ἐπικρατής: Difference between revisions
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. Cp.</i> [[ἐπικρατέστερος]];<br />qui l’emporte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κράτος]]. | |btext=<i>seul. Cp.</i> [[ἐπικρατέστερος]];<br />qui l’emporte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κράτος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (AM [[ἐπικρατής]], -ές) <b>νεοελλ.</b> <b>βιολ.</b> <b>φρ.</b> «[[επικρατής]] [[χαρακτήρας]]» — [[κληρονομικός]] [[χαρακτήρας]] που βρίσκεται σε ένα αλληλόμορφο [[γονίδιο]] και υπερέχει του αντίστοιχου χαρακτήρα στο ομόλογο [[γονίδιο]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />(στον συγκριτ.) <i>επικρατέστερος</i><br />ισχυρότερος, [[υπέρτερος]], συνηθέστερος («η επικρατέστερη [[άποψη]], [[θεωρία]], [[γνώμη]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(για χειμώνα) [[βαρύς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπερισχύει, επικρατεί, δεσπόζει<br /><b>2.</b> «κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον» — με [[επιτυχία]], με [[υπεροχή]], με [[επικράτηση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπικρατέως</i><br /><b>αρχ.</b><br />με [[ορμή]], [[δυνατά]], ισχυρώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>κρατής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A master of a thing: only Comp. -έστερος, τῇ μάχῃ superior in... Th.6.88; -έστερός τινος γενόμενος having the upper hand of . ., D.C.55.30; τὸ -έστερον φέρειν Memn.34.3; κατὰ τὸ -έστερον with success, D.S.37.2.—Hom. only in Adv. -τέως with overwhelming might, impetuously, Il.16.67,81,23.863 (never in Od.); so Hes.Sc.321, A.R.1.367, etc.
German (Pape)
[Seite 953] ές, Etwas in seiner Gewalt habend, mächtig, siegreich, nur im compar., ἐπικρατέστεροι τῇ μάχῃ ἐγένοντο Thuc. 6, 88; Sp., wie D. Cass. ὅσα τῆς βουλῆς ἐπικρατέστεροι ἦσαν 36, 26; διεπολέμησαν κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον D. Sic., siegreich. – Adv. ἐπικρατέως, z. B. ἔμπεσ' ἐπικρ., mit Uebermacht, gewaltsam, ungestüm, Il. 16, 81. 23, 863; πάλλεν Hes. Sc. 521; sp. D., wie Ap. Rh.1, 367.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικρᾰτής: -ές, ὁ ἐπικρατῶν εἴς τι, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ συγκρ., ἐπικρατέστερος τῇ μάχῃ, ὑπέρτερος ἐν..., Θουκ. 6. 88˙ ἐπικρατέστερός τινος Δίων Κ. 55. 30, πρβλ. Μέμνονα 29˙ κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον, μετ’ ἐπιτυχίας, Διοδ. Ἐκλογ. σ. 539. - Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἐπίρρ. -τέως, ἰσχυρῶς, νέφος ἀμφιβέβηκε νηυσὶν ἐπικρατέως Ἰλ. Π. 67˙ ἔμπεσ’ ἐπικρατέως, ἐπέπεσε μεθ’ ὁρμῆς, ἰσχυρῶς, αὐτόθι 81˙ αὐτίκα δ’ ἰὸν ἧκεν ἐπικρατέως Ψ. 863 (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.)˙ οὕτως Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 321, 419, 461, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 367, κλ.
French (Bailly abrégé)
seul. Cp. ἐπικρατέστερος;
qui l’emporte.
Étymologie: ἐπί, κράτος.
Greek Monolingual
-ές (AM ἐπικρατής, -ές) νεοελλ. βιολ. φρ. «επικρατής χαρακτήρας» — κληρονομικός χαρακτήρας που βρίσκεται σε ένα αλληλόμορφο γονίδιο και υπερέχει του αντίστοιχου χαρακτήρα στο ομόλογο γονίδιο
νεοελλ.-αρχ.
(στον συγκριτ.) επικρατέστερος
ισχυρότερος, υπέρτερος, συνηθέστερος («η επικρατέστερη άποψη, θεωρία, γνώμη» κ.λπ.)
μσν.
(για χειμώνα) βαρύς
αρχ.
1. αυτός που υπερισχύει, επικρατεί, δεσπόζει
2. «κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον» — με επιτυχία, με υπεροχή, με επικράτηση.
επίρρ...
ἐπικρατέως
αρχ.
με ορμή, δυνατά, ισχυρώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κρατής (< κράτος)].