γαιήοχος: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(Autenrieth)
(7)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[ἔχω]]): [[earth]]-holding; epith. of [[Poseidon]].
|auten=([[ἔχω]]): [[earth]]-holding; epith. of [[Poseidon]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[γαιήοχος]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που σείει τη γη<br /><b>2.</b> (για τον ωκεανό) αυτός που περιβάλλει τη γη<br /><b>3.</b> αυτός που προστατεύει τη [[χώρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Με τη σημ. «αυτός που προστατεύει τη γη» ως β' συνθετικό της λ. θεωρήθηκε ο -<i>οχος</i> <span style="color: red;"><</span> έχω (<b>[[πρβλ]].</b> [[γηοχέω]] «[[κατέχω]] γη»). Άλλοι ερμήνευσαν τη λ. [[γαιήοχος]] ως <i>Γαῖαν ὀχεύων</i> ή <i>Γαῖα ὀχούμενος</i>, σύμφωνα με μια λατρευτική [[παράδοση]] [[κατά]] την οποία ο Ποσειδώνας, με τη [[μορφή]] ενός επιβήτορα ενώθηκε με τη [[Δήμητρα]] (θεά της γης) που είχε μεταμορφωθεί σε [[φοράδα]]. Πιο πιθανή φαίνεται η [[υπόθεση]], που στηρίζεται στον δωρικό τ. <i>γαιάFοχος</i>, ότι δηλ. το β' συνθετικό της λ. [[είναι]] -<i>Fοχος</i> <span style="color: red;"><</span> (ινδοευρ. [[ρίζα]]) <i>wegh</i>- «[[κινώ]], [[φέρω]], [[οδηγώ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Fέχω</i> «[[φέρω]]», λατ. <i>veh</i><i>ō</i> «[[φέρω]]», αρχ. <i>ινδ</i>. <i>vάhati</i> «οχούμαι»). Σύμφωνα μ' αυτή την [[ετυμολογία]] η λ. ερμηνεύτηκε ποικιλοτρόπως: α) «αυτός που οδηγεί το [[άρμα]] του (τρέχει) [[κάτω]] από τη γη» (Ποσειδώνας: [[θεός]] των ποταμών)<br />β) «αυτός που φέρνει τη γη (=[[Δήμητρα]]) στο [[σπίτι]] του, αυτός που παντρεύεται, δηλ. ο [[σύζυγος]] της Γαίας, άρα ο Ποσειδώνας». Τέλος, [[εξίσου]] ικανοποιητική φαίνεται και η [[άποψη]] που τονίζει τη σημ. «[[κινώ]], [[σείω]]» της ρίζας <i>wegh</i><br /><b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>vex</i><i>ō</i> «[[σείω]]», γοτ. <i>gawigan</i> «[[θέτω]] σε [[κίνηση]], [[ταράσσω]]», στην οποία η [[ερμηνεία]] της λ. [[γαιήοχος]] «αυτός που σείει τη γη» ταιριάζει απόλυτα].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαιήοχος Medium diacritics: γαιήοχος Low diacritics: γαιήοχος Capitals: ΓΑΙΗΟΧΟΣ
Transliteration A: gaiḗochos Transliteration B: gaiēochos Transliteration C: gaiiochos Beta Code: gaih/oxos

English (LSJ)

(also γαιη-οῦχος, Hsch.), Dor. γαιάοχος, ον, γαιάϝοχος IG5(1).213 (Sparta, v B. C.):—epith. of Poseidon,

   A earth-moving, earth-carrying, Il.13.43, al., A.Th.310(lyr.), cf. S.OC1072(lyr.): Γαιάοχος, abs., Il. 13.125, Pi.O.13.81, and so Γαιάϝοχος (v. supr.): also in pl., Γαάοχοι, name of a contest, IG5(1).296.11 (Sparta).    2 ὠκεανὸς γ. App.Anth.3.209.    II protecting the country, γαιάοχε παγκρατὲς Ζεῦ A.Supp.816(lyr.); γαιάοχόν τ' Ἄρτεμιν S.OT160(lyr.).    2 = ἠπειρώτης, Hsch. (In signf. 1 from γαῖα and ϝεχ-: ϝοχ-, cf. ὄχεα, Lat. veho, Skt. váhati, Germ. be-wegen, etc. In signf. 11 from ἔχω (q. v.).)

German (Pape)

[Seite 470] 1) die Erde umfassend, haltend. Bei Hom. oft, Beiwort des Poseidon, z. B. Iliad. 9, 183 Odyss. 9, 528; das Meer umfaßt die Erde. – Sp. D. – 2) ein Land innehabend, es schirmend, Ἄρτεμις Soph. O. R. 160.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui embrasse la terre (Poséidon) ; subst. le dieu qui embrasse la terre (Poséidon);
2 qui protège le pays (Zeus, Artémis).
Étymologie: γαίη, ἔχω.

English (Autenrieth)

(ἔχω): earth-holding; epith. of Poseidon.

Greek Monolingual

(I)
γαιήοχος, ο, η (Α)
1. εκείνος που σείει τη γη
2. (για τον ωκεανό) αυτός που περιβάλλει τη γη
3. αυτός που προστατεύει τη χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Με τη σημ. «αυτός που προστατεύει τη γη» ως β' συνθετικό της λ. θεωρήθηκε ο -οχος < έχω (πρβλ. γηοχέω «κατέχω γη»). Άλλοι ερμήνευσαν τη λ. γαιήοχος ως Γαῖαν ὀχεύων ή Γαῖα ὀχούμενος, σύμφωνα με μια λατρευτική παράδοση κατά την οποία ο Ποσειδώνας, με τη μορφή ενός επιβήτορα ενώθηκε με τη Δήμητρα (θεά της γης) που είχε μεταμορφωθεί σε φοράδα. Πιο πιθανή φαίνεται η υπόθεση, που στηρίζεται στον δωρικό τ. γαιάFοχος, ότι δηλ. το β' συνθετικό της λ. είναι -Fοχος < (ινδοευρ. ρίζα) wegh- «κινώ, φέρω, οδηγώ» (πρβλ. Fέχω «φέρω», λατ. vehō «φέρω», αρχ. ινδ. vάhati «οχούμαι»). Σύμφωνα μ' αυτή την ετυμολογία η λ. ερμηνεύτηκε ποικιλοτρόπως: α) «αυτός που οδηγεί το άρμα του (τρέχει) κάτω από τη γη» (Ποσειδώνας: θεός των ποταμών)
β) «αυτός που φέρνει τη γη (=Δήμητρα) στο σπίτι του, αυτός που παντρεύεται, δηλ. ο σύζυγος της Γαίας, άρα ο Ποσειδώνας». Τέλος, εξίσου ικανοποιητική φαίνεται και η άποψη που τονίζει τη σημ. «κινώ, σείω» της ρίζας wegh
πρβλ. λατ. vexō «σείω», γοτ. gawigan «θέτω σε κίνηση, ταράσσω», στην οποία η ερμηνεία της λ. γαιήοχος «αυτός που σείει τη γη» ταιριάζει απόλυτα].