ἀβέβηλος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀβέβηλος''': -ον, ὡς τὸ [[ἄβατος]] = [[ἱερός]], ἀπαραβίαστος Πλούτ. Βροῦτ. 20. Ἀβέβηλα, τὰ ἄβατα χωρία καὶ ἱερὰ καὶ μὴ τοῖς τυχοῦσι βάσιμα, μόνοις δὲ τοῖς θεραπεύουσι τοὺς Θεούς. | |lstext='''ἀβέβηλος''': -ον, ὡς τὸ [[ἄβατος]] = [[ἱερός]], ἀπαραβίαστος Πλούτ. Βροῦτ. 20. Ἀβέβηλα, τὰ ἄβατα χωρία καὶ ἱερὰ καὶ μὴ τοῖς τυχοῦσι βάσιμα, μόνοις δὲ τοῖς θεραπεύουσι τοὺς Θεούς. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />où l’on ne doit pas pénétrer, inviolable, sacré.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[βέβηλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:21, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A sacred, inviolable, Plu.Brut.20, cf. Cam.30; of persons, pure, Inscr.Prien.113.67.
German (Pape)
[Seite 2] (nicht zu betreten, dah.) geweiht, heilig, Plut. Brut. 26 Camill. 30.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβέβηλος: -ον, ὡς τὸ ἄβατος = ἱερός, ἀπαραβίαστος Πλούτ. Βροῦτ. 20. Ἀβέβηλα, τὰ ἄβατα χωρία καὶ ἱερὰ καὶ μὴ τοῖς τυχοῦσι βάσιμα, μόνοις δὲ τοῖς θεραπεύουσι τοὺς Θεούς.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où l’on ne doit pas pénétrer, inviolable, sacré.
Étymologie: ἀ, βέβηλος.