παρατρέχω: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(Bailly1_4)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> παραδραμοῦμαι, <i>ao.2</i> παρέδραμον;<br /><b>1</b> courir en passant auprès de <i>ou</i> le long de ; <i>fig.</i> effleurer à la course : [[τι]] effleurer une question <i>ou</i> un sujet en courant;<br /><b>2</b> dépasser en courant, surpasser à la course, acc. ; <i>fig.</i> surpasser, vaincre, acc.;<br /><b>3</b> courir vers, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[τρέχω]].
|btext=<i>f.</i> παραδραμοῦμαι, <i>ao.2</i> παρέδραμον;<br /><b>1</b> courir en passant auprès de <i>ou</i> le long de ; <i>fig.</i> effleurer à la course : [[τι]] effleurer une question <i>ou</i> un sujet en courant;<br /><b>2</b> dépasser en courant, surpasser à la course, acc. ; <i>fig.</i> surpasser, vaincre, acc.;<br /><b>3</b> courir vers, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[τρέχω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=aor. 2 παρέδραμον, πα ραδραμέτην, opt. παραδράμοι<&lt;>*<&gt;> [[run]] by, [[outrun]], [[overtake]], Il. 23.636.
}}
}}

Revision as of 15:29, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατρέχω Medium diacritics: παρατρέχω Low diacritics: παρατρέχω Capitals: ΠΑΡΑΤΡΕΧΩ
Transliteration A: paratréchō Transliteration B: paratrechō Transliteration C: paratrecho Beta Code: paratre/xw

English (LSJ)

fut.

   A -δραμοῦμαι Com.Adesp.555 : aor. παρέδρᾰμον (the only tense used by Hom., v. infr.) : pf. -δέδρομα (v. infr. 4) : plpf. -δεδραμήκεσαν X.An.7.1.23 : aor. 1 part. παραθρέξας A.R.3.955 :—run by or past, ὁ δ' ἄρ' ὦκα παρέδραμεν Il.10.350, cf. 22.157; ἐς τὰ Πιττάλου Ar.V.1432; π. παρ' οἰκίαν X.An.7.4.18; οἱ-τρέχοντες the runners of a king's bodyguard, LXX 3 Ki.14.27, al.; οἱ περὶ τὴν διοίκησιν -τρέχοντες Arch.Pap.8.206(i B. C.).    b accompany, c. dat., χάρις π. ταῖς συνουσίαις Eun.VS p.499B.    c παράτρεχε be off!, Alex.16.11.    2 outrun, overtake, Ἴφικλον δὲ πόδεσσι παρέδραμον Il.23.636, cf. Ar.Eq.1353 ; χελώνη π. δασύποδα Com.Adesp.555; π. τὰ τότε κακά go beyond, exceed them, E.HF1020 ; π. τινὰ ἔν τινι, π. τινὰ τοσοῦτον, excel, surpass him, Plb.31.25.2 and 29.12 ; ἔς τι Eun.Hist.p.252 D.    3 run through or over, τὸ λοιπὸν [τοῦ χωρίου] X.An.4.7.6 ; ἑπτά εἰσιν αἱ ἡλικίαι ἃς π. ὁ ἄνθρωπος Sch.Philostr.Her.p.391 Boissonade ; run across (a space of ground expressed or implied), ἐπὶ... εἰς... X.An.7.1.23, 4.7.11 : abs., dub. in ib.4.5.8.    4 run over, i. e. treat cursorily, Isoc.4.73 ; παρέργως π. D.H.Rh.5.3 ; τὰ γράμματα τῇ ὄψει π. Plu.2.520e ; cf. παραδέδρομα (-ωμαι cod.)· παρεμνήσθην, Hsch.    b pass over, omit, Plb.10.43.1, Gal.8.869; ἵνα ταῦτα παραδράμω D.C.79.12 ; slight, neglect, Theoc.20.32.    5 escape un noticed, τινας Plb.6.6.4; παρὰ δὲ φρένας ἔδραμον ἀνδρῶν Opp.H.3.96 : abs., of Time, Hdn.2.12.4.

German (Pape)

[Seite 504] (s. τρέχω), 1) daneben vorbei- oder vorüberlaufen, Il. 10, 350. 22, 157, beide Male im aor. παρέδραμον; Ar. Vesp. 1452 u. Folgde; auch übertr., μὴ ταχὺ λίαν παραδραμεῖν, Isocr. 4, 73, schnell über Etwas hingehen; dah. auch übergehen mit Stillschweigen, μὴ παραδραμεῖν, ἀλλὰ ποιήσασθαι περὶ αὐτοῦ τὴν ἁρμόζουσαν μνήμην Pol. 10, 43, 1, u. Sp.; – entgehen, unbemerkt bleiben, οὐ παρατρέχει αὐτοὺς ἡ διαφορά, ἀλλ' ἐπισημαίνονται τὸ γιγνόμενον, Pol. 6, 6, 4. 10, 40, 5. – Von der Zeit, vorübergehen, τριῶν ἡμερῶν παραδραμουσῶν, Hdn. 2, 12, 7. – 2) im Laufe überholen, τινὰ πόδεσσιν, Il. 23, 636; übh. übertreffen, Eur. Herc. f. 1019; ὁ τὸν μισθὸν λέγων, τὸν τὰς τριήρεις παραδραμὼν ἂν ῴχετο, Ar. Equ. 1353; ὀλίγῳ χρόνῳ τοσοῦτον παρέδραμε τοὺς καθ' ἑαυτόν, Pol. 32, 15, 12, vgl. ib. 11, 2; Plut. u. a. Sp. – 3) hinzulaufen, Plut. Artax. 11. – Den aor. παραθρέξας hat Ap. Rh. 3, 955, wie Posidipp. (Plan. 275).

Greek (Liddell-Scott)

παρατρέχω: μέλλ., ἴδε ἐν λ. τρέχω: ἀόρ. παρέδρᾰμον (ὁ μόνος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. χρόνος): ὑπερσ. -δεδραμήσκεσαν Ξεν. Ἀνάβ. 7. 1, 23· μετοχ. ἀορ. α΄ παραθρέξας Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 955. Παρέρχομαι τρέχων ἢ τρέχω παρά τι ἢ παρά τινα, ὁ δ’ ἄρ’ ὦκα παρέδραμεν ἀφραδίῃσιν Ἰλ. Κ. 350, πρβλ. Χ. 157· εἰς τόπον Ἀριστοφ. Σφ. 1432· τοὺς παρατρέχοντας παρ’ οἰκίαν καομένην ἠκόντιζον εἰς τὸ φῶς ἐκ τοῦ σκότους Ξενοφ. Ἀν. 7. 4, 18. 2) ὑπερβαίνω εἰς τὸν δρόμον, «περνῶ», Ἴφικλον δὲ πόδεσσι παρέδραμον Ἰλ. Ψ. 636, πρβλ. Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1353· παρέδραμε τὰ τότε κακά, ὑπερέβη, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1020· π. τινὰ ἔν τινι, π. τινὰ τοσοῦτον, ὑπερέχω, ὑπερτερῶ, Πολύβ. 32. 11, 2, καὶ 15, 12. 3) ὑπερβαίνω κατὰ τὴν ἀγχίνοιαν, ἐξαπατῶ, ἐπὶ ἰχθύων, παρὰ δὲ φρένας ἔδραμον ἀνδρῶν Ὀππ. Ἁλ. 3. 96. 4) διατρέχω, Λατ. cursu conficere, τὸ λοιπὸν (τοῦ χωρίου) Ξεν. Ἀν. 4. 7, 6· π. ἑπτὰ ἡλικίας Σχόλ. εἰς Φιλόστρ. σ. 391 Boiss.· ― διατρέχω (διὰ μέσου διαστήματος ἢ ἐκτάσεως ὁριζομένης ἢ νοουμένης), ἐπί..., εἰς..., Ξεν. Ἀν. 7. 1, 23., 4. 7, 11· ἀπολ., αὐτόθι 4. 8, 8. 5) διέρχομαι ἐπιτροχάδην, πραγματεύομαι συντόμως, Λατ. percurrere, Ἰσοκρ. 55C· παρέργως π. Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 3· τὰ γράμματα τῇ ὄψει π. Πλουτ. 2. 520Ε· ― ὡσαύτως, παρέρχομαί τι, παραλείπω αὐτό, Πολύβ. 10. 43, 1· ἵνα ταῦτα παραδράμω Δίων Κ. 79. 12· ― καταφρονῶ, παραμελῶ, Θεόκρ. 20. 32. 6) διαφεύγω ἀπαρατήρητος, τινὰ Πολύβ. 6. 6, 4· ― ἀπολ., ἐπὶ χρόνου, Ἡρῳδιαν. 2. 12.

French (Bailly abrégé)

f. παραδραμοῦμαι, ao.2 παρέδραμον;
1 courir en passant auprès de ou le long de ; fig. effleurer à la course : τι effleurer une question ou un sujet en courant;
2 dépasser en courant, surpasser à la course, acc. ; fig. surpasser, vaincre, acc.;
3 courir vers, acc..
Étymologie: παρά, τρέχω.

English (Autenrieth)

aor. 2 παρέδραμον, πα ραδραμέτην, opt. παραδράμοι<<>*<>> run by, outrun, overtake, Il. 23.636.