [[πρός]] τι Ἡρωδιαν. 3. 6. ἐν τέλ., κτλ.: ― [[μετὰ]] αἰτ., [[ἀντέχω]], [[ὑπομένω]], ἀντέχομεν καμάτους Ἀνθ. Π. 9. 299· ἀλλὰ τὸ παρὰ Θουκ. 8. 63 ἀντ. τὰ τοῦ πολέμου [[μᾶλλον]] ἀνήκει εἰς τὴν ἀκόλουθον σημασίαν, [[ἐπιμένω]], [[ἐμμένω]] ὡς πρὸς τὸν πόλεμον, οὕτω, πολλὰ ἀντ. αὐτόθ. 86. 2) [[ἐπιμένω]], [[ἐμμένω]], δὲν ἐνδίδω, «βαστῶ»· ἡ Ἄζωτος... ἐπὶ πλεῖστον χρόνον πολιορκευμένη ἀντέσχε Ἡρόδ. 2. 157, πρβλ. 5. 115, Θουκ. 2. 70· [[μηκέτι]] ἀντέχωσι... τῷ πόνῳ διεσταμένοι Πλάτ. Τίμ. 81D· [[πολλάκις]] γιγνομένην ψυχὴν ἀντέχειν ὁ αὐτ. Φαίδων 88Α. 3) [[ἀντέχω]] ὡς καὶ νῦν, διατηρῶ τὴν θέσιν μου, δὲν ἐνδίδω, [[ὅμως]] μέντοι ἀντεῖχε καὶ οὐκ εἶκε Ἡρόδ. 8. 16, Αἰσχύλ. Πέρσ. 413, κτλ.· πῶς ποτε πῶς [[δύσμορος]] ἀντέχει; Σοφ. Φ. 175· [[νόσημα]] ἀντίσχει τὸν αἰῶνα πάντα Ἱππ. π. Ἀγμ. 759· ἔστ. ἂν αἰὼν... ἀντέχῃ Εὐρ. Ἄλκ. 337· βραχὺν χρόνον Δημ. 21. 1· ἀντ. ἐπὶ πολύ, ἐπὶ πλέον Θουκ. 1. 7, 65· ἀντ. ἐλπίσιν, ἐπ’ ἐλπίδι, Διόδ. 2. 26. Ἐν Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 16 ὑπάρχει ἀντ. [[περί]] τινος, ἐκτρόπως, ἀντ. μὴ ὑπακοῦσαι, ἀρνοῦμαι νά ..., Πλούτ. 2. 708Α. β) ἐπὶ τῶν ποταμῶν, οὓς ἐξήντλησεν ὁ Περσικὸς στρατὸς, [[ἀντέχω]], ἐπαρκῶ, Μέλανα ποταμόν, οὐκ ἀντισχόντα... τῇ στρατιῇ τὸ [[ῥέεθρον]], ἀλλ’ ἐπιλιπόντα, Ἡρόδ. 7. 58· Λίσσος ποταμὸς... οὐκ ἀντέσχε τὸ [[ὕδωρ]] παρέχων τῷ Ξέρξεω στρατῷ ὁ αὐτ. 7. 108· πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 413· [[οὕτως]], ἀντέχει ὁ [[σῖτος]] Θουκ. 1. 65. 4) ἐκτείνομαι, [[φθάνω]], ὅσον ἡ [[ἐπιστήμη]] ἀντ. ὁ αὐτ. 6. 69. ΙΙΙ. Μέσ., κρατῶ τι ἔμπροσθέν μου ἀντὶ ἀσπίδος [[χάριν]] προφυλάξεως, μετ’ αἰτ. καὶ γεν., ἀντίσχεσθε τραπέζας ἰῶν, προβάλεσθε τραπέζας δίκην ἀσπίδων κατὰ τῶν βελῶν, Ὀδ. Χ. 74. 2) [[μετὰ]] γεν. μόνον, πιάνω κἄτι τι καὶ κρατῶ αὐτὸ σφιγκτά, νομίζουσα [[αὐτοῦ]] ἐκείνου τῆς χειρὸς ἀντέχεσθαι Ἡρόδ. 2. 121, 5· πέπλων Εὐρ. Τρῳ. 745· πρβλ. Ἴωνα 1404· τῶν θυρῶν Ἀριστοφ. Λυσ. 161: ― μεταφ., οἱ μὲν τῶν ὄχθων ἀντείχοντο, δὲν ἀπεμακρύνοντο, ἐπορεύοντο πλησίον αὐτῶν, Ἡρόδ. 9. 56· ἀντ. Ἡρακλέους, προσκολλῶμαι εἰς τὸν Ἡρακλέα, δηλ. [[λατρεύω]] αὐτὸν πρὸ παντὸς ἄλλου, Πίνδ. Ν. 1. 50· ἀντ. τῆς ἀρετῆς, Λατ. adhaerere virtuti, Ἡρόδ. 1. 134· ἀντ. τοῦ πολέμου ὁ αὐτ. 7. 53· τοῦ κέρδους Σοφ. Ἀποσπ. 325· τῆς θαλάσσης Θουκ. 1. 13· σωτηρίας Λυσ. 914. 6· τῆς ἀληθείας Πλάτ. Φίλ. 58Ε, πρβλ. Πολ. 600D, καὶ ἀλλαχοῦ· τῶν παραδεδομένων μύθων Ἀριστ. Ποιητ. 9. 8· τῆς ἐλευθερίας Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 290.10 3) ἀπολ. καὐτὸς ἀντέχου Σοφ. Φ. 893· πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 1121, Πλάτ. Πολ. 574Β. 4) [[μετὰ]] διπλ. γεν. προσ. καὶ πράγμ., ἀνθέξεταί σου τῶν πατρῴων χρημάτων, «θὰ σοῦ πιασθῇ διὰ τὴν πατρικήν του περιουσίαν», θὰ τὴν διαμφισβητήσῃ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1658. 5) ἀνθίσταμαι, Πλάτ. Πολ. 574Β, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 3,1· φονεῦσαι τοὺς ἀντεχομένους Διόδ. 4. 49.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[ἀνθέξω]], <i>ao.2</i> ἀντέσχον;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> tenir devant : χεῖρα [[κρατός]] SOPH tenir sa main devant sa figure ; ὄμμασι δ’ ἀντίσχοις τάνδ’ αἴγλαν SOPH conserve sur ses traits ce doux éclat;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> tenir contre, résister, dat. <i>ou</i> [[πρός]] <i>et l’acc.</i> ; <i>abs.</i> tenir bon, résister;<br /><b>2</b> se maintenir, persister, durer : ὁ ποταμὸς [[οὐκ]] ἀντέσχε τὸ [[ὕδωρ]] παρέχων [[τῷ]] στρατῷ HDT le fleuve ne put suffire à fournir de l’eau à l’armée ; suffire à, permettre de, <i>abs.</i> [[ἐς]] [[ὅσον]] ἡ [[ἐπιστήμη]] ἀντέχοι THC tant que la science marchait de pair (avec la bonne volonté, le courage);<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀντέχομαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> tenir devant soi : τραπέζας ἀ. [[ἰῶν]] OD placer des tables devant soi pour se garantir des traits;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> s’attacher à : χειρός HDT à la main (de qqn) ; <i>p. anal.</i> [[τοῦ]] πολέμου HDT persister à faire la guerre ; ἀ. τῆς ἀρετῆς HDT s’attacher à la vertu ; τῆς θαλάσσης THC s’adonner à la mer;<br /><b>2</b> s’appuyer, se soutenir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἔχω]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντέχω Medium diacritics: ἀντέχω Low diacritics: αντέχω Capitals: ΑΝΤΕΧΩ
Transliteration A: antéchō Transliteration B: antechō Transliteration C: antecho Beta Code: a)nte/xw

English (LSJ)

or ἀντίσχω, fut. ἀνθέζω; part. ἀντισχήσων (in sense 11) Lib. Ep.33.2: aor. ἀντέσχον:—

   A hold against, c. acc. et gen., χεῖρ' ἀ. κρατός hold one's hand against one's head so as to shade the eyes, S.OC 1651: c. dat., ὄμμασι δ' ἀντίσχοις (-έχοις codd.) τάνδ' αἴγλαν may'st thou keep this sunlight upon his eyes, Id.Ph.830 (lyr.); τοὺς χαλινοὺς τῶν ἵππων Hdn.5.6.7.    II c. dat., hold out against, withstand, Ἀρπάγῳ Hdt.1.175, cf. 8.68.β; τοῖς δικαίοις S.Fr.78; τῇ ταλαιπωρίᾳ Th.2.49; πρός τινα Id.6.22; πρὸς τοὺς καμάτους Hdn.3.6.10, etc.: c. acc., endure, ἀντέχομεν καμάτους AP9.299 (Phil.); but in Th.8.63 ἀ. τὰ τοῦ πολέμου rather belongs to the next signf., hold out as regards the war; so πολλὰἀ. ib.86.    2 hold out, endure, c. part., ἡ Ἄζωτος . . ἐπὶ πλεῖστον χρόνον πολιορκουμένη ἀντέσχε Hdt.2.157, cf. 5.115, Th.2.70; μηκέτι ἀντέχωσι τῷ πόνῳ διϊστάμενοι Pl.Ti.81d; πολλάκις γιγνομένην ψυχὴν ἀντέχειν last through several states of existence, Id.Phd.88a.    3 abs., hold out, stand one's ground, Hdt.8.16, A. Pers.413, etc.; πῶς δύσμορος ἀντέχει; S.Ph.176 (lyr.); νόσημα ἀντίσχει τὸν αἰῶνα πάντα Hp.Fract.11; ἔστ' ἂν αἰὼν ἀντέχῃ E.Alc.337; βραχὺν χρόνον D.2.10; ἀ. ἐπὶ πολύ, ἐπί πλέον, Th.1.7,65; ἀ. ἐλπίσιν in hope, D.S.2.26; ἀ. περί τινος X.HG2.2.16: peculiarly, ἀ. μὴ ὑπακοῦσαι I hold out against... refuse .., Plu.2.708a.    b of the rivers drunk by the Persian army, hold out, suffice, Hdt.7.196, cf. A.Pers. 413 (in full ἀ. ῥέεθρον Hdt.7.58; ἀ. ὕδωρ παρέχων ib.108); so ἀντέχει ὁ σῖτος Th.1.65.    4 extend, reach, ἐς ὅσον ἡ ἐπιστήμη ἀ. Id.6.69; prevail, διὰ τὴν λῃστείαν ἐπὶ πολὺ ἀντίσχουσαν 1.7.    III Med., hold before one against something, c. acc. et gen., ἀντίσχεσθε τραπέζας ἰῶν hold out the tables against the arrows, Od.22.74.    2 c. gen. only, hold on by, cling to, ἐκείνου τῆς χειρός Hdt.2.121.έ; πέπλων E.Tr.750, cf. Ion1404; τῶν θυρῶν Ar.Lys.161: metaph., ἀ. τῶν ὄχθων cling to the banks, keep close to them, Hdt.9.56; ἀ. Ἡρακλέος cleave to Hercules, i.e. worship him above all, Pi.N.1.33; ἀ. τῆς ἀρετῆς, Lat. adhaerere virtuti, Hdt.1.134; ἀ. τοῦ πολέμου Id.7.53; τοῦ κέρδους S.Fr.354; τῆς θαλάσσης Th.1.13; σωτηρίας Lys.33.6; τῆς ἀληθείας Pl.Phlb.58e, cf. R.600d, al.; τῶν παραδεδομένων μύθων Arist.Po.1451b24; τῆς ἐλευθερίας Decr. ap. D.18.185; τῶν δικαίων POxy.1203.30 (i A. D.). b. c. gen. pers., care for, support, 1Ep. Thess.5.14.    3 abs., αὐτὸς ἀντέχου S.Ph.893, cf. Ar.Ach.1121.    4 c. dupl. gen. pers. et rei, ἀνθέξεταί σου τῶν πατρῴων χρημάτων will lay claim to the property from you, dispute it with you, Ar.Av. 1658.    5 resist, Pl.R.574b; φονεῦσαι τοὺς ἀντεχομένους D.S.4.49.    6 adhere, Arist.HA583a18: Medic., of constipation, γαστὴρ ἀντίσχετο Hp.Epid.4.20; γαστρὸς ἀντεχομένης ib.17.

German (Pape)

[Seite 248] (s. ἔχω u. vgl. αντίσχω), entgegenhalten, χεῖρα κρατός Soph. O. C. 1647; – bes. intrans., ausdauern, aushalten, τινί, τὸ σῶμα τῇ ταλαιπωρίᾳ ἀντέχει Thuc. 2, 49; τῷ πόνῳ Plat. Tim. 81 d; Xen. Ag. 11, 10; Luc. Nigr. 27; ἐπιθυμίαις 19; τοῖς ἐναντίοις, den Gegnern Widerstand leisten, ἐπὶ πολὺ ἀντεῖχον ἀλλήλοις Thuc. 6, 70; Xen. Hell. 4, 6, 2; πρὸς τοὺς καμάτους Herodian. 3, 6, 22; oft absol., Stand halten, sich halten, dem ἀναχάζεσθαι entgegengesetzt, Xen. Cyr. 7, 1, 24; vgl. Aesch. Pers. 410; Thuc. 2, 70. 6, 69; Dem. 1, 25 (VVL. σώζεσθαι); auch λίθος ἐν πυρί Xen. Mem. 4, 7, 7; dah. οὐκ ἐπὶ πολὺ ἀντέχει. es hält nicht lange gegen, dauert nicht, Thuc. 2, 64; ἔςτ' ἂν αἰὼν ὁ ὐμὸς ἀντέχῃ Eur. Alc. 346; ὁ ποταμὸς οὐκ ἀντέσχε τὸ ὕδωρ παρέχων τῷ στρατῷ, er lieferte nicht hinlängliches Wasser, Her. 7, 108, u. so auch ποταμὸν οὐκ ἀντισχόντα τῇ στρατιῇ τὸ ῥέεθρον ἀλλ' ἐπιλιπόντα 7, 58, wo Einige erkl.: der mit seinem Strome dem Heere keine Hindernisse in den Weg legte; ἀντέχειν περί τινος, auf etwas bestehen, Xen. Hell. 2, 2, 16. – Med., vor sich als Schutzmittel (dem Feinde entgegen) halten, ἀντίσχεσθε τραπέζας ἰῶν, haltet euch die Tische vor zum Schutze gegen die Pfeile, Od. 22, 74. – Gew. τινός, sich an etwas halten, θυγατρός Eur. I. A. 1367; θυρῶν Ar. Lys. 161; vgl. Ach. 1086; übertr., Ἡρακλέος, dem Herakles anhangen, ihn verehren, Pind. N. 1, 33; τῆς ἀρετῆς, der Tugend anhangen, Her. 1, 134; Xen. Cyr. 3, 2, 27; τῆς ἀληθείας Plat. Phil. 58 e; χρημάτων Xen. Mem. 3, 5, 8; τ οῦ πολέμου Her. 7, 53; τῆς φύσεως, der Natur folgen, Plat. Legg. VI, 773 e; τῆς θαλάττης, sich auf das Seewesen legen, Thuc. 1, 13; τῆς θαλάσσης ἀνθεκτέα 1, 93; Pol. 3, 96 u. öfter; Gegensatz καταφρονεῖν Matth. 6. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντέχω: ἢ ἀντίσχω: μέλλ. ἀνθέξω: ἀόρ. ἀντέσχον: ― ἔχω τι πρό τινος, μετ’ αἰτ. καὶ γεν., ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρ’ ἀντέχοντα κρατός, ἔχοντα τὴν χεῖρα πρὸ τοῦ προσώπου αὑτοῦ ὅπως σκεπάζῃ τοὺς ὀφθαλμούς του, Σοφ. Ο. Κ. 1651· μετὰ δοτ., ὄμμασι δ’ ἀντίσχοις τάνδ’ αἴγλαν ἃ τέταται τανῦν, εἴθε δὲ νὰ φυλάττῃς πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ τοῦτο τὸ φῶς, ὅπερ εἶναι νῦν τεταμένον πρὸ αὐτῶν (ἐπειδὴ δύσκολον εἶναι νὰ σημαίνῃ: νὰ φυλλάττῃς τὸ φῶς «μακρὰν τῶν ὀφθαλμῶν του), ὁ αὐτ. Φ. 830· ἀντ. τοὺς χαλινοὺς Ἡρωδιαν. 5. 6. ΙΙ. μετὰ δοτ., ἀνθίσταμαι, μοῦνοι ἀντέσχον Ἁρπάγῳ Ἡρόδ. 1, 175, πρβλ. 8. 68· τοῖς δικαίοις Σοφ. Ἀποσπ. 99· ἀλλ’ ἀντεῖχε τῇ ταλαιπωρίᾳ Θουκ. 2. 49· πρός τινα αὐτ. 6. 22· πρός τι Ἡρωδιαν. 3. 6. ἐν τέλ., κτλ.: ― μετὰ αἰτ., ἀντέχω, ὑπομένω, ἀντέχομεν καμάτους Ἀνθ. Π. 9. 299· ἀλλὰ τὸ παρὰ Θουκ. 8. 63 ἀντ. τὰ τοῦ πολέμου μᾶλλον ἀνήκει εἰς τὴν ἀκόλουθον σημασίαν, ἐπιμένω, ἐμμένω ὡς πρὸς τὸν πόλεμον, οὕτω, πολλὰ ἀντ. αὐτόθ. 86. 2) ἐπιμένω, ἐμμένω, δὲν ἐνδίδω, «βαστῶ»· ἡ Ἄζωτος... ἐπὶ πλεῖστον χρόνον πολιορκευμένη ἀντέσχε Ἡρόδ. 2. 157, πρβλ. 5. 115, Θουκ. 2. 70· μηκέτι ἀντέχωσι... τῷ πόνῳ διεσταμένοι Πλάτ. Τίμ. 81D· πολλάκις γιγνομένην ψυχὴν ἀντέχειν ὁ αὐτ. Φαίδων 88Α. 3) ἀντέχω ὡς καὶ νῦν, διατηρῶ τὴν θέσιν μου, δὲν ἐνδίδω, ὅμως μέντοι ἀντεῖχε καὶ οὐκ εἶκε Ἡρόδ. 8. 16, Αἰσχύλ. Πέρσ. 413, κτλ.· πῶς ποτε πῶς δύσμορος ἀντέχει; Σοφ. Φ. 175· νόσημα ἀντίσχει τὸν αἰῶνα πάντα Ἱππ. π. Ἀγμ. 759· ἔστ. ἂν αἰὼν... ἀντέχῃ Εὐρ. Ἄλκ. 337· βραχὺν χρόνον Δημ. 21. 1· ἀντ. ἐπὶ πολύ, ἐπὶ πλέον Θουκ. 1. 7, 65· ἀντ. ἐλπίσιν, ἐπ’ ἐλπίδι, Διόδ. 2. 26. Ἐν Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 16 ὑπάρχει ἀντ. περί τινος, ἐκτρόπως, ἀντ. μὴ ὑπακοῦσαι, ἀρνοῦμαι νά ..., Πλούτ. 2. 708Α. β) ἐπὶ τῶν ποταμῶν, οὓς ἐξήντλησεν ὁ Περσικὸς στρατὸς, ἀντέχω, ἐπαρκῶ, Μέλανα ποταμόν, οὐκ ἀντισχόντα... τῇ στρατιῇ τὸ ῥέεθρον, ἀλλ’ ἐπιλιπόντα, Ἡρόδ. 7. 58· Λίσσος ποταμὸς... οὐκ ἀντέσχε τὸ ὕδωρ παρέχων τῷ Ξέρξεω στρατῷ ὁ αὐτ. 7. 108· πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 413· οὕτως, ἀντέχει ὁ σῖτος Θουκ. 1. 65. 4) ἐκτείνομαι, φθάνω, ὅσον ἡ ἐπιστήμη ἀντ. ὁ αὐτ. 6. 69. ΙΙΙ. Μέσ., κρατῶ τι ἔμπροσθέν μου ἀντὶ ἀσπίδος χάριν προφυλάξεως, μετ’ αἰτ. καὶ γεν., ἀντίσχεσθε τραπέζας ἰῶν, προβάλεσθε τραπέζας δίκην ἀσπίδων κατὰ τῶν βελῶν, Ὀδ. Χ. 74. 2) μετὰ γεν. μόνον, πιάνω κἄτι τι καὶ κρατῶ αὐτὸ σφιγκτά, νομίζουσα αὐτοῦ ἐκείνου τῆς χειρὸς ἀντέχεσθαι Ἡρόδ. 2. 121, 5· πέπλων Εὐρ. Τρῳ. 745· πρβλ. Ἴωνα 1404· τῶν θυρῶν Ἀριστοφ. Λυσ. 161: ― μεταφ., οἱ μὲν τῶν ὄχθων ἀντείχοντο, δὲν ἀπεμακρύνοντο, ἐπορεύοντο πλησίον αὐτῶν, Ἡρόδ. 9. 56· ἀντ. Ἡρακλέους, προσκολλῶμαι εἰς τὸν Ἡρακλέα, δηλ. λατρεύω αὐτὸν πρὸ παντὸς ἄλλου, Πίνδ. Ν. 1. 50· ἀντ. τῆς ἀρετῆς, Λατ. adhaerere virtuti, Ἡρόδ. 1. 134· ἀντ. τοῦ πολέμου ὁ αὐτ. 7. 53· τοῦ κέρδους Σοφ. Ἀποσπ. 325· τῆς θαλάσσης Θουκ. 1. 13· σωτηρίας Λυσ. 914. 6· τῆς ἀληθείας Πλάτ. Φίλ. 58Ε, πρβλ. Πολ. 600D, καὶ ἀλλαχοῦ· τῶν παραδεδομένων μύθων Ἀριστ. Ποιητ. 9. 8· τῆς ἐλευθερίας Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 290.10 3) ἀπολ. καὐτὸς ἀντέχου Σοφ. Φ. 893· πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 1121, Πλάτ. Πολ. 574Β. 4) μετὰ διπλ. γεν. προσ. καὶ πράγμ., ἀνθέξεταί σου τῶν πατρῴων χρημάτων, «θὰ σοῦ πιασθῇ διὰ τὴν πατρικήν του περιουσίαν», θὰ τὴν διαμφισβητήσῃ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1658. 5) ἀνθίσταμαι, Πλάτ. Πολ. 574Β, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 3,1· φονεῦσαι τοὺς ἀντεχομένους Διόδ. 4. 49.

French (Bailly abrégé)

f. ἀνθέξω, ao.2 ἀντέσχον;
I. tr. tenir devant : χεῖρα κρατός SOPH tenir sa main devant sa figure ; ὄμμασι δ’ ἀντίσχοις τάνδ’ αἴγλαν SOPH conserve sur ses traits ce doux éclat;
II. intr. 1 tenir contre, résister, dat. ou πρός et l’acc. ; abs. tenir bon, résister;
2 se maintenir, persister, durer : ὁ ποταμὸς οὐκ ἀντέσχε τὸ ὕδωρ παρέχων τῷ στρατῷ HDT le fleuve ne put suffire à fournir de l’eau à l’armée ; suffire à, permettre de, abs. ἐς ὅσονἐπιστήμη ἀντέχοι THC tant que la science marchait de pair (avec la bonne volonté, le courage);
Moy. ἀντέχομαι;
I. tr. tenir devant soi : τραπέζας ἀ. ἰῶν OD placer des tables devant soi pour se garantir des traits;
II. intr. 1 s’attacher à : χειρός HDT à la main (de qqn) ; p. anal. τοῦ πολέμου HDT persister à faire la guerre ; ἀ. τῆς ἀρετῆς HDT s’attacher à la vertu ; τῆς θαλάσσης THC s’adonner à la mer;
2 s’appuyer, se soutenir.
Étymologie: ἀντί, ἔχω.