κοέω: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(6_20) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοέω''': συνῃρ. κοῶ, νοῶ, παρατηρῶ, [[ἀκούω]], ἄστρωτος [[εὕδω]] καὶ τὰ μὴ στρώτ’ οὐ κοῶ Ἐπίχ. 19. 14 Ahr. σὺ δ’ οὐ κοεῖς Ἀνακρ. 4· κοεῖν Ἑλλάδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 531. 12· ἐκόησε Καλλ. Ἀποσπ. 53· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 198. Παρ’ Ἡσυχ. εὑρίσκομεν «ἐκοᾶμες· ἠκούσαμεν», καὶ [[ἔκομεν]]... ᾐσθόμεθα». (Ἐκ τῆς ἁπλῆς ῥίζης παράγεται τὸ [[κοννέω]], [[ὡσαύτως]] τὰ σύνθετα [[ἀμνοκῶν]], [[εὐρυκόωσα]], καὶ [[ἴσως]] [[κοάλεμος]], ὡς καὶ τὰ κύρια ὀνόματα Δηϊκόων, Δημοκόων, Ἱπποκόων, Λαοκόων, Εὐρυκόωσα, Λαοκόωσα, [[ἴσως]] καὶ τὰ [[ἀκούω]], [[ἀκοή]]. ― Πιθαν. ἐκ τῆς √ΚΟϜ, ἢ [[μᾶλλον]] ΣΚΟϜ· πρβλ. Σανσκρ. kav-is (vates), Λατ. cav-eo, cau-tus, πρὸς τὸ θυοσαόος, Γοτθ. us-skav-jan (νήφειν), Ἀρχ. Γερμαν. scaw-ôn (schauen)). | |lstext='''κοέω''': συνῃρ. κοῶ, νοῶ, παρατηρῶ, [[ἀκούω]], ἄστρωτος [[εὕδω]] καὶ τὰ μὴ στρώτ’ οὐ κοῶ Ἐπίχ. 19. 14 Ahr. σὺ δ’ οὐ κοεῖς Ἀνακρ. 4· κοεῖν Ἑλλάδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 531. 12· ἐκόησε Καλλ. Ἀποσπ. 53· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 198. Παρ’ Ἡσυχ. εὑρίσκομεν «ἐκοᾶμες· ἠκούσαμεν», καὶ [[ἔκομεν]]... ᾐσθόμεθα». (Ἐκ τῆς ἁπλῆς ῥίζης παράγεται τὸ [[κοννέω]], [[ὡσαύτως]] τὰ σύνθετα [[ἀμνοκῶν]], [[εὐρυκόωσα]], καὶ [[ἴσως]] [[κοάλεμος]], ὡς καὶ τὰ κύρια ὀνόματα Δηϊκόων, Δημοκόων, Ἱπποκόων, Λαοκόων, Εὐρυκόωσα, Λαοκόωσα, [[ἴσως]] καὶ τὰ [[ἀκούω]], [[ἀκοή]]. ― Πιθαν. ἐκ τῆς √ΚΟϜ, ἢ [[μᾶλλον]] ΣΚΟϜ· πρβλ. Σανσκρ. kav-is (vates), Λατ. cav-eo, cau-tus, πρὸς τὸ θυοσαόος, Γοτθ. us-skav-jan (νήφειν), Ἀρχ. Γερμαν. scaw-ôn (schauen)). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />s’apercevoir, remarquer, comprendre.<br />'''Étymologie:''' R. κοϜ observer, surveiller. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
contr. κοῶ,
A mark, perceive, hear, ἄστρωτος εὕδω καὶ τὰ μὲν πρᾶτ' οὐ κοῶ Epich.35 (prob.); σὺ δ' οὐ κοεῖς Anacr.4.14; κοεῖν Hellad. in Phot.Bibl.p.531 B.; ἐκόησεν τοὔνεκεν . . Call.Fr.53, cf. Sch.Ar. Eq.198: etym. of Κοῖος, Corn.ND17:—also (from κοάω) κοᾷ· ἀκούει, πεύθεται, and ἐκοᾶμες· ἠκούσαμεν, ἐπυθόμεθα, Hsch.; ἔκομεν (sic) . . ᾐσθόμεθα, Id. (κοϝ-, cf. Skt. kavis 'wise', Lat. caveo.)
German (Pape)
[Seite 1465] ion. = νοέω (vgl. κοάω), hören, merken; seltenes Wort; Schol. Ar. Equ. 198 u. VLL.; τὰ πρῶτ' οὐ κοῶ Epicharm. bei Ath. VI, 236 b; ἐκόησε Call. fr. 53. – Scholl. Od. 21, 145 leiten davon θυοσκόος ab; vgl. ἀμνοκῶν u. die Eigennamen auf -κόων. Auch κοάλεμος wird hierauf zurückgeführt. S. auch Buttm. Lexil. II p. 265.
Greek (Liddell-Scott)
κοέω: συνῃρ. κοῶ, νοῶ, παρατηρῶ, ἀκούω, ἄστρωτος εὕδω καὶ τὰ μὴ στρώτ’ οὐ κοῶ Ἐπίχ. 19. 14 Ahr. σὺ δ’ οὐ κοεῖς Ἀνακρ. 4· κοεῖν Ἑλλάδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 531. 12· ἐκόησε Καλλ. Ἀποσπ. 53· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 198. Παρ’ Ἡσυχ. εὑρίσκομεν «ἐκοᾶμες· ἠκούσαμεν», καὶ ἔκομεν... ᾐσθόμεθα». (Ἐκ τῆς ἁπλῆς ῥίζης παράγεται τὸ κοννέω, ὡσαύτως τὰ σύνθετα ἀμνοκῶν, εὐρυκόωσα, καὶ ἴσως κοάλεμος, ὡς καὶ τὰ κύρια ὀνόματα Δηϊκόων, Δημοκόων, Ἱπποκόων, Λαοκόων, Εὐρυκόωσα, Λαοκόωσα, ἴσως καὶ τὰ ἀκούω, ἀκοή. ― Πιθαν. ἐκ τῆς √ΚΟϜ, ἢ μᾶλλον ΣΚΟϜ· πρβλ. Σανσκρ. kav-is (vates), Λατ. cav-eo, cau-tus, πρὸς τὸ θυοσαόος, Γοτθ. us-skav-jan (νήφειν), Ἀρχ. Γερμαν. scaw-ôn (schauen)).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
s’apercevoir, remarquer, comprendre.
Étymologie: R. κοϜ observer, surveiller.