κεραΐζω: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
(Autenrieth) |
(20) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(cf. [[κείρω]]), inf. [[κεραϊζέμεν]]: [[lay]] [[waste]], [[destroy]]; [[also]] [[kill]], Il. 2.861. | |auten=(cf. [[κείρω]]), inf. [[κεραϊζέμεν]]: [[lay]] [[waste]], [[destroy]]; [[also]] [[kill]], Il. 2.861. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κεραΐζω]] (ΑΜ)<br />[[φονεύω]], [[κατασφάζω]] (α. «τὰ κτήνη...κεραΐσαι τοῑς ξίφεσι», Σαθ. β. «Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λεηλατώ]], [[καταστρέφω]], [[ερημώνω]] (α. «σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον», <b>Ομ. Ιλ.</b> β. «εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με πλοία) [[καταβυθίζω]], [[καταποντίζω]] («τὸ [[πλῆθος]] τῶν νεῶν ἐν τῇ Σαλαμῑνι ἐκεραΐζετο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εξαίρω]], [[εγκωμιάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ker</i>- «[[καταστρέφω]], [[καταρρέω]]», η οποία απαντά [[επίσης]] στα αρχ. ινδ. <i>a</i>-<i>sari</i>-<i>t</i> «έπεσε», αρχ. ιρλδ. <i>do</i>-<i>cer</i> «έπεσε» και (παρεκτεταμένη με έρρινο [[ένθημα]]) στα αρχ. ινδ. <i>srņ</i><i>ā</i><i>ti</i> «[[σπάζω]]», αρχ. ιρλδ. <i>ar</i>-<i>a</i>-<i>chrin</i> «[[καταρρέω]]». Συνδέεται [[επίσης]] με τα [[ακήρατος]], [[ακέραιος]], [[κεραυνός]], ενώ [[ασαφής]] [[είναι]] η [[σχέση]] του με το <i>κήρ</i> (I). Η ομόηχη [[οικογένεια]] του [[κέρας]] προξένησε [[σύγχυση]] ήδη στους αρχαίους χρόνους.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κεραϊσμός]], [[κεραϊστής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κεράϊσις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
Ep. impf.
A κεράϊζον Hom. (v. infr.): fut. inf. κεραϊξέμεν Il. 16.830: aor. ἐκεράϊσα Hdt.2.115, -ϊξα Nonn. D.23.21: (κείρω):— ravage, plunder, σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον Il.5.557, cf. 16.752; πόλιν κεραϊξέμεν ἁμήν ib.830, cf. Od.8.516, Parth.21.1, etc.; τὸ τῶν Λυδῶν ἄστυ Hdt.1.88; τὰ οἰκία τοῦ ξείνου Id.2.115; οἰκίας J.BJ6.8.5; τοὺς σωροὺς τῶν δραγμάτων Ael.NA6.41:—Pass., θαλάμους κεραϊζομένους Il.22.63; εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας E.Alc.886 (anap.). 2 of ships, sink, disable, Hdt.8.91, cf. 86 (Pass.). 3 of living beings, slaughter, Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους Il.2.861, cf. 21.129; θῆρας Pi.P. 9.21; οἱ [λέοντες] τὰς καμήλους ἐκεράϊζον Hdt.7.125. II carry off as plunder, [τὰ χρήματα] Id.2.121. β'; τοὺς ἱκέτας ἐκ τοῦ νηοῦ Id.1.159. III exalt, uplift, opp. ἀμαλδύνω, dub. in Corn.ND27.
German (Pape)
[Seite 1419] (mit κείρω zusammenhangend, nach den Alten aber eigtl. ἐπὶ φθορᾶς τῆς ἐκ τῶν ζώων κερασφόρων), von Grund aus zerstören, verwüsten, plündern; vom Löwen, σταθμοὺς κεραΐζων Il. 5, 556. 16, 752; πόλιν 16, 830 Od. 8, 516; pass. neben ἀλαπάζω Il. 24, 245; ἄστυ Her. 1, 88; τὰ χρήματα, von Dieben, 2, 121; Sp.; – von lebenden Wesen, umbringen, morden; Τρῶας Il. 2, 860, vgl. 21, 129; θῆρας Pind. P. 9, 21; νυμφιδίους εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας Eur. Alc. 889; οἱ λέοντες τὰς καμήλους ἐκεράϊζον μούνας Her. 7, 125; τοὺς ἱκέτας ἐκ τοῦ νηοῦ , vertreiben, 1, 159; von Schiffen, in Grund bohren, 8, 86.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾰΐζω: Ἐπ. παρατ. κεράϊζον Ὅμ.· μέλλ. -ίξω, Χρησμ. Σιβυλ. 3. 466· ἀόρ. ἐκεράϊσα Ἡρόδ. 2. 115, -ϊξα Νόνν. Δ. 23. 21· (κείρω). Δῃῶ, λεηλατῶ, πορθῶ, διαρπάζω, καταστρέφω, ἐρημώνω, σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον Ἰλ. Ε. 557, πρβλ. ΙΙ. 752· πόλιν κεραϊξέμεν ἁμὴν Π. 830, πρβλ. Ὀδ. Θ. 516, κτλ.· τὸ τῶν Λυδῶν ἄστυ Ἡρόδ. 1. 88· τὰ οἰκία τοῦ ξείνου ὁ αὐτ. 2. 115· ― Παθ., θαλάμους κεραϊζομένους Ἰλ. Χ. 62· σπάνιον παρ’ Ἀττ., εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας Εὐρ. Ἄλκ. 886, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 6. 41. 2) ἐπὶ πλοίων, καταβυθίζω, καταστρέφω, Ἡρόδ. 8. 91, πρβλ. 86. 3) ἐπὶ ἐμψύχων, προσβάλλω ἀγρίως, φονεύω, κατασφάζω, Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους Ἰλ. Β. 861, πρβλ. Φ. 129· θῆρας Πινδ. Π. 9. 39· οἱ λέοντες τὰς καμήλους ἐκεράϊζον Ἡρόδ. 7. 125. ΙΙ. ἁρπάζω τι καὶ φέρω αὐτὸ ὡς λείαν, τὰ χρήματα ὁ αὐτ. 2. 121, 2· τοὺς ἱκέτας ἐκ τοῦ νηοῦ ὁ αὐτ. 1. 159.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐκεράϊσα, pf. inus.
1 dévaster, ravager, détruire de fond en comble, acc. ; particul. couler bas ou mettre hors de service des navires en les frappant de l’éperon;
2 égorger, tuer, massacrer;
3 emporter ou emmener comme butin, acc.;
4 chasser, repousser (des suppliants).
Étymologie: DELG sans doute apparenté à κεραυνός.
English (Autenrieth)
(cf. κείρω), inf. κεραϊζέμεν: lay waste, destroy; also kill, Il. 2.861.
Greek Monolingual
κεραΐζω (ΑΜ)
φονεύω, κατασφάζω (α. «τὰ κτήνη...κεραΐσαι τοῑς ξίφεσι», Σαθ. β. «Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. λεηλατώ, καταστρέφω, ερημώνω (α. «σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον», Ομ. Ιλ. β. «εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας», Ευρ.)
2. (σχετικά με πλοία) καταβυθίζω, καταποντίζω («τὸ πλῆθος τῶν νεῶν ἐν τῇ Σαλαμῑνι ἐκεραΐζετο», Ηρόδ.)
3. μτφ. εξαίρω, εγκωμιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ker- «καταστρέφω, καταρρέω», η οποία απαντά επίσης στα αρχ. ινδ. a-sari-t «έπεσε», αρχ. ιρλδ. do-cer «έπεσε» και (παρεκτεταμένη με έρρινο ένθημα) στα αρχ. ινδ. srņāti «σπάζω», αρχ. ιρλδ. ar-a-chrin «καταρρέω». Συνδέεται επίσης με τα ακήρατος, ακέραιος, κεραυνός, ενώ ασαφής είναι η σχέση του με το κήρ (I). Η ομόηχη οικογένεια του κέρας προξένησε σύγχυση ήδη στους αρχαίους χρόνους.
ΠΑΡ. αρχ. κεραϊσμός, κεραϊστής
μσν.
κεράϊσις.