δυσχεραίνω: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(Bailly1_2)
(big3_12)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> δυσχερανῶ;<br /><b>1</b> supporter avec peine, acc. ; <i>Pass.</i> δυσχεραινόμενος ὑπὸ πολλῶν PLUT devenu insupportable à beaucoup;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> être fâché, mécontent : τινι de qch;<br /><b>3</b> susciter des difficultés : ῥήματα δυσχεράναντα SOPH paroles qui ont fait de la peine.<br />'''Étymologie:''' [[δυσχερής]].
|btext=<i>f.</i> δυσχερανῶ;<br /><b>1</b> supporter avec peine, acc. ; <i>Pass.</i> δυσχεραινόμενος ὑπὸ πολλῶν PLUT devenu insupportable à beaucoup;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> être fâché, mécontent : τινι de qch;<br /><b>3</b> susciter des difficultés : ῥήματα δυσχεράναντα SOPH paroles qui ont fait de la peine.<br />'''Étymologie:''' [[δυσχερής]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> c. suj. abstr. [[causar disgusto]], [[afligir]], [[ser desagradable]], [[molestar]] ῥήματ' S.<i>OC</i> 1282, ἥκιστα ... [[γῆρας]] ἄρχοντος δυσχεραίνει la vejez de un poderoso es menos desagradable</i> X.<i>Hier</i>.8.6, τὸ χεῖρον Porph.<i>Sent</i>.32<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. τὰ μέλλοντα δυσχεραίνεσθαι τοῖς ἀκούουσιν Anaximen.<i>Rh</i>.1432<sup>b</sup>20, cf. 1437<sup>a</sup>33, πολλαὶ ... τιμαὶ πεπόνθασιν ... δυσχερανθεῖσαι Plu.2.820e, δυσχεραινομένου δὲ τοῦ τῆς μοναρχίας ὀνόματος Plu.<i>Publ</i>.1.<br /><b class="num">2</b> c. suj. de pers. [[disgustarse]], [[enojarse]] c. dat. τοῖς ... λέγουσι Arist.<i>EN</i> 1128<sup>a</sup>8, ταῖς δυσώδεσιν ὀσμαῖς Arist.<i>HA</i> 626<sup>a</sup>26, τοῖς ἀδικήμασιν <i>UPZ</i> 144.4 (II a.C.), ὀλιγαρχίᾳ Plu.<i>Them</i>.19, τῇ τριβῇ Plu.<i>Per</i>.27, cf. M.Ant.4.3, c. giro prep. περὶ ... τῶν ἑτοίμων And.3.35, ἐπὶ τοῖς κακοῖς δ. Isoc.1.26, cf. 12.201, Plb.2.8.9, Aesop.261, Hdn.2.5.7, Simp.<i>in Epict</i>.15.23, πρὸς τὴν ἀδικίαν τοῦ ἀνθρώπου Plu.<i>Pyrrh</i>.21, cf. <i>SEG</i> 39.1193.6 (Éfeso, imper.), Dam.<i>Fr</i>.229, καθ' ἡμῶν Luc.<i>Nau</i>.10, ὑπὲρ τίνος ... δυσχεραίνουσιν οἱ θρηνοῦντες τὸν ἀποιχόμενον; ¿por qué se disgustan los que lloran al que se ha marchado?</i> Gr.Nyss.<i>Mort</i>.37.17, sin rég. λέξις ... δυσχεραίνοντος la expresión del que está indignado</i> en la oratoria, Arist.<i>Rh</i>.1408<sup>a</sup>17, cf. Pl.<i>Tht</i>.169d, D.H.<i>Th</i>.34.4, <i>PLond</i>.1007.20 (VI d.C.), 1032.6 (VI/VII d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[sentir aversión por]] c. dat. ἀνθρώπου δυσχεραίνοντος ... τοῖς τόποις D.55.11, ὅταν τοῖς προεστῶσι ... δυσχεραίνωσιν Plb.11.28.2, ἐδυσχέραινεν αὐτῇ (τῇ θεολογίᾳ) Numen.23, c. giro prep. τὸν ... περὶ τὰ μαθήματα δυσχεραίνοντα al que siente aversión por el estudio</i> Pl.<i>R</i>.475b.<br /><b class="num">3</b> c. suj. de pers. o n. concr. [[plantear problemas]], [[poner trabas]], c. suj. de pers. [[tender una trampa]], [[ser capcioso]] εἰ βούλοιτο δυσχεραίνειν ἐν τοῖς λόγοις Pl.<i>Grg</i>.450e<br /><b class="num">•</b>c. suj. de concr. [[ofrecer dificultades]] ὅπου δ' ἂν ἧττον δυσχεραίνῃ τὸ ποτόν donde la bebida ofrezca menos dificultades</i> Arist.<i>HA</i> 595<sup>b</sup>25.<br /><b class="num">II</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[ser incapaz de soportar]] c. ac. de cosa o abstr. πάσας τὰς οἰκήσεις Isoc.14.46, τὴν [[ἐμαυτοῦ]] δυσμαθίαν Pl.<i>Tht</i>.195c, τι ... τῶν λεχθέντων Pl.<i>Plt</i>.294a, τὸν Φιλήβου λόγον Pl.<i>Phlb</i>.66e, ἕν τι D.19.116, τὸ πρᾶγμα D.21.86, τῶν βρωμάτων τὰ καθαρειότατα Plu.2.101c, τὸ ... παρόν M.Ant.2.2, αὐτά Luc.<i>Pr.Im</i>.12, cf. Aesop.180.2, τὸ τοιόνδε μέλος Aristid.Quint.80.21, c. inf. subst. μὴ δ. τὸ ἀδικεῖν Pl.<i>R</i>.362b, ἐδυσχέραινόν τινες ... τὸ ... γενέσθαι τοῖς ἐναντίοις αὐτῶν συμμάχους X.<i>HG</i> 7.4.2<br /><b class="num">•</b>c. or. complet. [[ser reacio a]], [[ser incapaz de]] ἵνα ἡμῖν δυσχεραίνωσιν ὅμοια ... ποιεῖν para que nos sean reacios a imitar</i> Pl.<i>R</i>.388a.<br /><b class="num">2</b> [[dificultar]], [[hacer difícil]], [[poner reparos]] [[δεῖ]] μὴ δ. παιδικῶς τὴν περὶ τῶν ἀτιμοτέρων ζῴων ἐπίσκεψιν Arist.<i>PA</i> 645<sup>a</sup>15, οὐ γὰρ ἂν τὴν ... μετάστασιν (τοῦ βίου) ... ἐδυσχέραινεν Luc.<i>Luct</i>.15, οἵδε ἔτι μᾶλλον αὐτὴν (τὴν ὁδόν) ἐδυσχέραινον αὐτῷ, τὰ δένδρα κόπτοντες App.<i>Ill</i>.18, c. ac. int. ταῦτ' οὐκ ἐδυσχέραινεν ὁ μιαρός el infame no ponía reparos a esas cosas</i> Aeschin.1.54, οἱ μὲν ... ἓν φάσκοντες εἶναι τὸ ὑποκείμενον οὐθὲν ἐδυσχέραναν ἑαυτοῖς los que afirmaron que el sujeto es uno solo no se plantearon esta dificultad</i> Arist.<i>Metaph</i>.984<sup>a</sup>29.<br /><b class="num">3</b> c. ac. de pers. [[irritarse con]] Κηφισόδωρον Aeschin.1.158, τοὺς θεούς Pl.<i>Lg</i>.900a, δυσχεραίνοντες ... τοὺς Ἀθηναίους οἱ πολλοί Aristid.<i>Or</i>.26.47<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[ser denostado]] ὑπὸ πολλῶν δυσχεραινόμενος ref. Cicerón por su vanidad, Plu.<i>Cic</i>.24.
}}
}}

Revision as of 12:07, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσχεραίνω Medium diacritics: δυσχεραίνω Low diacritics: δυσχεραίνω Capitals: ΔΥΣΧΕΡΑΙΝΩ
Transliteration A: dyscheraínō Transliteration B: dyscherainō Transliteration C: dyscheraino Beta Code: dusxerai/nw

English (LSJ)

impf.

   A ἐδυσχέραινον Pl.Tht.169d: aor. ἐδυσχέρᾱνα S.OC1282, Isoc.12.201: aor. Pass. ἐδυσχεράνθην Plu.2.820f: (δυσχερής):—to be unable to endure or put up with, to be disgusted at, c. acc., Isoc.14.46, Pl.Tht.195c, D.19.116, etc.; θεούς Pl.Lg.900a; δ. τὸ γενέσθαι τι X.HG7.4.2; τὸ ἀδικεῖν Pl.R.362b: c. acc. et part., to be annoyed at his doing, Aeschin.1.158.    2 mostly intr., feel dislike, disgust or annoyance, to be displeased, περί τινος And.3.35; τινί at a thing, D.55.11; ἐπί τινι Isoc.1.26; πρός τι D.H.Th.34, Plu. Pyrrh.21; κατά τινος Luc.Nav.10; also δ. ἑαυτῷ to have misgivings, Arist.Metaph.984a29:—Pass., to be hateful, ὄνομα δυσχεραινόμενον Plu.Publ.1; δ. ὑπὸ πολλῶν Id.Cic.24.    3 c. inf., scorn to do a thing, Pl.R.388a: c. acc., δ. τι τῶν λεχθέντων feel qualms about, Id.Plt.294a; ταῦτ' οὐκ ἐδυσχέραινεν felt no scruple about, Aeschin.1.54; to be fastidious, περὶ τὰ μαθήματα Pl.R.475b.    II causal, cause annoyance, ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι ἢ δυσχεράναντ' S.OC1282; δ. τὴν ὁδόν make it difficult, App.Ill.18:—Pass., to be disagreeable, τοῖς ἀκούουσι Arist.Rh.Al.1432b19: abs., ib.1437a33.    III δ. ἐν τοῖς λόγοις to make difficulties in argument, to be captious, Pl.Grg. 450e.

German (Pape)

[Seite 690] (δυσχερής), 1) unwillig, unzufrieden sein od. werden; oft absolut, Isocr. 4, 12. 5, 24 u. a. Att.; τί, mit etwas, z. B. τὴν ἐμαυτοῦ δυσμαθίαν Plat. Theaet. 195 c; τὸ πρᾶγμα Dem. 21, 86; bes. = Widerwillen gegen etwas haben, verwerfen, Ggstz ἀποδέχομαι; Plat. Polit. 294 a ἀποδέχει ἤ τι καὶ δυσχεραίνεις τῶν λεχθέντων; vgl. Men. 89 d; θεούς Legg. X, 900 a; auch Ggstz ἐνδέχομαι, VIII, 834 d, mit folgdm acc. c. inf., wie Xen. Hell. 7, 4, 2; Luc. nav. 15 auch c. partic., ἐδυσχέραινες ἡμᾶς συμπλέοντας, wie Aesch. 1, 158; dah. pass., τὸ τῆς μοναρχίας ὄνομα δυσχεραινόμενον, mit Unwillen vernommen, Plut. Poplic. 1; ὑπό τινος, gehaßt werden, Cic. 24; – περί τι, Plat. Rep. V, 475 c; ἐπί τινι, Isocr. 1, 26. 12, 201; Pol. 2, 8, 9 u. öfter, u. so gew. bei Folgenden; auch τινί, Dem. 55, 11; ἐν τοῖς λόγοις Plat. Gorg. 450 e, Schwierigkeiten beim Disputiren machen, trügerische Kunstgriffe anwenden; κατά τινος, Luc. navig. 10; πρός τι, D. Hal. Iud. Thuc. 34, 5; Plut. Pyrrh. 21 T. Graech. 13; – δυσχεραντέον, εἰ Plat. Legg. IX, 859 b. – 2) Unwillen erregen; ῥήματα ἢ τέρψαντα ἢ δυσχεράναντα, bittere Worte, Soph. O. C. 1284; auch τὴν ὁδὸν δένδρα κόπτοντες, schwierig machen, App. Illyr. 18.

Greek (Liddell-Scott)

δυσχεραίνω: παρατ. ἐδυσχέραινον Πλάτ. Θεαιτ. 169D· ἀόρ. ἐδυσχέρᾱνα Ἰσοκρ. 275Α· (δυσχερής). Δὲν δύναμαι νὰ ὑποφέρω, νὰ ὑπομείνω τι, ἀηδίζομαι πρός τι, δυσαρεστοῦμαι ἔκ τινος, Λατ. aegre ferre, μετ’ αἰτ., Ἰσοκρ. 305C, Πλάτ. Θεαιτ. 195C, Δημ. 376. 18, κτλ.· δ. τὸ γενέσθαι τι Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 2· τὸ ἀδικεῖν Πλάτ. Πολ. 362Β· μετ’ αἰτ. καὶ μετοχ.,δυσαρεστοῦμαι ὅτι πράττει τις, Αἰσχίν. 8. 27. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ἀμεταβ., αἰσθάνομαι δυσαρέσκειαν, ἀηδίαν ἢ στενοχωρίαν δυσαρεστοῦμαι, στενοχωροῦμαι, ὀργίζομαι, τινός, διά τι ἢ ἕνεκά τινος…, Πλάτ. Πολιτ. 294Α· περί τινος Ἀνδοκ. 28. 5· περί τι Πλάτ. Πολ. 475C· ὡσαύτως, τινί, διά τι πρᾶγμα, Δημ. 1274. 24, κτλ.· ἐπί τινι Ἰσοκρ. 7C· πρός τι Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 34· ὡσαύτως, δ. ἑαυτῷ, εἶναι δυσαρεστημένος καθ’ ἑαυτοῦ, Ἀριστ. Μεταφ. 1. 3, 12. - Παθ., εἶμαι μισητός, μισοῦμαι, ὄνομα δυσχεραινόμενον Πλούτ. Ποπλικ. 1. 3) μετ’ ἀπαρ., δὲν θέλω, δυσαρεστοῦμαι νὰ πράξω τι, Πλατ. Πολ. 388Α. ΙΙ. μεταβατ., παρέχω στενοχωρίαν ἢ δυσαρεστῶ, ἀντίθετον τέρπω· ῥήματ. ἢ τέρψαντά τι ἢ δυσχεραίναντ’ Σοφ. Ο. Κ. 1281· δ. τὴν ὁδόν, καθιστῶ τὴν ὁδὸν δύσκολον, Ἀππ. Ἰλλυρ. 18. - Παθ., εἶμαι δυσάρεστος, δύσκολος, Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 19, 2., 30, 14. ΙΙΙ. δ. ἐν τοῖς λόγοις, φέρω δυσκολίας ἐν τῇ συζητήσει, εἶμαι δεξιὸς εἰς τὸ ἀνακαλύπτειν σφάλματα, Πλάτ. Γοργ. 450Ε.

French (Bailly abrégé)

f. δυσχερανῶ;
1 supporter avec peine, acc. ; Pass. δυσχεραινόμενος ὑπὸ πολλῶν PLUT devenu insupportable à beaucoup;
2 intr. être fâché, mécontent : τινι de qch;
3 susciter des difficultés : ῥήματα δυσχεράναντα SOPH paroles qui ont fait de la peine.
Étymologie: δυσχερής.

Spanish (DGE)

I intr.
1 c. suj. abstr. causar disgusto, afligir, ser desagradable, molestar ῥήματ' S.OC 1282, ἥκιστα ... γῆρας ἄρχοντος δυσχεραίνει la vejez de un poderoso es menos desagradable X.Hier.8.6, τὸ χεῖρον Porph.Sent.32
en v. med. mismo sent. τὰ μέλλοντα δυσχεραίνεσθαι τοῖς ἀκούουσιν Anaximen.Rh.1432b20, cf. 1437a33, πολλαὶ ... τιμαὶ πεπόνθασιν ... δυσχερανθεῖσαι Plu.2.820e, δυσχεραινομένου δὲ τοῦ τῆς μοναρχίας ὀνόματος Plu.Publ.1.
2 c. suj. de pers. disgustarse, enojarse c. dat. τοῖς ... λέγουσι Arist.EN 1128a8, ταῖς δυσώδεσιν ὀσμαῖς Arist.HA 626a26, τοῖς ἀδικήμασιν UPZ 144.4 (II a.C.), ὀλιγαρχίᾳ Plu.Them.19, τῇ τριβῇ Plu.Per.27, cf. M.Ant.4.3, c. giro prep. περὶ ... τῶν ἑτοίμων And.3.35, ἐπὶ τοῖς κακοῖς δ. Isoc.1.26, cf. 12.201, Plb.2.8.9, Aesop.261, Hdn.2.5.7, Simp.in Epict.15.23, πρὸς τὴν ἀδικίαν τοῦ ἀνθρώπου Plu.Pyrrh.21, cf. SEG 39.1193.6 (Éfeso, imper.), Dam.Fr.229, καθ' ἡμῶν Luc.Nau.10, ὑπὲρ τίνος ... δυσχεραίνουσιν οἱ θρηνοῦντες τὸν ἀποιχόμενον; ¿por qué se disgustan los que lloran al que se ha marchado? Gr.Nyss.Mort.37.17, sin rég. λέξις ... δυσχεραίνοντος la expresión del que está indignado en la oratoria, Arist.Rh.1408a17, cf. Pl.Tht.169d, D.H.Th.34.4, PLond.1007.20 (VI d.C.), 1032.6 (VI/VII d.C.)
sentir aversión por c. dat. ἀνθρώπου δυσχεραίνοντος ... τοῖς τόποις D.55.11, ὅταν τοῖς προεστῶσι ... δυσχεραίνωσιν Plb.11.28.2, ἐδυσχέραινεν αὐτῇ (τῇ θεολογίᾳ) Numen.23, c. giro prep. τὸν ... περὶ τὰ μαθήματα δυσχεραίνοντα al que siente aversión por el estudio Pl.R.475b.
3 c. suj. de pers. o n. concr. plantear problemas, poner trabas, c. suj. de pers. tender una trampa, ser capcioso εἰ βούλοιτο δυσχεραίνειν ἐν τοῖς λόγοις Pl.Grg.450e
c. suj. de concr. ofrecer dificultades ὅπου δ' ἂν ἧττον δυσχεραίνῃ τὸ ποτόν donde la bebida ofrezca menos dificultades Arist.HA 595b25.
II tr.
1 ser incapaz de soportar c. ac. de cosa o abstr. πάσας τὰς οἰκήσεις Isoc.14.46, τὴν ἐμαυτοῦ δυσμαθίαν Pl.Tht.195c, τι ... τῶν λεχθέντων Pl.Plt.294a, τὸν Φιλήβου λόγον Pl.Phlb.66e, ἕν τι D.19.116, τὸ πρᾶγμα D.21.86, τῶν βρωμάτων τὰ καθαρειότατα Plu.2.101c, τὸ ... παρόν M.Ant.2.2, αὐτά Luc.Pr.Im.12, cf. Aesop.180.2, τὸ τοιόνδε μέλος Aristid.Quint.80.21, c. inf. subst. μὴ δ. τὸ ἀδικεῖν Pl.R.362b, ἐδυσχέραινόν τινες ... τὸ ... γενέσθαι τοῖς ἐναντίοις αὐτῶν συμμάχους X.HG 7.4.2
c. or. complet. ser reacio a, ser incapaz de ἵνα ἡμῖν δυσχεραίνωσιν ὅμοια ... ποιεῖν para que nos sean reacios a imitar Pl.R.388a.
2 dificultar, hacer difícil, poner reparos δεῖ μὴ δ. παιδικῶς τὴν περὶ τῶν ἀτιμοτέρων ζῴων ἐπίσκεψιν Arist.PA 645a15, οὐ γὰρ ἂν τὴν ... μετάστασιν (τοῦ βίου) ... ἐδυσχέραινεν Luc.Luct.15, οἵδε ἔτι μᾶλλον αὐτὴν (τὴν ὁδόν) ἐδυσχέραινον αὐτῷ, τὰ δένδρα κόπτοντες App.Ill.18, c. ac. int. ταῦτ' οὐκ ἐδυσχέραινεν ὁ μιαρός el infame no ponía reparos a esas cosas Aeschin.1.54, οἱ μὲν ... ἓν φάσκοντες εἶναι τὸ ὑποκείμενον οὐθὲν ἐδυσχέραναν ἑαυτοῖς los que afirmaron que el sujeto es uno solo no se plantearon esta dificultad Arist.Metaph.984a29.
3 c. ac. de pers. irritarse con Κηφισόδωρον Aeschin.1.158, τοὺς θεούς Pl.Lg.900a, δυσχεραίνοντες ... τοὺς Ἀθηναίους οἱ πολλοί Aristid.Or.26.47
en v. pas. ser denostado ὑπὸ πολλῶν δυσχεραινόμενος ref. Cicerón por su vanidad, Plu.Cic.24.