καίνυμαι: Difference between revisions

From LSJ

σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind

Source
(Bailly1_3)
(Autenrieth)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf.</i> ἐκαινύμην, <i>pf.</i> [[κέκασμαι]], <i>pqp.</i> [[ἐκεκάσμην]];<br /><b>I.</b> briller;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> l’emporter sur : τινα [[νῆα]] κυβερνῆσαι OD sur qqn dans l’art de diriger un navire ; τινα [[γνῶναι]] IL sur qqn dans l’art de connaître, <i>ou simpl.</i> τινι, l’emporter en qch, exceller en qch;<br /><b>2</b> <i>au pf.</i> être en bon état : [[εὖ]] κεκασμένον [[δόρυ]] ESCHL armée bien équipée.<br />'''Étymologie:''' p. *κάδνυμαι, de la R. Καδ, prendre soin de ; cf. [[κήδω]].
|btext=<i>seul. prés., impf.</i> ἐκαινύμην, <i>pf.</i> [[κέκασμαι]], <i>pqp.</i> [[ἐκεκάσμην]];<br /><b>I.</b> briller;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> l’emporter sur : τινα [[νῆα]] κυβερνῆσαι OD sur qqn dans l’art de diriger un navire ; τινα [[γνῶναι]] IL sur qqn dans l’art de connaître, <i>ou simpl.</i> τινι, l’emporter en qch, exceller en qch;<br /><b>2</b> <i>au pf.</i> être en bon état : [[εὖ]] κεκασμένον [[δόρυ]] ESCHL armée bien équipée.<br />'''Étymologie:''' p. *κάδνυμαι, de la R. Καδ, prendre soin de ; cf. [[κήδω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=ipf. ἐκαίνυτο, perf. 2 [[sing]]. κέκασσαι, 3 κέκασται, inf. κεκάσθαι, plup. (ἐ)κέκαστο: [[excel]], w. acc., ἐκαίνυτο φῦλ' ἀνθρώπων &#124; [[νῆα]] κυβερνῆσαι, Od. 3.282; [[ἐγχείῃ]] δ' [[ἐκέκαστο]] Πανέλληνας καὶ Ἀχαιούς, Il. 2.530; [[mostly]] w. dat. of the [[thing]] and prep. governing the [[person]], ἐν Δαναοῖσι, [[μετὰ]] δμωῇσι, πᾶσαν ἐπ' αἶαν, Od. 4.725, τ , Od. 24.509; gen. of [[person]], Il. 24.546 ; [[ἐπί]] [[with]] dat. of [[thing]], Il. 20.35.
}}
}}

Revision as of 15:30, 15 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

καίνυμαι: ἀποθ., ὑπερτερῶ, ὑπερέχω, μετ’ αἰτιατ. προσώπ. καὶ ἀπαρ. δηλοῦντος τὸ κατά τι, ἐκαίνυτο φῦλ’ ἀνθρώπων νῆα κυβερνῆσαι, ὑπερέβαινε πάσας τὰς φυλὰς τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὴν τέχνην τοῦ κυβερνᾶν πλοῖον, «ἐκαίνυτο, πάνυ ἐνίκα» (Εὐστ.), Ὀδ. Γ. 282˙ ὡσαύτως μετὰ δοτ. πράγματος, ἣ ῥα γυναικῶν φῦλον ἐκαίνυτο… εἴδεΐ τε μεγέθει τε Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 4˙ πρβλ. ἀποκαίνυμαι. - Πλὴν τοῦ παρατ. τούτου, ὁ Ὅμ. συχνάκις μεταχειρίζεται τὸν παρακείμ. καὶ ὑπερσ. κέκασμαι, ἐκεκάσμην, Δωρ. κέκαδμαι, ἅπερ κεῖνται ὡς ἐνεστ. καὶ παρατ. σχηματισθέντα ἐκ ῥήματος *κάζω (ἴδε ἐν τέλει˙ - ἐκάζοντο, καζόμενος ἀπαντῶσι παρὰ Νικήτ. ἐν Χρον. 120. 141): - ὑπερτερῶ τινα κατά τι, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ δοτ. πράγμ., ἐγχείῃ δ’ ἐκέκαστο Πανέλληνας καὶ Ἀχαιοὺς Ἰλ. Β. 530˙ ὃς ἡλικίην ἐκέκαστο ἔγχεΐ θ’ ἱπποσύνῃ τε, ὃς τοὺς ἥλικας ἐνίκα ἐν τῇ χρήσει τοῦ δόρατος καὶ τῇ ἱππικῇ, Π. 808˙ ὃς ἀνθρώπους ἐκέκαστο κλεπτοσύνῃ θ’ ὅρκῳ τε Ὀδ. Τ. 395 (ἴδε Σχολιαστ. καὶ Εὐστ.), πρβλ. Ἰλ. Υ. 35˙ μετ’ ἀπαρ. ἀντὶ δοτ. πράγμ., ὁμηλικίην ἐκέκαστο γνῶναι, ὑπερέβαινε τοὺς ὁμήλικας εἰς τὸ γιγνώσκειν, Ὀδ. Β. 158˙ οὕτως, ἐκέκαστο ἰθύνειν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 867, ἴδε τὸ ῥῆμα ἀποκαίνυμαι: - οὕτω καὶ μετὰ δοτ. πράγμ. μόνον, δόλοισι κεκασμένε, ἔξοχε εἰς δόλους, Ἰλ. Δ. 339˙ παντοίῃς ἀρετῇσι κεκασμένος ἐν Δαναοῖσι Ὀδ. δ. 725, πρβλ. 815, Ι. 509, Ἰλ. Ε. 54˙ ἀγλαΐην, … μετὰ δμωῇσι κέκασσαι Ὀδ. Τ. 82˙ ἐκ πάντων τέχνῃσι κεκασμένος Οὐρανιώνων Ἡσ. Θ. 929˙ μετὰ γεν., τῶν σε, γέρον, πλούτῳ τε καὶ υἱάσι φασὶ κεκάσθαι, «τούτων πάντων, ὦ γέρον, πλούτῳ καὶ υἱοῖς φασί σε προέχειν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ω. 546˙ (περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Ω. 535 στίχου: πάντας γὰρ ἐπ’ ἀνθρώπους ἐκέκαστο, ἴδε ἐπικαίνυμαι): - οὕτω παρὰ ποιηταῖς μεθ’ Ὅμηρον, ὦμον ἐλέφαντι κεκαδμένον, κεκοσμημένον, Πινδ. Ο. 1. 42˙ φρουραῖς κέκασται, εἶναι καλῶς ἐφωδιασμένος μὲ …, Εὐρ. Ἠλ. 616˙ πανουργίαις μείζοσι κεκασμένον Ἀριστοφ. Ἱππ. 685˙ καὶ ἀπολ., εὖ κεκασμένον δόρυ, καλῶς ὡπλισμένος ὅμιλος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 766. - Ποιητ. ῥῆμα˙ διότι τὸ ἐν Πλάτ. Πολ. 334Β εἶναι εἰλημμένον ἐκ τῆς Ὀδ. Τ. 395. (Ἂν καὶ κατὰ τύπον ὅμοιον τῷ καίνω, ὅμως φαίνεται ἀνῆκον μᾶλλον εἰς √ΚΑΔ, ἥτις ἀναφαίνεται ἐν τῷ πρκμ. καὶ ὑπερσ. κέκαδμαι, κτλ.).

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. ἐκαινύμην, pf. κέκασμαι, pqp. ἐκεκάσμην;
I. briller;
II. fig. 1 l’emporter sur : τινα νῆα κυβερνῆσαι OD sur qqn dans l’art de diriger un navire ; τινα γνῶναι IL sur qqn dans l’art de connaître, ou simpl. τινι, l’emporter en qch, exceller en qch;
2 au pf. être en bon état : εὖ κεκασμένον δόρυ ESCHL armée bien équipée.
Étymologie: p. *κάδνυμαι, de la R. Καδ, prendre soin de ; cf. κήδω.

English (Autenrieth)

ipf. ἐκαίνυτο, perf. 2 sing. κέκασσαι, 3 κέκασται, inf. κεκάσθαι, plup. (ἐ)κέκαστο: excel, w. acc., ἐκαίνυτο φῦλ' ἀνθρώπων | νῆα κυβερνῆσαι, Od. 3.282; ἐγχείῃ δ' ἐκέκαστο Πανέλληνας καὶ Ἀχαιούς, Il. 2.530; mostly w. dat. of the thing and prep. governing the person, ἐν Δαναοῖσι, μετὰ δμωῇσι, πᾶσαν ἐπ' αἶαν, Od. 4.725, τ , Od. 24.509; gen. of person, Il. 24.546 ; ἐπί with dat. of thing, Il. 20.35.