μονοχίτων: Difference between revisions
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />vêtu seulement d’une tunique.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[χιτών]]. | |btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />vêtu seulement d’une tunique.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[χιτών]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μονοχίτων]], ό, ἡ (ΑΜ)<br />αυτός που [[φορά]] μόνο τον χιτώνα («ὁ δ' [[ἐφιάλτης]]... καθίζει [[μονοχίτων]] ἐπὶ τὸν βωμόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>(μνσ.)</b> <b>φρ.</b> «[[μονοχίτων]] [[βίος]]» — ο [[βίος]] τον οποίο διάγει [[κάποιος]] φορώντας [[συνεχώς]] έναν χιτώνα<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[φλέβα]]) αυτός που έχει ένα μόνο [[κάλυμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χιτών]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ξανθο</i>-<i>χίτων</i>, <i>χρυσο</i>-<i>χίτων</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,
A wearing only the tunic, Pythaen.6, Arist.Ath.25.3, Plb.14.11.2, D.S.17.35, Plu.Sull.25, Luc.Sat.11. II with a single coat, of veins, Anon. Lond.28.29, Gal.2.816.
German (Pape)
[Seite 206] ωνος, im bloßen Unterkleide; εἰκόνες, Pol. 14, 11, 2; Plut. Sull. 25; ἀναμπέχονος καὶ μονοχίτων, als peloponnesische Tracht der Jungfrauen, Ath. XIII, 589 e; Luc. Cronos. 11.
Greek (Liddell-Scott)
μονοχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ὁ φορῶν μόνον τὸν χιτῶνα, Πολύβ. 14. 11, 2, Ἀθήν. 589F, Λουκ. Κρονοσόλ. 11· πρβλ. μονόπεπλος.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
vêtu seulement d’une tunique.
Étymologie: μόνος, χιτών.
Greek Monolingual
μονοχίτων, ό, ἡ (ΑΜ)
αυτός που φορά μόνο τον χιτώνα («ὁ δ' ἐφιάλτης... καθίζει μονοχίτων ἐπὶ τὸν βωμόν», Αριστοτ.)
(μνσ.) φρ. «μονοχίτων βίος» — ο βίος τον οποίο διάγει κάποιος φορώντας συνεχώς έναν χιτώνα
αρχ.
(για φλέβα) αυτός που έχει ένα μόνο κάλυμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + χιτών (πρβλ. ξανθο-χίτων, χρυσο-χίτων)].