ἱμάτιον: Difference between revisions

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱμάτιον''': ῑμᾰ-, τό, κατὰ τύπον ὑποκορ. τοῦ ἷμα (δηλ. [[εἷμα]]), [[ἔνδυμα]]· ἀλλ’ ἐν χρήσει ἀείποτε ἐπὶ ἐξωτερικοῦ ἐνδύματος, [[ἐπανωφόριον]] φορούμενον [[ἄνωθεν]] τοῦ χιτῶνος, [[λέξις]] τοῦ πεζοῦ λόγου ἀντιστοιχοῦσα πρὸς τὸ ποιητ. [[χλαῖνα]], Λατ. pallium, Ἡρόδ. 2. 47, λαμπρὸν [[ἱμάτιον]] ἔχων Ἐπίχ. 143 Ahr.· [[θοἰμάτιον]] κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ἱμ-, Ἀριστοφ. Νεφ. 180, κ. ἀλλ. ― Ἦτο δὲ τοῦτο ἐπίμηκες [[τεμάχιον]] ὑφάσματος ῥιπτόμενον [[ὑπεράνω]] τοῦ ἀριστεροῦ ὤμου καὶ φερόμενον [[εἴτε]] ὑπὸ τὸν δεξιὸν ὦμον, [[εἴτε]] [[ὑπεράνω]] [[αὐτοῦ]], Müller Archäol. d. Kunst. 337, ἴδε [[ἀναβάλλω]] ΙΙΙ, ἀμπέχω ΙΙ, πρβλ. [[χλαῖνα]], [[χλανίς]], [[τρίβων]], [[φᾶρος]]· ἐθεωρεῖτο δὲ θηλυπρεπὲς νὰ σύρηται κατὰ γῆς [[ὄπισθεν]], Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122C, Δημ. 442. 15: ― διὰ τῆς λέξεως [[ἱμάτιον]] μετέφραζον τὴν λέξιν toga, Πλούτ., κλ.· [[ἐντεῦθεν]], ἐν ἱματίοις, ἐπὶ πολίτου ἐν τῇ συνήθει καθημερινῇ ἐνδυμασίᾳ ἐν καιρῷ εἰρήνης, Λατ. togati, Πλουτ. Κάμιλλ. 10· ἀλλ’ ἱμ. Ἑλληνικόν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ Ρωμαϊκὸν toga, Λουκ. π. Μισθ. Συνόντ. 25. 2) ἱμάτια, τά, [[καθόλου]], ἐνδύματα, Ἡρόδ. 1. 9, Δημ. 816. 24· κατὰ κρᾶσιν [[θαἰμάτια]] Ἀριστοφ. Σφ. 408, Λυσ. 1093 (πρβλ. [[ἱματίδιον]]). ΙΙ. [[καθόλου]], [[ὕφασμα]], [[σκέπασμα]], Ἡρόδ. 4. 23, πρβλ. Διόδ. 14. 109, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 7.
|lstext='''ἱμάτιον''': ῑμᾰ-, τό, κατὰ τύπον ὑποκορ. τοῦ ἷμα (δηλ. [[εἷμα]]), [[ἔνδυμα]]· ἀλλ’ ἐν χρήσει ἀείποτε ἐπὶ ἐξωτερικοῦ ἐνδύματος, [[ἐπανωφόριον]] φορούμενον [[ἄνωθεν]] τοῦ χιτῶνος, [[λέξις]] τοῦ πεζοῦ λόγου ἀντιστοιχοῦσα πρὸς τὸ ποιητ. [[χλαῖνα]], Λατ. pallium, Ἡρόδ. 2. 47, λαμπρὸν [[ἱμάτιον]] ἔχων Ἐπίχ. 143 Ahr.· [[θοἰμάτιον]] κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ἱμ-, Ἀριστοφ. Νεφ. 180, κ. ἀλλ. ― Ἦτο δὲ τοῦτο ἐπίμηκες [[τεμάχιον]] ὑφάσματος ῥιπτόμενον [[ὑπεράνω]] τοῦ ἀριστεροῦ ὤμου καὶ φερόμενον [[εἴτε]] ὑπὸ τὸν δεξιὸν ὦμον, [[εἴτε]] [[ὑπεράνω]] [[αὐτοῦ]], Müller Archäol. d. Kunst. 337, ἴδε [[ἀναβάλλω]] ΙΙΙ, ἀμπέχω ΙΙ, πρβλ. [[χλαῖνα]], [[χλανίς]], [[τρίβων]], [[φᾶρος]]· ἐθεωρεῖτο δὲ θηλυπρεπὲς νὰ σύρηται κατὰ γῆς [[ὄπισθεν]], Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122C, Δημ. 442. 15: ― διὰ τῆς λέξεως [[ἱμάτιον]] μετέφραζον τὴν λέξιν toga, Πλούτ., κλ.· [[ἐντεῦθεν]], ἐν ἱματίοις, ἐπὶ πολίτου ἐν τῇ συνήθει καθημερινῇ ἐνδυμασίᾳ ἐν καιρῷ εἰρήνης, Λατ. togati, Πλουτ. Κάμιλλ. 10· ἀλλ’ ἱμ. Ἑλληνικόν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ Ρωμαϊκὸν toga, Λουκ. π. Μισθ. Συνόντ. 25. 2) ἱμάτια, τά, [[καθόλου]], ἐνδύματα, Ἡρόδ. 1. 9, Δημ. 816. 24· κατὰ κρᾶσιν [[θαἰμάτια]] Ἀριστοφ. Σφ. 408, Λυσ. 1093 (πρβλ. [[ἱματίδιον]]). ΙΙ. [[καθόλου]], [[ὕφασμα]], [[σκέπασμα]], Ἡρόδ. 4. 23, πρβλ. Διόδ. 14. 109, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 7.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> pièce de vêtement, <i>particul.</i> pardessus, manteau ; <i>à Rome</i> toge : [[ἐν]] ἱματίοις PLUT les citoyens vêtus de la toge (<i>lat.</i> togati);<br /><b>2</b> vêtement <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' dim. de [[ἷμα]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμάτιον Medium diacritics: ἱμάτιον Low diacritics: ιμάτιον Capitals: ΙΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: himátion Transliteration B: himation Transliteration C: imation Beta Code: i(ma/tion

English (LSJ)

[ῑμᾰ-], τό, in form a Dim. of ἷμα (i.e. εἷμα),

   A a piece of dress; in usage always of an outer garment, formed by an oblong piece of cloth worn above the χιτών, Ar.Ec.333, IG22.1524.205, al., D.24.114, etc.; λαμπρὸν ἱ. ἔχων Epich.[277]; θοἰμάτιον by crasis for τὸ ἱμ-, Ar.Nu.179, al.; θοἰμάτιον καθεὶς ἄχρι τῶν σφυρῶν D.19.314; ἱματίων ἕλξεις Pl.Alc.1.122c; of the Roman toga, Plu.Brut.17, Cor.14: hence ἐν ἱματίοις, of civilians,= togati, Id.Cam.10; but ἱ. Ἑλληνικόν, opp. the toga, Luc.Merc.Cond.25.    2 ἱμάτια, τά, generally, clothes, Hdt.1.9, Pl.Plt.279e, D.27.10; by crasis, θαἰμάτια Hippon.83.1, Ar.V.408 (lyr.), Lys.1093; of grave-clothes, ἐν εἱμ. τρισὶ [θάπτειν] IG 12(5).593.2 (Iulis, v/iv B.), cf. Plu.Sol.21.    3 metaph., ἱμάτια πόλεως τείχη Eust.1871.50.    II generally, cloth, Hdt.4.23, D.S. 14.109, Ael.VH8.7, Iamb.VP21.100. [ἱμ- in Att. Inscrr., IG12.427, 386.18, 22.1514.16, etc.; εἱμ- ib.12(5) l.c. (εμ- lap.), 5(1).1390.16, al.(Andania, i B.C.), which is easier to explain, v. εἷμα, εἱματισμός.]

German (Pape)

[Seite 1252] τό (der Form nach dim. von ἱμα = εἷμα), Kleid, Kleidungsstück, bes.Oberkleid, Mantel, vgl. χιτών; Ar. Nubb. 180 u. öfter; mit dem Artikel θοἰμάτιον 55; auch in Prosa; plur. θαἰμάτια, Ar. Vesp. 408; Her. 1, 9; Plat. u. A.; ἀμφιέσας Plat. Conv. 219 b; ὥστε με θοἰμάτιον προέσθαι καὶ μικροῦ γυμνὸν ἐν τῷ χιτωνίσκῳ γενέσθαι Dem. 21, 216; ἐν ἱματίῳ ἄνευ χιτῶνος, togatus sine tunica, Plut. Coriol. 14, vgl. Cam. 10; ἀνδρεῖον Brut. 14. – Uebh. ein Stück Zeug, Decke, Tuch, καρπὸν σακκέουσι ἱματίοισι Her. 4, 23; D. Sic. 14, 109; Ael. V. H. 8, 7. Auch übertr., ἱμάτια πόλεως, die Mauern, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμάτιον: ῑμᾰ-, τό, κατὰ τύπον ὑποκορ. τοῦ ἷμα (δηλ. εἷμα), ἔνδυμα· ἀλλ’ ἐν χρήσει ἀείποτε ἐπὶ ἐξωτερικοῦ ἐνδύματος, ἐπανωφόριον φορούμενον ἄνωθεν τοῦ χιτῶνος, λέξις τοῦ πεζοῦ λόγου ἀντιστοιχοῦσα πρὸς τὸ ποιητ. χλαῖνα, Λατ. pallium, Ἡρόδ. 2. 47, λαμπρὸν ἱμάτιον ἔχων Ἐπίχ. 143 Ahr.· θοἰμάτιον κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ἱμ-, Ἀριστοφ. Νεφ. 180, κ. ἀλλ. ― Ἦτο δὲ τοῦτο ἐπίμηκες τεμάχιον ὑφάσματος ῥιπτόμενον ὑπεράνω τοῦ ἀριστεροῦ ὤμου καὶ φερόμενον εἴτε ὑπὸ τὸν δεξιὸν ὦμον, εἴτε ὑπεράνω αὐτοῦ, Müller Archäol. d. Kunst. 337, ἴδε ἀναβάλλω ΙΙΙ, ἀμπέχω ΙΙ, πρβλ. χλαῖνα, χλανίς, τρίβων, φᾶρος· ἐθεωρεῖτο δὲ θηλυπρεπὲς νὰ σύρηται κατὰ γῆς ὄπισθεν, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122C, Δημ. 442. 15: ― διὰ τῆς λέξεως ἱμάτιον μετέφραζον τὴν λέξιν toga, Πλούτ., κλ.· ἐντεῦθεν, ἐν ἱματίοις, ἐπὶ πολίτου ἐν τῇ συνήθει καθημερινῇ ἐνδυμασίᾳ ἐν καιρῷ εἰρήνης, Λατ. togati, Πλουτ. Κάμιλλ. 10· ἀλλ’ ἱμ. Ἑλληνικόν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ Ρωμαϊκὸν toga, Λουκ. π. Μισθ. Συνόντ. 25. 2) ἱμάτια, τά, καθόλου, ἐνδύματα, Ἡρόδ. 1. 9, Δημ. 816. 24· κατὰ κρᾶσιν θαἰμάτια Ἀριστοφ. Σφ. 408, Λυσ. 1093 (πρβλ. ἱματίδιον). ΙΙ. καθόλου, ὕφασμα, σκέπασμα, Ἡρόδ. 4. 23, πρβλ. Διόδ. 14. 109, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 7.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 pièce de vêtement, particul. pardessus, manteau ; à Rome toge : ἐν ἱματίοις PLUT les citoyens vêtus de la toge (lat. togati);
2 vêtement en gén.
Étymologie: dim. de ἷμα.