σιμός: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑμός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν [[ῥῖνα]] σιμήν, πεπλατυσμένην, ὡς οἱ Τάρταροι (ἢ οἱ Σκύθαι, ὡς οἱ παλαιοὶ ἐκάλουν αὐτούς), Ἡρόδ. 4. 23, πρβλ. 5. 9· φαυλότεραι καὶ σ., σ. καὶ αἰσχροὶ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 617, 705, πρβλ. Θεόκρ. 3. 8· λέγεται δὲ ὅτι εἶχον ἰταμὴν καὶ σκωπτικὴν ὄψιν (ὡς τὸ Γαλλ. nez retroussé), σιμὸς [[ἐπίχαρις]] κληθεὶς Πλατ. Πολ. 474D, πρβλ. Πλούτ. 2. 56C, [[Πολυδ]]. Β΄, 73· ὁ Ἀριστ. λέγει ὅτι ἅπαντα τὰ [[παιδία]] [[εἶναι]] σιμοί, Προβλ. 33. 18· λέγεται περὶ τῶν δελφίνων, Ἀρίων ἐν Bgk. Λυρ. σ. 567· ἐπὶ τῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 1· ἐπὶ τοῦ ἱπποποτάμου, Ἡρόδ. 2. 71, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 7, 2· ἐπὶ τῶν ἱππαρίων τῶν Σιγυννῶν, Ἡρόδ. 5. 9, 3· ἐπὶ τῶν αἰγῶν καὶ μελισσῶν, Θεόκρ. 7. 80., 8. 50· καὶ τὸ Λατ. simius, simia, δεικνύει ὅτι ἡ [[λέξις]] ἐλέγετο καὶ ἐπὶ τῶν πιθήκων. 2) ἐπὶ τῆς [[ῥινός]], πεπλατυσμένος, [[πλατύς]], ἀντίθετον τῷ [[γρυπός]], Πλάτ. Θεαίτ. 209C· τὸ σ. τῆς [[ῥινός]], = [[σιμότης]], Ξεν. Συμπ. 5, 6, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 9, 7.― Ἐπειδὴ δὲ τὸ τοιοῦτον [[σχῆμα]] τῆς ῥινὸς παρέχει ἔκφρασιν σκωπτικήν, εὑρίσκομεν, σιμὰ γελᾶν (πρβλ. Λατιν. naso suspendere adunco), Ἀνθ. Π. 5. 177· σιμὰ σεσηρὼς μυχθίζεις [[αὐτόθι]] 179· πρβλ. [[σιμόω]] Ι. ΙΙ. μεραφορ., κεκλιμένος πρὸς τὰ ἄνω, ὡς τὸ κυρτὸν [[μέρος]] λόφου· ἀκολούθως, ὡς τὸ [[προσάντης]], Λατ. acclivis, πρὸς τὰ ἄνω φέρων, [[ἀνωφερής]], ἀντίθετον τῷ [[κατάντης]], Λατιν. declivis, [[χωρίον]] Ἀριστοφ. Λυσ. 288, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ.· πρὸς τὸ σιμὸν διώκειν, [[καταδιώκω]] πρὸς τὰ ἄνω, «τὸν ἀνήφορον», Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 23· πρὸς τὸ σ. ἀνατρέχειν Διονύσ. Κωμ. ἐν «Ὁμωνύμοις» 2, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 2. 38· ὁδὸς Ξεν. Κυν. 6. 5· τὰ σιμὰ ὑπερβαλεῖν [[αὐτόθι]] 5, 16· ― αἱ σιμαί, τὰ [[ἄκρα]] τῆς λύρας, Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]], μέρη τοῦ γείσου, ὁ αὐτ. πρβλ. Βιτρούβ. 3, § 63. 2) [[καθόλου]], πρὸς τὰ ἄνω κεκαλυμμένος, [[κοῖλος]], ἀντίθετ. τῷ [[κυρτός]], ἡ γαστὴρ τῶν ἀδείπνων σιμὴ Ξεν. Κύρ. 8. 4, 21· τὰ σιμὰ τοῦ [[ἥπατος]], τὸ κατώτατον [[μέρος]] τοῦ [[ἥπατος]], [[Πολυδ]]. Β΄, 213, Γαλην.· χεὶρ σιμὴ Ἀθήν. 630Α· ― ἐπὶ ξυλαρίων πρὸς ἐπίδεσιν κατάγματος, παρ’ Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 745, τὰ ὁποῖα κατὰ τὸν Γαλην. [[εἶναι]] στρογγύλα καὶ βαθμηδὸν λεπτυνόμενα [[ὥστε]] ἡ [[πίεσις]] νὰ γίνηται ὀλιγωτέρα· [[ὡσαύτως]] [[εἶδος]] ἐπιδέσμου, [[αὐτόθι]] 742.
|lstext='''σῑμός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν [[ῥῖνα]] σιμήν, πεπλατυσμένην, ὡς οἱ Τάρταροι (ἢ οἱ Σκύθαι, ὡς οἱ παλαιοὶ ἐκάλουν αὐτούς), Ἡρόδ. 4. 23, πρβλ. 5. 9· φαυλότεραι καὶ σ., σ. καὶ αἰσχροὶ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 617, 705, πρβλ. Θεόκρ. 3. 8· λέγεται δὲ ὅτι εἶχον ἰταμὴν καὶ σκωπτικὴν ὄψιν (ὡς τὸ Γαλλ. nez retroussé), σιμὸς [[ἐπίχαρις]] κληθεὶς Πλατ. Πολ. 474D, πρβλ. Πλούτ. 2. 56C, [[Πολυδ]]. Β΄, 73· ὁ Ἀριστ. λέγει ὅτι ἅπαντα τὰ [[παιδία]] [[εἶναι]] σιμοί, Προβλ. 33. 18· λέγεται περὶ τῶν δελφίνων, Ἀρίων ἐν Bgk. Λυρ. σ. 567· ἐπὶ τῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 1· ἐπὶ τοῦ ἱπποποτάμου, Ἡρόδ. 2. 71, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 7, 2· ἐπὶ τῶν ἱππαρίων τῶν Σιγυννῶν, Ἡρόδ. 5. 9, 3· ἐπὶ τῶν αἰγῶν καὶ μελισσῶν, Θεόκρ. 7. 80., 8. 50· καὶ τὸ Λατ. simius, simia, δεικνύει ὅτι ἡ [[λέξις]] ἐλέγετο καὶ ἐπὶ τῶν πιθήκων. 2) ἐπὶ τῆς [[ῥινός]], πεπλατυσμένος, [[πλατύς]], ἀντίθετον τῷ [[γρυπός]], Πλάτ. Θεαίτ. 209C· τὸ σ. τῆς [[ῥινός]], = [[σιμότης]], Ξεν. Συμπ. 5, 6, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 9, 7.― Ἐπειδὴ δὲ τὸ τοιοῦτον [[σχῆμα]] τῆς ῥινὸς παρέχει ἔκφρασιν σκωπτικήν, εὑρίσκομεν, σιμὰ γελᾶν (πρβλ. Λατιν. naso suspendere adunco), Ἀνθ. Π. 5. 177· σιμὰ σεσηρὼς μυχθίζεις [[αὐτόθι]] 179· πρβλ. [[σιμόω]] Ι. ΙΙ. μεραφορ., κεκλιμένος πρὸς τὰ ἄνω, ὡς τὸ κυρτὸν [[μέρος]] λόφου· ἀκολούθως, ὡς τὸ [[προσάντης]], Λατ. acclivis, πρὸς τὰ ἄνω φέρων, [[ἀνωφερής]], ἀντίθετον τῷ [[κατάντης]], Λατιν. declivis, [[χωρίον]] Ἀριστοφ. Λυσ. 288, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ.· πρὸς τὸ σιμὸν διώκειν, [[καταδιώκω]] πρὸς τὰ ἄνω, «τὸν ἀνήφορον», Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 23· πρὸς τὸ σ. ἀνατρέχειν Διονύσ. Κωμ. ἐν «Ὁμωνύμοις» 2, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 2. 38· ὁδὸς Ξεν. Κυν. 6. 5· τὰ σιμὰ ὑπερβαλεῖν [[αὐτόθι]] 5, 16· ― αἱ σιμαί, τὰ [[ἄκρα]] τῆς λύρας, Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]], μέρη τοῦ γείσου, ὁ αὐτ. πρβλ. Βιτρούβ. 3, § 63. 2) [[καθόλου]], πρὸς τὰ ἄνω κεκαλυμμένος, [[κοῖλος]], ἀντίθετ. τῷ [[κυρτός]], ἡ γαστὴρ τῶν ἀδείπνων σιμὴ Ξεν. Κύρ. 8. 4, 21· τὰ σιμὰ τοῦ [[ἥπατος]], τὸ κατώτατον [[μέρος]] τοῦ [[ἥπατος]], [[Πολυδ]]. Β΄, 213, Γαλην.· χεὶρ σιμὴ Ἀθήν. 630Α· ― ἐπὶ ξυλαρίων πρὸς ἐπίδεσιν κατάγματος, παρ’ Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 745, τὰ ὁποῖα κατὰ τὸν Γαλην. [[εἶναι]] στρογγύλα καὶ βαθμηδὸν λεπτυνόμενα [[ὥστε]] ἡ [[πίεσις]] νὰ γίνηται ὀλιγωτέρα· [[ὡσαύτως]] [[εἶδος]] ἐπιδέσμου, [[αὐτόθι]] 742.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui a le nez camus, camard <i>en parl. de <i>pers.</i> et d’animaux ; en parl. du nez lui-même</i> τὸ σιμὸν τῆς [[ῥινός]] XÉN l’aplatissement d’un nez camus;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> qui se recourbe en formant une dépression, <i>d’où</i><br /><b>1</b> renfoncé, déprimé, creux <i>en parl. du ventre de ceux qui sont à jeun</i>;<br /><b>2</b> qui s’élève en pente, montant, montueux ; τὸ σιμόν la pente (d’une colline);<br /><i>Cp.</i> σιμότερος.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> simus.
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑμός Medium diacritics: σιμός Low diacritics: σιμός Capitals: ΣΙΜΟΣ
Transliteration A: simós Transliteration B: simos Transliteration C: simos Beta Code: simo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A snub-nosed, flat-nosed, of the Ethiopians and their gods, Xenoph.16; of the Scythians, Hdt.4.23, cf.Ar.Ec.617 (Comp.), 705, Theoc.3.8; represented as giving an arch, pert look, σιμός, ἐπίχαρις κληθείς Pl.R.474d; Arist. says that all children are σιμοί, Pr.963b15; of dolphins, Arion 1.7; of dogs, X.Cyn.4.1; of the hippopotamus, Hdt.2.71, Arist.HA502a11; of the ponies of the Sigynnae, Hdt.5.9; of bees and goats, Theoc.7.80, 8.50.    2 of the nose, snub, flat, opp. γρυπός, Pl.Tht.209c; τὸ σ. τῆς ῥινός,= σιμότης, X.Smp.5.6, cf. Arist. Pol.1309b24.—As this kind of nose gives a pert expression, we find σιμὰ γελῶν AP5.176 (Mel.); σιμὰ σεσηρὼς μυχθίζεις ib.178 (Id.); cf. σιμόω 1.    II metaph., bent upwards, like the slope of a hillside: hence, up-hill, opp. κατάντης, χωρίον Ar.Lys.288, ubi v. Sch.; πρὸς τὸ σ. διώκειν pursue up-hill, X.HG4.3.23; πρὸς τὸ σ. ἀνατρέχειν Dionys.Com.4, cf.Arist.Pr.870a30; σ. [ὁδός] X.Cyn.6.5; ὑπερβάλλειν τὰ σ. ib.5.16; σίμαι (sic cod.) the ends of the lyre, Hsch.; also, parts of the cornice, Id., cf. Vitr.3.5.12.    2 generally, hollow, concave, opp. κυρτός, ἡ γαστὴρ τῶν ἀδείπνων σ. X.Cyr.8.4.21; τὰ σ. τοῦ ἥπατος the bottom of the liver, Poll.2.213, Gal.11.93; χεὶρ σ. Ath.14.630a; of splints, νάρθηκες σ. Hp.Off.12, acc. to Gal.18(2).833 rounded and tapering off towards the end, so as gradually to diminish the pressure; also, of a kind of bandage, Hp.Off.7.    III σιμός· τυφλός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 882] 1) stumpfnasig, stülpnasig, mit einer oberwärts eingedrückten, unten aufgeworfenen Nase, wie die der Neger, Gegstz γρυπός; zuerst Her. 4, 23, nach dem alle Skythen σιμοί waren, wie nach Arist. probl. 33, 18 alle Kinder σιμοί sind; Ar. Eccl. 705; σιμότερος, 617; σιμὲ ῥίς, eine Stumpfnase, Plat. Theaet. 209 c; Theocr. 7, 79. 8, 50 nennt so auch die Bienen u. die Ziegen. – Well aber den stumpfnasigen Gesichtern ein gewisser spöttischer, schnippischer Ausdruck eigen ist, und die gerümpfte Nase immer die Gestalt der aufgeworfenen annimmt, so ist σιμὰ γελᾶν = mit gerümpfter Nase spöttisch lachen, Mel. 91 (V, 177); vgl. σιμὰ σεσηρὼς μυχθίζεις, 52 (V, 179); u. so vom Eros, 95 (V, 178). – 2) auch von andern Dingen, aufwärts gebogen, bergan, acclivis; σιμὸν χωρίον, Ar. Lys. 288; πρὸς τὸ σιμὸν ἀνατρέχειν, Xen. Hell. 4, 3, 23; Cyn. 6, 5. – 3) übh. eingebogen, was eine Höhlung oder Vertiefung hat, γαστὴρ σιμή, ein hohler, eingebogener Bauch, s. Xen. Cyr. 8, 4, 21; τὰ σιμὰ τοῦ ἥπατος, der untere, einwärts gebogene Theil der Leber; dah. concav, im Ggstz des Convexen, κυρτός.

Greek (Liddell-Scott)

σῑμός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ῥῖνα σιμήν, πεπλατυσμένην, ὡς οἱ Τάρταροι (ἢ οἱ Σκύθαι, ὡς οἱ παλαιοὶ ἐκάλουν αὐτούς), Ἡρόδ. 4. 23, πρβλ. 5. 9· φαυλότεραι καὶ σ., σ. καὶ αἰσχροὶ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 617, 705, πρβλ. Θεόκρ. 3. 8· λέγεται δὲ ὅτι εἶχον ἰταμὴν καὶ σκωπτικὴν ὄψιν (ὡς τὸ Γαλλ. nez retroussé), σιμὸς ἐπίχαρις κληθεὶς Πλατ. Πολ. 474D, πρβλ. Πλούτ. 2. 56C, Πολυδ. Β΄, 73· ὁ Ἀριστ. λέγει ὅτι ἅπαντα τὰ παιδία εἶναι σιμοί, Προβλ. 33. 18· λέγεται περὶ τῶν δελφίνων, Ἀρίων ἐν Bgk. Λυρ. σ. 567· ἐπὶ τῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 1· ἐπὶ τοῦ ἱπποποτάμου, Ἡρόδ. 2. 71, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 7, 2· ἐπὶ τῶν ἱππαρίων τῶν Σιγυννῶν, Ἡρόδ. 5. 9, 3· ἐπὶ τῶν αἰγῶν καὶ μελισσῶν, Θεόκρ. 7. 80., 8. 50· καὶ τὸ Λατ. simius, simia, δεικνύει ὅτι ἡ λέξις ἐλέγετο καὶ ἐπὶ τῶν πιθήκων. 2) ἐπὶ τῆς ῥινός, πεπλατυσμένος, πλατύς, ἀντίθετον τῷ γρυπός, Πλάτ. Θεαίτ. 209C· τὸ σ. τῆς ῥινός, = σιμότης, Ξεν. Συμπ. 5, 6, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 9, 7.― Ἐπειδὴ δὲ τὸ τοιοῦτον σχῆμα τῆς ῥινὸς παρέχει ἔκφρασιν σκωπτικήν, εὑρίσκομεν, σιμὰ γελᾶν (πρβλ. Λατιν. naso suspendere adunco), Ἀνθ. Π. 5. 177· σιμὰ σεσηρὼς μυχθίζεις αὐτόθι 179· πρβλ. σιμόω Ι. ΙΙ. μεραφορ., κεκλιμένος πρὸς τὰ ἄνω, ὡς τὸ κυρτὸν μέρος λόφου· ἀκολούθως, ὡς τὸ προσάντης, Λατ. acclivis, πρὸς τὰ ἄνω φέρων, ἀνωφερής, ἀντίθετον τῷ κατάντης, Λατιν. declivis, χωρίον Ἀριστοφ. Λυσ. 288, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.· πρὸς τὸ σιμὸν διώκειν, καταδιώκω πρὸς τὰ ἄνω, «τὸν ἀνήφορον», Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 23· πρὸς τὸ σ. ἀνατρέχειν Διονύσ. Κωμ. ἐν «Ὁμωνύμοις» 2, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 2. 38· ὁδὸς Ξεν. Κυν. 6. 5· τὰ σιμὰ ὑπερβαλεῖν αὐτόθι 5, 16· ― αἱ σιμαί, τὰ ἄκρα τῆς λύρας, Ἡσύχ.· ὡσαύτως, μέρη τοῦ γείσου, ὁ αὐτ. πρβλ. Βιτρούβ. 3, § 63. 2) καθόλου, πρὸς τὰ ἄνω κεκαλυμμένος, κοῖλος, ἀντίθετ. τῷ κυρτός, ἡ γαστὴρ τῶν ἀδείπνων σιμὴ Ξεν. Κύρ. 8. 4, 21· τὰ σιμὰ τοῦ ἥπατος, τὸ κατώτατον μέρος τοῦ ἥπατος, Πολυδ. Β΄, 213, Γαλην.· χεὶρ σιμὴ Ἀθήν. 630Α· ― ἐπὶ ξυλαρίων πρὸς ἐπίδεσιν κατάγματος, παρ’ Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 745, τὰ ὁποῖα κατὰ τὸν Γαλην. εἶναι στρογγύλα καὶ βαθμηδὸν λεπτυνόμενα ὥστεπίεσις νὰ γίνηται ὀλιγωτέρα· ὡσαύτως εἶδος ἐπιδέσμου, αὐτόθι 742.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. qui a le nez camus, camard en parl. de pers. et d’animaux ; en parl. du nez lui-même τὸ σιμὸν τῆς ῥινός XÉN l’aplatissement d’un nez camus;
II. p. anal. qui se recourbe en formant une dépression, d’où
1 renfoncé, déprimé, creux en parl. du ventre de ceux qui sont à jeun;
2 qui s’élève en pente, montant, montueux ; τὸ σιμόν la pente (d’une colline);
Cp. σιμότερος.
Étymologie: cf. lat. simus.