χθόνιος: Difference between revisions
κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι → lie with him in secret love, join with him in secret love
(Bailly1_5) |
(sl1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> souterrain : χθόνιοι δαίμονες, <i>ou abs.</i> χθόνιοι, les dieux des Enfers ; [[αἱ]] χθόνιαι θεαί, les déesses infernales (Déméter et Perséphonè, <i>ou</i> les Érinyes) ; ἡ χθονία, la déesse des Enfers (Hékatè);<br /><b>2</b> qui pénètre sous terre, qui va sous terre : [[χθόνιος]] [[Ἑρμῆς]], Hermès, conducteur des morts aux Enfers ; [[χθόνιος]] [[φάμα]] SOPH bruit qui parvient aux Enfers.<br />'''Étymologie:''' [[χθών]]. | |btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> souterrain : χθόνιοι δαίμονες, <i>ou abs.</i> χθόνιοι, les dieux des Enfers ; [[αἱ]] χθόνιαι θεαί, les déesses infernales (Déméter et Perséphonè, <i>ou</i> les Érinyes) ; ἡ χθονία, la déesse des Enfers (Hékatè);<br /><b>2</b> qui pénètre sous terre, qui va sous terre : [[χθόνιος]] [[Ἑρμῆς]], Hermès, conducteur des morts aux Enfers ; [[χθόνιος]] [[φάμα]] SOPH bruit qui parvient aux Enfers.<br />'''Étymologie:''' [[χθών]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[χθόνιος]]<br /> <b>1</b>in, of the [[earth]] πὰρ χθόνιον Ἀίδα [[στόμα]] (P. 4.43) ἀκούοντί ποι χθονίᾳ φρενί (sc. the [[dead]] kings of [[Cyrene]]) (P. 5.101) δὴ [[τότε]] [[τέσσαρες]] ὀρθαὶ πρέμνων ἀπώρουσαν χθονίων κίονες (i. e. the pillars supporting [[Delos]]) fr. 33d. 6. m. pl. pro subs., gods of the [[underworld]], “[[δύνασαι]] δ' ἀφελεῖν μᾶνιν χθονίων” (P. 4.159) | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 17 August 2017
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον S.OC1727 (lyr.), E.Hipp.1201, Hel.345 (lyr.): (χθών):—
A in, under, or beneath the earth, θεός, δαίμων, Hes.Th. 767, A.Th.522 (lyr.); Ἄϊδα στόμα, of the cavern at Taenarus, Pi.P.4.43, cf. S.OC1727 (lyr.); χ. λίμνη E.Alc.902 (anap.); Ζεὺς χ., of Hades or Pluto, Hes.Op.465; κτύπησε Ζεὺς χ., of noise from beneath the earth, S.OC1606; βροντήματα χ. A.Pr.994; ἠχὼ χ. ὡς βροντὴ Διός E.Hipp. l.c., cf. Ar.Av.1750 (lyr.); χ. θεοί gods of the nether world, opp. ὕπατοι, A.Ag.89 (anap.), etc.; χ. δαίμονες Id.Pers.628 (anap.); χθόνιοι alone, μᾶνις χθονίων Pi.P.4.159, cf. A.Pers.641 (lyr.), Ch. 399 (lyr.), al., Pl.Lg.828c, 959d (but Ion. χθονίη, ἡ, earlier name of Γῆ, Pherecyd.Syr.1, cf. Dam.Pr.124bis; χ. θεαί, i.e. Demeter and Persephone, Hdt.6.134, 7.153; of the Erinyes, S.OC1568 (lyr.); χ. Ἅιδας, Ἅιδης, E.Alc.237 (lyr.), Andr.544 (anap.); χ. Ἑρμῆς, as conductor of the dead, A.Ch.1, S.El.111 (anap.), Aj.832, Ar.Ra. 1145, Plu.Arist.21; χ. πορεία, opp. οὐρανία, Pl.R.619e; χθονίᾳ φρενί, of the dead, Pi.P.5.101; χ. Ἑκάτη Ar.Fr.500 (anap.); χάρις ἡ χ. grace with the gods below, S.OC1752 (lyr.); χ. φάμα rumour that is heard in the world below, Id.El.1066 (lyr.). II sprung from the earth, Τιτῆνες Hes.Th.697; of Echion, one of the Theban γηγενεῖς, E.Ba.541 (lyr.), cf. Paus.9.5.3, etc.; but also of mankind, ὁ χ. ἄνθρωπος, opp. ὁ ἐν οὐρανῷ . . λαχὼν τὴν ὑπόστασιν, Procl. in Prm.p.765 S. Adv. χθονίως in an earthly manner, opp. οὐρανίως, Id.Sacr. p.148 B. 2 in or of the country, θεοί, ἡρῷσσαι, E.Hec.79 (anap.), A.R.4.1322; native, Ἄρεος . . πάγον . . ξυνῄδη χθόνιον ὄντα S.OC948; γενεᾶς χθονίων ἀπ' Ἐρεχθειδᾶν Id.Aj.202 (anap.). III of things, of the earth, χ. κόνις (sed leg. γαΐα, Hsch.), A.Th.736 (codd., lyr.); opp. ἀέριος, E.Fr.27.4 (lyr.); πρηστήρ Arist.Mu.395a10.—Poet. word, used once or twice in Pl. and in late Prose (v. supr.).
German (Pape)
[Seite 1354] 3, auch 2 Endgn, 1) in der Erde, im Schooße der Erde, unterirdi sch, wie καταχθόνιος; Hes. Th. 697. 767; Ζεὺς χθόνιος, der unterirdische Zeus, d. i. Hades, O. 467; κτυπεῖ Ζεὺς χθ. Soph. O. C. 1606 (vgl. βροντήματα χθόνια Aesch. Prom. 696, wie βροντὴ χθ. Ar. Av. 1741); θεοὶ χθόνιοι, die Götter der Unterwelt, Plut. Rom. 22; wie auch χθόνιαι θεαί, unter denen bes. Demeter u. Persephone verstanden werden, Her. 6, 134. 7, 153; aber Soph. O. C. 1568 sind es die Erinyen; auch Hermes heißt so, als Führer der Todten, Aesch. Ch. 1. 122. 716; Soph. Ai. 819; Eur. Alc. 746; Aesch. bei Ar. Ran. 1124. 1143; στόμα Ἀΐδα Pind. P. 4, 48; χθονίων μῆνις 4, 159; auch χθονία φρήν, 5, 101; τοῦ χθονίου δὲμας δαίμονος Aesch. Spt. 504; χθόνιοι δαίμονες ἁγνοί Pers. 620; Suppl. 25 u. öfter; Soph. u. A.; θεός Eur. Phoen. 1331 u. öfter; u. so auch in Prosa, wie Plat. Legg. IV, 717 a u. öfter; unterirdisch, πορείαν οὐκ ἂν χθονίαν καὶ τραχεῖαν πορεύεσθαι, ἀλλὰ λείαν τε καὶ οὐρανίαν Rep. X, 619 e. – 2) auf der Erde, irdisch, von Erde, κόνις Aesch. Spt. 718. – 3) auch wie ἐγχώριος, im Lande, zum Lande gehörig, einheimisch, τοιοῦτον αὐτοῖς Ἄρεος εὔβουλον πάγον ἐγὼ ξυνῄδη χθόνιον ὄντα Soph. O. C. 952; u. so werden die Autochthonen bezeichnet durch χθόνιοι, Ai. 201.
Greek (Liddell-Scott)
χθόνιος: α, ον. καὶ ος, ον. Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1727, Εὐρ. Ἱππόλ. 1201, Ἑλ. 345· (χθών)· - ὁ ἐν τῇ γῇ, ἢ ὑπὸ τὴν γῆν, ὡς τὸ καταχθόνιος, Ἡσ. Θεογ. 697, 767· χθ. Ἅιδου στόμα, ἐπὶ τοῦ ἐν Ταινάρῳ σπηλαίου, Πινδ. Π. 4. 77, πρβλ. Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1727· χθ. λίμνα Εὐρ. Ἄλκ. 903· Ζεὺς χθ., ὁ Ἅιδης ἢ Πλούτων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 463, πρβλ. Θεογ. 767· ἐντεῦθεν ἐλέγετο ἐπὶ κτύπων ὑπογείων, κτυπεῖ Ζεὺς χθ. Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1606· χθ. βροντήματα Αἰσχύλ. Προμ. 994· ἠχὼ χθόνιος ὡς βροντὴ Διὸς Εὐρ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1750· χθόνιοι θεοί, οἱ τοῦ κάτω κόσμου θεοί, οἱ ὑποχθόνιοι, Λατ. Inferi, ἀντίθετον τῷ ὕπατοι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 89, κτλ.· χθ. δαίμονες ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 628· καὶ μόνον χθόνιοι, χθονίων μᾶνις Πινδ. Π. 4, 284, Αἰσχύλ. Πέρσ. 640, Χο. 399, κ. ἀλλ., Πλάτ. Νόμ. 828C, 959C· χθόνιαι θεαί, δηλ, Δημήτηρ καὶ Περσεφόνη, Ἡρόδ. 6. 134, 7. 153· ὡσαύτως αἱ Ἐρινύες, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1568· χθ. Ἅιδης Εὐρ. Ἄλκ. 237, Ἀνδρ. 544· - χθ. Ἑρμῆς, ὡς ψυχοπομπός, Αἰσχύλ. Χο. 1. 124, Σοφ. Ἠλ. 111, Αἴ. 832, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1145 κἑξ.· χθ. πορεία, ἀντίθετον τῷ οὐρανία, Πλάτ. Πολ. 619Ε· χθονίᾳ φρενί, ἐπὶ τῶν νεκρῶν, Πινδ. Π. 5. 136· χθ. Ἑκάτη Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 426· χάρις ἡ χθονία, ἡ παρὰ τῶν ὑποχθονίων θεῶν, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1752 (λυρ.)· χθ. φάμα, φήμη ἀκουστὴ ἐν τῷ κάτω κόσμῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1066 (λυρ.). ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς τὴν γῆν ἢ ὁ ἐκ τῆς γῆς ἐπὶ τῶν Τιτάνων ὡς υἱῶν τῆς γῆς, Ἡσ. Θεογ. 697, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 522· ἐπὶ τοῦ Ἐχίονος ἑνὸς τῶν Θηβαίων σπαρτῶν ἢ γηγενῶν, Εὐρ. Βάκχ. 510, πρβλ. Παυσ. 9. 5, 3, κλπ.· χθ. θεοί, ὡς τὸ Ρωμαϊκὸν Dii Indigetes, Εὐρ. Ἑκ. 77, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1322 ἐντεῦθεν, 2) ὡς τὸ ἐγχώριος, ἐπὶ προσώπων ὁ ἐντὸς τῆς χώρας, ἐκ τῆς χώρας, ἐγχώριος, Ἄρεος .. πάγον ξυνῄδη χθόνιον ὄντα Σοφ. Οἰδ. Κολ. 948· γενεᾶς χθονίων ἀπ’ Ἐρεχθειδῶν ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 201. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ ἐκ τῆς γῆς, γήϊνος, χθ. κόνις (ἔνθα ὁ Δινδ. γαΐα, ἐκ τοῦ Ἡσυχ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 736· ἀντίθετον τῷ ἀέριος, Εὐρ. Ἀποσπ. 27. 4. -Ποιητ. λέξις ἅπαξ ἢ δὶς ἐν χρήσει παρὰ Πλάτωνι καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 souterrain : χθόνιοι δαίμονες, ou abs. χθόνιοι, les dieux des Enfers ; αἱ χθόνιαι θεαί, les déesses infernales (Déméter et Perséphonè, ou les Érinyes) ; ἡ χθονία, la déesse des Enfers (Hékatè);
2 qui pénètre sous terre, qui va sous terre : χθόνιος Ἑρμῆς, Hermès, conducteur des morts aux Enfers ; χθόνιος φάμα SOPH bruit qui parvient aux Enfers.
Étymologie: χθών.
English (Slater)
χθόνιος
1in, of the earth πὰρ χθόνιον Ἀίδα στόμα (P. 4.43) ἀκούοντί ποι χθονίᾳ φρενί (sc. the dead kings of Cyrene) (P. 5.101) δὴ τότε τέσσαρες ὀρθαὶ πρέμνων ἀπώρουσαν χθονίων κίονες (i. e. the pillars supporting Delos) fr. 33d. 6. m. pl. pro subs., gods of the underworld, “δύνασαι δ' ἀφελεῖν μᾶνιν χθονίων” (P. 4.159)