ὑπερακοντίζω: Difference between revisions
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
(Bailly1_5) |
(43) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=être plus fort <i>ou</i> plus habile à lancer le javelot ; <i>p. ext.</i> surpasser : τινά τινι qqn en qch ; τινα avec un part. : qqn pour faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἀκοντίζω]]. | |btext=être plus fort <i>ou</i> plus habile à lancer le javelot ; <i>p. ext.</i> surpasser : τινά τινι qqn en qch ; τινα avec un part. : qqn pour faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἀκοντίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὑπερακοντίζω]] ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[ακοντίζω]] [[πέρα]] από τον στόχο, [[ρίχνω]] το [[ακόντιο]] μακρύτερα από τους άλλους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπερέχω]], [[υπερτερώ]], [[υπερβάλλω]] (α. «υπερακόντισε σε [[πολυλογία]] όλους τους συναδέλφους του ομιλητές» β. «αὐτὸν σε ὑπερηκόντισε τῇ ἀναιδείᾳ», <b>Λουκιαν.</b><br />γ. «ὑπερακοντίζεις σύ γ' ἤδη Νικίαν ταῑς μηχαναῑς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τρυπώ]], [[διαπερνώ]] με το [[ξίφος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εκτοξεύω]], [[στέλνω]] [[μακριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀκοντίζω]] «[[ρίχνω]] [[ακόντιο]], [[χτυπώ]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
A overshoot, i. e. outdo, Νικίαν ταῖς μηχαναῖς Ar.Av. 363 (troch.); διακοσίαισι βουσὶν ὑπερηκόντισα I overshot him with my 200 kine, Id.Eq.659, cf. Diph.66.5; also κλέπτων τοὺς βλέποντας ὑπερηκόντικεν has outdone them in stealing, Ar.Pl.666:—Pass., [ἡ ἰατρικὴ] ὑπερηκοντίσθη κατὰ τὴν ἀξίαν πασῶν τῶν κατὰ τὸν βίον χρειῶν has been made to excel... Alex.Aphr.Pr.2Prooem.
German (Pape)
[Seite 1190] mit dem Spieße darüber wegwerfen, übertr., übertreffen, τινά τινι, Einen worin, Ar. Av. 363; auch τινά mit folgdm partic., Plut. 666; σὲ ὑπερηκόντισε τῇ ἀπαιδευσίᾳ Luc. adv. ind. 14.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερᾰκοντίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, ὡς καὶ νῦν, ὑπερτερῶ, περνῶ, Νικίαν ταῖς μνηχαναῖς Ἀριστοφ. Ὄρν. 363· ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ.· ἀλλά, διακοσίαισι βουσὶν ὑπερηκόντισα, ὑπερέβαλον αὐτὸν διὰ τῶν διακοσίων μου βοῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 659, πρβλ. Δίφιλον ἐν «Πολυπράγμονι» 1. 5· ὡσαύτως, ὑπ. τινὰ κλέπτων, ὑπερτερῶ εἰς τὸ κλέπτειν, Ἀριστοφ. Πλ. 666.
French (Bailly abrégé)
être plus fort ou plus habile à lancer le javelot ; p. ext. surpasser : τινά τινι qqn en qch ; τινα avec un part. : qqn pour faire qch.
Étymologie: ὑπέρ, ἀκοντίζω.
Greek Monolingual
ὑπερακοντίζω ΝΜΑ
1. ακοντίζω πέρα από τον στόχο, ρίχνω το ακόντιο μακρύτερα από τους άλλους
2. μτφ. υπερέχω, υπερτερώ, υπερβάλλω (α. «υπερακόντισε σε πολυλογία όλους τους συναδέλφους του ομιλητές» β. «αὐτὸν σε ὑπερηκόντισε τῇ ἀναιδείᾳ», Λουκιαν.
γ. «ὑπερακοντίζεις σύ γ' ἤδη Νικίαν ταῑς μηχαναῑς», Αριστοφ.)
μσν.
1. τρυπώ, διαπερνώ με το ξίφος
2. μτφ. εκτοξεύω, στέλνω μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀκοντίζω «ρίχνω ακόντιο, χτυπώ»].