παριππεύω: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=aller à cheval le long de <i>ou</i> au delà de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἱππεύω]]. | |btext=aller à cheval le long de <i>ou</i> au delà de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἱππεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[προχωρώ]] [[έφιππος]] [[κατά]] [[μήκος]] κάποιου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(ως μτβ.) <b>μτφ.</b> α) [[περνώ]] τον χρόνο μου<br />β) [[παραλείπω]], [[παραμελώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περνώ]] [[έφιππος]] από [[κάπου]] ή [[πάνω]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[ακολουθώ]] κάποιον έφιπππος<br /><b>3.</b> [[εφορμώ]] [[έφιππος]] [[εναντίον]] κάποιου, [[καλπάζω]]<br /><b>4.</b> [[υπερβαίνω]], [[υπερτερώ]], [[ξεπερνώ]] («δεινὸν παριππεῡσαι Κυπρίους ἄρτους», Εύβουλ.)<br /><b>5.</b> [[ιππεύω]] [[μέχρι]] ένα [[σημείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἱππεύω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἴππος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
A ride along or over, πόντον E. Hel.1665 ; ride alongside, Th.7.78, Plb.5.83.7, Luc.Par. 61 ; ride past, Arr.Tact.37.1, 40.5. 2 ride up to, ἐπὶ τὰ μέσα Plb. 3.116.3. 3 pass by, δεινὸν παριππεῦσαι Κυπρίους ἄρτους Eub.77. 4 surpass, Philostr.VS1.24.9.
German (Pape)
[Seite 523] neben-, vorbeireiten; Thuc. 7, 78; Pol. 5, 83, 7 u. öfter; heranreiten, ἐπὶ τὰ μέσα τῆς παρατάξεως, 3, 116, 3; zu Pferde durcheilen, πόντον, Eur. Hel. 1681; Sp. auch = überholen, übertreffen, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
παριππεύω: ἱππεύω ὑπεράνω, διέρχομαι ἔφιππος, πόντον παριππεύοντα Εὐρ. Ἑλ. 1665· ἱππεύω παραπλεύρως, Θουκ. 7. 78, πρβλ. Πολύβ. 5. 83, 7, κτλ. 2) ἱππεύω μέχρι τινός, παριππεύων ἐπὶ τὰ μέσα τῆς ὅλης παρατάξεως ὁ αὐτ. 3. 116, 3. 3) μεταφορ., διέρχομαι τὸν χρόνον, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 5·-καὶ ἐπὶ χρόνου, παρέρχομαι, Βυζ. 4) παρέρχομαι, παραλείπω, παραμελῶ, Κύριλλ. II. παρέρχομαι, καὶ καθόλου ὑπερτερῶ, Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 2, Φιλόστρ. 540. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παριππεύει· ἀφεὶς αὐτοὺς ἄλλῃ ὁδεύει. παρατρέχει. παρακολουθεῖ».
French (Bailly abrégé)
aller à cheval le long de ou au delà de.
Étymologie: παρά, ἱππεύω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
προχωρώ έφιππος κατά μήκος κάποιου
μσν.-αρχ.
(ως μτβ.) μτφ. α) περνώ τον χρόνο μου
β) παραλείπω, παραμελώ
αρχ.
1. περνώ έφιππος από κάπου ή πάνω από κάτι
2. ακολουθώ κάποιον έφιπππος
3. εφορμώ έφιππος εναντίον κάποιου, καλπάζω
4. υπερβαίνω, υπερτερώ, ξεπερνώ («δεινὸν παριππεῡσαι Κυπρίους ἄρτους», Εύβουλ.)
5. ιππεύω μέχρι ένα σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἱππεύω (< ἴππος)].