σφοδρός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφοδρός''': -ά, -όν, καὶ ός, όν, Πλάτ. Πολ. 586C· ― ὡς τὸ [[σφεδανός]], [[ὁρμητικός]], [[βίαιος]], ὑπερβολικὸς (ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. [[ἅπαξ]] ἐν τῷ ἐπιρρ., ἴδε κατωτ.), [[πόνος]] Ἱππ. Ἀφ. 1246· [[μῖσος]] Θουκ. 1. 103· [[ἔνδεια]] Ξεν. Ἀναβ. 1. 10, 18· ἐπιθυμία Πλάτ. Πολιτικ. 308Α· αἱ σφ. ἡδοναὶ ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 52C· ἐπὶ τραύματος, σπουδαῖον, σοβαρόν, Δημ. 1260 ἐν τέλει σφοδρότερα [[ὁμοιότης]] Ἀριστ. Τοπ. 1. 7. 3· τὸ σφοδρὸν, ἡ [[σφοδρότης]], [[ὁρμή]], [[ὑπερβολή]], Πλάτ. Φίληβ. 52C. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ὁρμητικός]], [[βίαιος]], [[παράφορος]], [[νέος]] καὶ σφ., σφ. καὶ [[νέος]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 698Ε, 839Β· [[φιλότιμος]] καὶ σφ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολογ. 23Ε· σφ. ἐπί τι [[αὐτόθι]] 21Α· [[πρός]] τι Ξεν. Κύρ. 2. 2, 25· ― [[ὡσαύτως]], [[δραστήριος]], [[ζηλωτής]], ὑπηρέται [[αὐτόθι]] 2. 1, 31· ― [[ὡσαύτως]], [[ἰσχυρός]], [[ῥωμαλέος]], ἡ [[γεωργία]] σφοδρὸν τὸ [[σῶμα]] παρέχει ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 5, 5. ΙΙ. Ἐπίρρ. σφοδρῶς, ἰσχυρῶς, ὁρμητικῶς, κτλ., [[μάλα]] σφ. [[ἐλάαν]] Ὀδ. Μ. 124· [[πάνυ]] σφ. Ξεν. Οἰκ. 1. 21· καθ’ ἑαυτό, [[αὐτόθι]] 5, 4 καὶ 13, Πλάτ. Ἀπολ. 23Ε, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 43D, Ἀριστ. Κατηγ. 7, 35· ― ἀλλὰ παρ’ Ἀττικ., [[σφόδρα]] (ὃ ἴδε) [[εἶναι]] τὸ σύνηθες ἐπίρρ.: Συγκρ. -ότερον καὶ -οτέρως, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 10, 1., 9. 13· ὑπερθετ. -ότατον, Ξεν. Ἱππ. 12, 13. (Πρὸς τὴν √ΣΦΕΔ, ΣΦΟΔ, ὁ Κούρτ. πρβλ. τὸ Σανσκρ. span l-ë (prufio) καὶ τὰ Ἑλλην. σφαδάζω, σφενδόνη, κτλ., πρβλ. [[σφαδάζω]]).
|lstext='''σφοδρός''': -ά, -όν, καὶ ός, όν, Πλάτ. Πολ. 586C· ― ὡς τὸ [[σφεδανός]], [[ὁρμητικός]], [[βίαιος]], ὑπερβολικὸς (ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. [[ἅπαξ]] ἐν τῷ ἐπιρρ., ἴδε κατωτ.), [[πόνος]] Ἱππ. Ἀφ. 1246· [[μῖσος]] Θουκ. 1. 103· [[ἔνδεια]] Ξεν. Ἀναβ. 1. 10, 18· ἐπιθυμία Πλάτ. Πολιτικ. 308Α· αἱ σφ. ἡδοναὶ ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 52C· ἐπὶ τραύματος, σπουδαῖον, σοβαρόν, Δημ. 1260 ἐν τέλει σφοδρότερα [[ὁμοιότης]] Ἀριστ. Τοπ. 1. 7. 3· τὸ σφοδρὸν, ἡ [[σφοδρότης]], [[ὁρμή]], [[ὑπερβολή]], Πλάτ. Φίληβ. 52C. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ὁρμητικός]], [[βίαιος]], [[παράφορος]], [[νέος]] καὶ σφ., σφ. καὶ [[νέος]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 698Ε, 839Β· [[φιλότιμος]] καὶ σφ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολογ. 23Ε· σφ. ἐπί τι [[αὐτόθι]] 21Α· [[πρός]] τι Ξεν. Κύρ. 2. 2, 25· ― [[ὡσαύτως]], [[δραστήριος]], [[ζηλωτής]], ὑπηρέται [[αὐτόθι]] 2. 1, 31· ― [[ὡσαύτως]], [[ἰσχυρός]], [[ῥωμαλέος]], ἡ [[γεωργία]] σφοδρὸν τὸ [[σῶμα]] παρέχει ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 5, 5. ΙΙ. Ἐπίρρ. σφοδρῶς, ἰσχυρῶς, ὁρμητικῶς, κτλ., [[μάλα]] σφ. [[ἐλάαν]] Ὀδ. Μ. 124· [[πάνυ]] σφ. Ξεν. Οἰκ. 1. 21· καθ’ ἑαυτό, [[αὐτόθι]] 5, 4 καὶ 13, Πλάτ. Ἀπολ. 23Ε, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 43D, Ἀριστ. Κατηγ. 7, 35· ― ἀλλὰ παρ’ Ἀττικ., [[σφόδρα]] (ὃ ἴδε) [[εἶναι]] τὸ σύνηθες ἐπίρρ.: Συγκρ. -ότερον καὶ -οτέρως, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 10, 1., 9. 13· ὑπερθετ. -ότατον, Ξεν. Ἱππ. 12, 13. (Πρὸς τὴν √ΣΦΕΔ, ΣΦΟΔ, ὁ Κούρτ. πρβλ. τὸ Σανσκρ. span l-ë (prufio) καὶ τὰ Ἑλλην. σφαδάζω, σφενδόνη, κτλ., πρβλ. [[σφαδάζω]]).
}}
{{bailly
|btext=ά <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>1</b> véhément, violent ; <i>en parl. de pers., en b. part</i> ardent, zélé;<br /><b>2</b> fort, robuste;<br /><i>Cp.</i> σφοδρότερος, <i>Sp.</i> σφοδρότατος.<br />'''Étymologie:''' R. Σφεδ <i>ou</i> Σφοδ, être fort.
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφοδρός Medium diacritics: σφοδρός Low diacritics: σφοδρός Capitals: ΣΦΟΔΡΟΣ
Transliteration A: sphodrós Transliteration B: sphodros Transliteration C: sfodros Beta Code: sfodro/s

English (LSJ)

ά, όν, also ός, όν Pl.R.586c:—

   A vehement, violent, excessive (used by Hom. once in Adv., v. infr.), πόνος Hp.Aph.2.46; καῦμα, γυμνάσιον, Gal.15.39, 153; ἀγρυπνία Id.18(2) 33; σφυγμός Sor.2.27; μῖσος Th.1.103; λόγοι Com.Adesp.28D.; ἐπιθυμία Pl.Plt. 308a (Comp.); αἱ σ. ἡδοναί Id.Phlb.52c; ἀλγήματα τοῦ σώματος πάνυ σ. D.54.11; δίψος σ. PTeb.272.7 (ii A.D.); δίψα σ. Gal.16.564; -οτέρα ὁμοιότης Arist.Top.103a22; ταραχὴ-οτέρα Phld.D.1.12; -ότερος κίνδυνος Gal.16.686; τὸ σ. vehemence, excess, Pl.Phlb.52c.    2 of men, violent, impetuous, νέος καὶ σ., σ. καὶ νέος, Id.Lg.698e, 839b; φιλότιμοι καὶ σ. Id.Ap.23e; σ. ἐφ' ὅτι ὁρμήσειεν ib.21a; πρὸς τὸ πλεονεκτεῖν X.Cyr.2.2.25; also, active, zealous, ὑπηρέται ib.2.1.31; strong, robust, ἡ γεωργία σ. τὸ σῶμα παρέχει Id.Oec.5.5.    II Adv. -ῶς vehemently, etc., μάλα σ. ἐλάαν Od.12.124; πάνυ σ. X.Oec.1.21; alone, ib.5.4,13, Pl.Ap.23e, Ti.43d, Arist.Cat.8b22; σ. χειμαζομένων Act.Ap.27.18; θερμαίνοντες ἢ ψύχοντες σ. Gal.15.63; but in Att. σφόδρα (q.v.) is the common Adv.: Comp. -ότερον LXX 4 Ma. 5.32, Gal.15.126; -οτέρως Thphr.CP5.9.13, 5.10.1, Phld.Piet.76: Sup. -ότατον X.Eq.12.13.

German (Pape)

[Seite 1051] heftig, eifrig, ungestüm; Hom. hat nur das adv., μάλα σφοδρῶς ἐλάαν, Od. 12, 124; öfter in att. Prosa : τὸ σφοδρὸν μῖσος, Thuc. 1, 103; ἔνδεια, Xen. An. 1, 10, 18; auch ὑπηρέται, Cyr. 2, 1, 31; ἀνὴρ σφοδρὸς καὶ νέος, Plat. Legg. VIII, 839 b; ὡς σφοδρὸς ἐφ' ὅτι ὁρμήσειε, Apol. 21 a; καὶ φιλότιμος, 23 e; καὶ πυκναὶ ἐπιθυμίαι, Rep. IX, 573 e; διὰ τὴν σφοδροτέραν τοῦ δέοντος ἐπιθυμίαν, Polit. 308 a; adv., σφοδρῶς διαβάλλειν, Apol. 23 e; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

σφοδρός: -ά, -όν, καὶ ός, όν, Πλάτ. Πολ. 586C· ― ὡς τὸ σφεδανός, ὁρμητικός, βίαιος, ὑπερβολικὸς (ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἅπαξ ἐν τῷ ἐπιρρ., ἴδε κατωτ.), πόνος Ἱππ. Ἀφ. 1246· μῖσος Θουκ. 1. 103· ἔνδεια Ξεν. Ἀναβ. 1. 10, 18· ἐπιθυμία Πλάτ. Πολιτικ. 308Α· αἱ σφ. ἡδοναὶ ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 52C· ἐπὶ τραύματος, σπουδαῖον, σοβαρόν, Δημ. 1260 ἐν τέλει σφοδρότερα ὁμοιότης Ἀριστ. Τοπ. 1. 7. 3· τὸ σφοδρὸν, ἡ σφοδρότης, ὁρμή, ὑπερβολή, Πλάτ. Φίληβ. 52C. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁρμητικός, βίαιος, παράφορος, νέος καὶ σφ., σφ. καὶ νέος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 698Ε, 839Β· φιλότιμος καὶ σφ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολογ. 23Ε· σφ. ἐπί τι αὐτόθι 21Α· πρός τι Ξεν. Κύρ. 2. 2, 25· ― ὡσαύτως, δραστήριος, ζηλωτής, ὑπηρέται αὐτόθι 2. 1, 31· ― ὡσαύτως, ἰσχυρός, ῥωμαλέος, ἡ γεωργία σφοδρὸν τὸ σῶμα παρέχει ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 5, 5. ΙΙ. Ἐπίρρ. σφοδρῶς, ἰσχυρῶς, ὁρμητικῶς, κτλ., μάλα σφ. ἐλάαν Ὀδ. Μ. 124· πάνυ σφ. Ξεν. Οἰκ. 1. 21· καθ’ ἑαυτό, αὐτόθι 5, 4 καὶ 13, Πλάτ. Ἀπολ. 23Ε, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 43D, Ἀριστ. Κατηγ. 7, 35· ― ἀλλὰ παρ’ Ἀττικ., σφόδρα (ὃ ἴδε) εἶναι τὸ σύνηθες ἐπίρρ.: Συγκρ. -ότερον καὶ -οτέρως, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 10, 1., 9. 13· ὑπερθετ. -ότατον, Ξεν. Ἱππ. 12, 13. (Πρὸς τὴν √ΣΦΕΔ, ΣΦΟΔ, ὁ Κούρτ. πρβλ. τὸ Σανσκρ. span l-ë (prufio) καὶ τὰ Ἑλλην. σφαδάζω, σφενδόνη, κτλ., πρβλ. σφαδάζω).

French (Bailly abrégé)

ά ou ός, όν :
1 véhément, violent ; en parl. de pers., en b. part ardent, zélé;
2 fort, robuste;
Cp. σφοδρότερος, Sp. σφοδρότατος.
Étymologie: R. Σφεδ ou Σφοδ, être fort.