μετανάστης: Difference between revisions
(Autenrieth) |
(25) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[ναίω]]): [[new]]-[[comer]], [[interloper]], immigrant. (Il.) | |auten=([[ναίω]]): [[new]]-[[comer]], [[interloper]], immigrant. (Il.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. [[μετανάστρια]] (ΑΜ [[μετανάστης]], θηλ. [[μετανάστις]] και [[μετανάστρια]])<br />αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον [[τόπο]] διαμονής του για να μεταβεί σε [[άλλο]] [[τόπο]], [[απόδημος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μέτοχος]] («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων [[μετανάστης]] γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που φυγαδεύθηκε, που απομακρύνθηκε (α. «[[μετανάστης]] τῆς πατρίδος ἐγένου», Μηναί.<br />β. «ψυχὴ σώματος [[μετανάστις]]», Φίλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αστέρα) [[πλανήτης]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον απλανή<br /><b>2.</b> [[μέτοικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η σημ. της αποδημίας είχε ως [[αποτέλεσμα]] να συνδεθεί η λ. [[μετανάστης]] από τους κλασικούς χρόνους με το ρ. <i>μετανίσταμαι</i> «[[μεταναστεύω]]». Κατ' αυτήν την [[άποψη]], [[μάλλον]] παρετυμολογική, η λ. <i>μετ</i>-<i>ανάστης</i> ερμηνεύθηκε ως [[αποτέλεσμα]] απλολογίας ενός αμάρτυρου τ. <i>μετ</i>-[[αναστάτης]] ή έχει αναχθεί σε ένα θεματικό ουσιαστικό της ιων. <i>μετανά</i>-<i>στης</i>, του οποίου η κατάλ. παραβλήθηκε με τα αρχ. ινδ. <i>ni</i>-<i>sth</i><i>ā</i>, <i>prati</i>-<i>st</i><i>ā</i>. Σήμερα [[είναι]] αποδεκτή η [[άποψη]] ότι η λ. <i>μετα</i>-<i>νάσ</i>-<i>της</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μετα</i>-[[ναίω]] «[[κατοικώ]] [[μαζί]] με κάποιους»), σύνθετη με την [[πρόθεση]] [[μετά]] και το θ. <i>νασ</i>- του ρήματος [[ναίω]] «[[κατοικώ]]», αποτελεί την αρχαία [[μορφή]] του δράστη ενεργείας του ρήματος [[ναίω]] (<b>[[πρβλ]].</b> τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> «[[νάστης]]<br />[[οἰκιστής]]» και [[ναστήρ]]) και συνδέεται με τα <i>μετα</i>-[[ναιέτης]] «αυτός που συγκατοικεί» και <i>μετα</i>-<i>ναιετῶ</i> «[[συγκατοικώ]]». Κατά την [[ίδια]] [[άποψη]], η λ. [[μετανάστης]] είχε αρχική σημ. «αυτός που κατοικεί [[ανάμεσα]] σε άλλους ως [[ξένος]]», αντίστοιχη με τους μεταγενέστερους τ. <i>μέτ</i>-<i>οικος</i>, τον αρκ. [[πεδάFοικος]] και τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> «<i>μετ</i>-<i>οικέται</i><br />[[κατά]] [[μέσον]] οικούντες». Στην ιων.-αττ. το θ. <i>νασ</i>- του [[ναίω]] παραμερίστηκε και υπερίσχυσε η σημ. της πρόθεσης [[μετά]] που εκφράζει [[αλλαγή]] τόπου, [[οπότε]] και η λ. <i>μετ</i>-<i>ανάστης</i> συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ρ. <i>μετ</i>-<i>ανίσταμαι</i>. Παρ' όλα αυτά, ενώ ετυμολογικά η [[σύνδεση]] της λέξης με το ρ. [[ναίω]] θεωρείται αναμφισβήτητη, εκφράζονται αμφιβολίες για την [[προτεραιότητα]] που έδωσε η προηγούμενη [[άποψη]] στη [[σημασία]] «αυτός που κατοικεί [[ανάμεσα]] σε κάποιους, ο [[ξένος]]» της λέξης. Η σημ. αυτή δεν μαρτυρείται στους ομηρικούς χρόνους. Αντίθετα, η πρόθ. [[μετά]] ήδη στον Όμηρο εκφράζει την [[αλλαγή]] τόπου, από όπου η σημ. «[[απόδημος]], αυτός που κατοικεί σε [[άλλο]] [[τόπο]]», [[χωρίς]] και να αλλάξει το ετυμολογικό [[σχήμα]] της λέξης]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (μεταναστῆναι, cf. ὑπερανάστης)
A one who has left his home, wanderer, migrant, commonly as a term of reproach, ἀτίμητος μ. Il.9.648; μοῦνοι οὐ μετανάσται Ἑλλήνων, of the Athenians, Hdt.7.161; fugitive, POxy.487.18 (ii A. D.), PTeb.439 (ii A. D.); μ. γενόμενοι ὑπὸ ἐθνῶν Prisc.p.341 D. (cf. μετανίσταντο ibid.): c. gen., ἀρετῆς μ. from virtue, Ph.1.415, cf. 477; πάτρης μ. Man.2.420. II wandering, of the planets, opp. the fixed stars, Arat.457:—hence fem. μεταναστ-νάστις, ψυχὴ σώματος μ. a fugitive from... Ph.2.462; also μεταναστ-νάστρια, σκοπέλων μ. πέρδιξ AP7.204 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 151] ὁ (ναίω), der von einem Orte weg und anders wohin Ziehende, der sich in der Fremde ansiedelt und dort im Vergleich mit dem eingebornen, einheimischen Bürger geringere Rechte besaß; daher mit Geringschätzung gesagt ὡςεί τιν' ἀτίμητον μετανάστην, Il. 9, 648, wie einen heimathlosen Fremdling oder Einsassen, wie 16, 59, wo es auf ein fem. geht u. es im Alterthum die v. l. μετανάστιν gab; μοῦνοι ἐόντες οὐ μετανάσται τῶν Ἑλλήνων, Her. 7, 161, von den Athenern, die sich bekanntlich rühmten, Autochthonen, keine Einwanderer zu sein; πάτρης, der Verbannte, Synes. ep. 67; Man. 2, 420. – Arat. nennt 457 die Planeten so im Ggstz der Fixsterne.
Greek (Liddell-Scott)
μετανάστης: -ου, ὁ, (ναίω, ἔνασσα) ὁ ἐκ τῆς πατρίδος του εἰς ξένην χώραν μεταναστεύσας, ξένος, μέτοικος, πλάνης, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἐπιχώριον· συνήθως ὡς λέξις ὀνειδιστική, ὡς ἡ Σκωτικὴ land-louper, ἀτίμητος μ. Ἰλ. Ι. 648, Π. 59, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 5, 9· ― ἐν Ἡροδ. 7. 161 οἱ Ἀθηναῖοι καυχῶνται ὡς ὄντες μοῦνοι τῶν Ἑλλήνων οὐ μετανάσται, ἴδε Ἑρμηνευτ. εἰς Θουκ. 2. 36· ― μετὰ γεν., πάτρης μ. Μανέθων 2. 420· πρβλ. ἀλαζών· παρὰ Θ. Σιμοκάτᾳ (Ἱστ. 5, 2 § 2) μέτοχος, τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος. ΙΙ. ἐπὶ τῶν πλανητῶν, κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τοὺς ἀπλανεῖς ἀστέρας, Ἄρατ. 457. ― Ἐντεῦθεν ἀνώμαλ. θηλυκὸν μετανάστρια, σκοπέλων μετανάστρια πέρδιξ Ἀνθ. Π. 7. 204.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui change de demeure ou de pays, émigré, exilé.
Étymologie: μετά, ναίω.
English (Autenrieth)
(ναίω): new-comer, interloper, immigrant. (Il.)
Greek Monolingual
ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια)
αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος
μσν.
μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που φυγαδεύθηκε, που απομακρύνθηκε (α. «μετανάστης τῆς πατρίδος ἐγένου», Μηναί.
β. «ψυχὴ σώματος μετανάστις», Φίλ.)
αρχ.
1. (για αστέρα) πλανήτης, σε αντιδιαστολή προς τον απλανή
2. μέτοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. της αποδημίας είχε ως αποτέλεσμα να συνδεθεί η λ. μετανάστης από τους κλασικούς χρόνους με το ρ. μετανίσταμαι «μεταναστεύω». Κατ' αυτήν την άποψη, μάλλον παρετυμολογική, η λ. μετ-ανάστης ερμηνεύθηκε ως αποτέλεσμα απλολογίας ενός αμάρτυρου τ. μετ-αναστάτης ή έχει αναχθεί σε ένα θεματικό ουσιαστικό της ιων. μετανά-στης, του οποίου η κατάλ. παραβλήθηκε με τα αρχ. ινδ. ni-sthā, prati-stā. Σήμερα είναι αποδεκτή η άποψη ότι η λ. μετα-νάσ-της (< μετα-ναίω «κατοικώ μαζί με κάποιους»), σύνθετη με την πρόθεση μετά και το θ. νασ- του ρήματος ναίω «κατοικώ», αποτελεί την αρχαία μορφή του δράστη ενεργείας του ρήματος ναίω (πρβλ. τη γλώσσα του Ησύχ. «νάστης
οἰκιστής» και ναστήρ) και συνδέεται με τα μετα-ναιέτης «αυτός που συγκατοικεί» και μετα-ναιετῶ «συγκατοικώ». Κατά την ίδια άποψη, η λ. μετανάστης είχε αρχική σημ. «αυτός που κατοικεί ανάμεσα σε άλλους ως ξένος», αντίστοιχη με τους μεταγενέστερους τ. μέτ-οικος, τον αρκ. πεδάFοικος και τη γλώσσα του Ησύχ. «μετ-οικέται
κατά μέσον οικούντες». Στην ιων.-αττ. το θ. νασ- του ναίω παραμερίστηκε και υπερίσχυσε η σημ. της πρόθεσης μετά που εκφράζει αλλαγή τόπου, οπότε και η λ. μετ-ανάστης συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ρ. μετ-ανίσταμαι. Παρ' όλα αυτά, ενώ ετυμολογικά η σύνδεση της λέξης με το ρ. ναίω θεωρείται αναμφισβήτητη, εκφράζονται αμφιβολίες για την προτεραιότητα που έδωσε η προηγούμενη άποψη στη σημασία «αυτός που κατοικεί ανάμεσα σε κάποιους, ο ξένος» της λέξης. Η σημ. αυτή δεν μαρτυρείται στους ομηρικούς χρόνους. Αντίθετα, η πρόθ. μετά ήδη στον Όμηρο εκφράζει την αλλαγή τόπου, από όπου η σημ. «απόδημος, αυτός που κατοικεί σε άλλο τόπο», χωρίς και να αλλάξει το ετυμολογικό σχήμα της λέξης].