ἦχος: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἦχος''': ὁ, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ ἠχή, Ἀριστ. Ἀκουστ. 67 κ. ἀλλ., Θεόκρ. 27. 56· παγᾶς Μόσχ. 5. 12· αὐλοῦ [[αὐτόθι]] 2. 98· τῆς φωνῆς ὁ [[ἦχος]] ἐν ταῖς ἀκοαῖς παραμένει Λουκ. Νιγρ. 7· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ φωνὴ ὑπὸ Πλουτ. 2. 903Α· - [[ἦχος]] ἐν ὠσί, ἢ ἀπολ. ἦχοι, [[ἦχος]], ὁ ἐν τοῖς ὠσὶν [[ἦχος]], Ἱππ. Κωακ. 149, Προγν. 68. 2) ἠχώ, Ἀριστ. Προβλ. 11. 8· [[πέντε]] ἤχους ἀπεργάζεσθαι Πλούτ. 2. 903Α.
|lstext='''ἦχος''': ὁ, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ ἠχή, Ἀριστ. Ἀκουστ. 67 κ. ἀλλ., Θεόκρ. 27. 56· παγᾶς Μόσχ. 5. 12· αὐλοῦ [[αὐτόθι]] 2. 98· τῆς φωνῆς ὁ [[ἦχος]] ἐν ταῖς ἀκοαῖς παραμένει Λουκ. Νιγρ. 7· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ φωνὴ ὑπὸ Πλουτ. 2. 903Α· - [[ἦχος]] ἐν ὠσί, ἢ ἀπολ. ἦχοι, [[ἦχος]], ὁ ἐν τοῖς ὠσὶν [[ἦχος]], Ἱππ. Κωακ. 149, Προγν. 68. 2) ἠχώ, Ἀριστ. Προβλ. 11. 8· [[πέντε]] ἤχους ἀπεργάζεσθαι Πλούτ. 2. 903Α.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> bruit, son;<br /><b>2</b> écho.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἠχώ]].
}}
}}

Revision as of 19:24, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἦχος Medium diacritics: ἦχος Low diacritics: ήχος Capitals: ΗΧΟΣ
Transliteration A: ē̂chos Transliteration B: ēchos Transliteration C: ichos Beta Code: h)=xos

English (LSJ)

ὁ, later form of ἠχή, Arist.Aud.804a30, Theoc.27.57, Ep.Hebr.12.19, Ael.Tact.35.3, etc.; τεττίγων λιγὺν ἦ. Call.Aet.Oxy. 2079.29 (ἧχον Pap.);

   A παγᾶς Mosch.Fr.1.12; αὐλοῦ Id.2.98; οἱ τῶν πριόνων ἦχοι A.D.Synt.290.24; of the sound of words, opp. sense, Phld.Rh.2.258S.; ἦχοι καὶ ψόφοι ib.1.150S.; τῆς φωνῆς ὁ ἦ. ἐν ταῖς ἀκοαῖς παραμένει Luc.Nigr.7; γραμμάτων Demetr.Eloc.71; ἦ. ἐν ὠσί, or abs., ἦχοι, ἦχος, ringing in the ears, Hp.Coac.189, 190, Prorrh.1.18, Thphr.Sens.19; ἦχοι ὤτων Aret.SA1.5.    2 echo, Arist.Pr.899b30.    3 Gramm., breathing, ἦχοι ὁ μὲν δασύς, ὁ δὲ ψιλός Demetr. Eloc.73.    4 voice, τὸν ἦ. εὔτονον καὶ λαμπρὸν ἀποτελεῖ Dsc.5.17. (ἦχος, τό, is found in LXXJe.28(51).16, dub. in Ev.Luc.21.25.)

German (Pape)

[Seite 1180] ὁ, = ἠχή, nach Moeris die hellenistische Form; πηγῆς Mosch. 5, 12; Luc. τῆς φωνῆς ὁ ἦχος ἐν ταῖς ἀκοαῖς παραμένει Nigr. 7; Plut. öfter u. a. Sp. – Bei Hippocr. das Klingen der Ohren; im plur. ἦχοι Dem. Phal. 73.

Greek (Liddell-Scott)

ἦχος: ὁ, μεταγεν. τύπος τοῦ ἠχή, Ἀριστ. Ἀκουστ. 67 κ. ἀλλ., Θεόκρ. 27. 56· παγᾶς Μόσχ. 5. 12· αὐλοῦ αὐτόθι 2. 98· τῆς φωνῆς ὁ ἦχος ἐν ταῖς ἀκοαῖς παραμένει Λουκ. Νιγρ. 7· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ φωνὴ ὑπὸ Πλουτ. 2. 903Α· - ἦχος ἐν ὠσί, ἢ ἀπολ. ἦχοι, ἦχος, ὁ ἐν τοῖς ὠσὶν ἦχος, Ἱππ. Κωακ. 149, Προγν. 68. 2) ἠχώ, Ἀριστ. Προβλ. 11. 8· πέντε ἤχους ἀπεργάζεσθαι Πλούτ. 2. 903Α.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 bruit, son;
2 écho.
Étymologie: cf. ἠχώ.