ἐκτελέω: Difference between revisions
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
(Autenrieth) |
(21) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=aor. [[ἐξετέλεσσα]], [[pass]]. ipf. [[ἐξετελεῦντο]], perf. ἐκτετέλεσται: [[bring]] to an [[end]], [[finish]], [[fulfil]], [[consummate]], [[achieve]]; ὅ μοι οὔ τι θεοὶ [[γόνον]] ἐξετέλειον | ἐξ [[ἐμοῦ]], ‘granted me no [[offspring]] of my [[own]],’ Il. 9.493. | |auten=aor. [[ἐξετέλεσσα]], [[pass]]. ipf. [[ἐξετελεῦντο]], perf. ἐκτετέλεσται: [[bring]] to an [[end]], [[finish]], [[fulfil]], [[consummate]], [[achieve]]; ὅ μοι οὔ τι θεοὶ [[γόνον]] ἐξετέλειον | ἐξ [[ἐμοῦ]], ‘granted me no [[offspring]] of my [[own]],’ Il. 9.493. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[ἐκτελέω]] <br /> <b>1</b> [[complete]] “[[εἴκοσι]] δ' ἐκτελέσαις ἐνιαυτοὺς” (P. 4.104) τὸν Ἰάσονος εὔδοξον πλόον ἐκτελέσαις εἷλε Μήδειαν (v. l. ἐκτελευτήσας. sc. [[Πηλεύς]]) fr. 172. 6. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:59, 17 August 2017
English (LSJ)
Ep. impf.
A ἐξετέλειον Il.9.493, Od.4.7 : Ep. fut.-τελέω Il. 2.286, 10.105 : aor.part. ἐκτελέσσαντες Sapph.Supp.6.5 : fut. Med. in pass. sense (v. infr.):—bring to an end, accomplish, achieve, ἐκτελέσας μέγα ἔργον Od.3.275 ; ὥς κεν..ἐκτελέσειεν ἀέθλους 8.22 ; ὁδὸν ἐκτελέσαντες 10.41, etc.; fulfil a promise, etc., οὐδέ τοι ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν Il.2.286 ; μή οἱ ἀπειλὰς ἐκτελέσωσιθεοί 9.245 ; οὔ θην Ἕκτορι πάντα νοήματα..Ζεὺς ἐκτελέει 10.105, etc.; ἐπιθυμίην Hdt.1.32 ; ἔρωτα Pl.Smp.193c ; τἀντεταλμένα E.Ph.1648codd.; μυστήρια PMag. Osl. 1.306 : abs., Δαρείου ἐκτελέσας (sc. τὸ ἔργον) κατὰ νοῦν Epigr. ap. Hdt.4.88:—Pass., ὧδε γὰρ ἐκτελέεσθαι ὀΐομαι will be accomplished, Il. 12.217, cf. 7.353; ἐκτελοῖτο δὴ τὰ χρηστά A.Pers.228. 2 of Time, Hes.Op.565, Hdt.6.69, Pi.P.4.104:—Pass., μῆνές τε καὶ ἡμέραι ἐξετελεῦντο Od.11.294.
German (Pape)
[Seite 780] (s. τελέω), ganz vollenden, vollbringen; ἔργον, φᾶρος, ὁδόν, Od. 3, 275. 19, 143. 10, 41; Soph. Tr. 1177 u. Folgde; τὴν σκέψιν Plat. Rep. IV, 434 b; von der Zeit, εἴκοσι ἐκτελέσαις ἐνιαυτούς Pind. I. 4, 104, wie im pass. ὅτε δὴ μῆνές τε καὶ ἡμέραι ἐξετελεῦντο Od. 11, 294; 14, 293; βίον εὐσεβῶν, fromm hinbringen, D. Sic. 1, 49. – Ins Werk setzen, ausführen; ἀπειλάς Il. 9, 245; ὑπόσχεσιν 2, 286; νοἠματα 10, 105; ὧδε γὰρ ἐκτελέεσθαι οΐομαι 12, 217; Διὸς νόος ἐξετελεῖτο Hes. Th. 1002; τἀντεταλμένα Eur. Phoen. 691; ἐπιθυμίαν Her. 1, 32; τα νόμιμα Xen. Lac. 10, 7; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτελέω: Ἐπ. παρατ. ἐξετέλειον Ἰλ. Ι. 493, Ὀδ. Δ. 7: - μέλλ. -τελέσω Ἰλ. Β. 286., Κ. 105: - Μέσ., μέλλ. μετὰ παθ. σημασ., ἴδε ἐν τέλ. Φέρω ἐντελῶς εἰς πέρας, κατορθώνω, ἐκτελῶ, ἐκτελέσας μέγα ἔργον Ὀδ. Γ. 275· ὡς... ἐκτελέσειεν ἀέθλους Θ. 22· ὁμὴν ὁδὸν ἐκτελέσαντες, ἂν καὶ ἐκάμαμεν τὸν αὐτὸν δρόμον, Κ. 41, κτλ.· ἐκπληρῶ ὑπόσχεσιν κτλ., οὐδέ τοι ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν Ἰλ. Β. 286· μὴ οἱ ἀπειλὰς ἐκτελέσωσι θεοὶ Ι. 245· οὔ θην Ἕκτορι πάντα νοήματα... Ζεὺς ἐκτελέει Κ. 104, κτλ.· ἐπιθυμίην Ἡρόδ. 1. 32· ἀπόλ., Δαρείου βασιλέος ἐκτελέσας (ἐνν. τὸ ἔργον) κατὰ νοῦν Ἐπίγραμμα παρ’ Ἡροδ. 4. 88. - Παθ., ὦδε γὰρ ἐκτελέεσθαι ὀΐομαι, οὕτω θὰ γείνῃ, Ἰλ. Μ. 217, πρβλ. Η. 353· ἐκτελοῖτο δὴ τὰ χρηστὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 228. 2) ἐπὶ χρόνου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 562, Ἡρόδ. 6. 69, Πινδ. Π. 4. 185· οὕτως ἐν τῷ παθ., μῆνές τε καὶ ἡμέραι ἐξετελεῦντο Ὀδ. Λ. 294.
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
mener à terme :
1 achever, acc.;
2 mettre à exécution, accomplir : ἐπιθυμίην HDT satisfaire un désir ; Pass. être accompli, s’accomplir;
3 en parl. de temps parcourir jusqu’au terme ; Pass. μῆνές τε καὶ ἡμέραι ἐξετελεῦντο OD les mois et les jours s’écoulaient.
Étymologie: ἐκ, τελέω.
23ᵉ sg. ἐκτελέει, inf. ἐκτελέειν;
fut. épq. et ion. de ἐκτελέω.
English (Autenrieth)
aor. ἐξετέλεσσα, pass. ipf. ἐξετελεῦντο, perf. ἐκτετέλεσται: bring to an end, finish, fulfil, consummate, achieve; ὅ μοι οὔ τι θεοὶ γόνον ἐξετέλειον | ἐξ ἐμοῦ, ‘granted me no offspring of my own,’ Il. 9.493.
English (Slater)
ἐκτελέω
1 complete “εἴκοσι δ' ἐκτελέσαις ἐνιαυτοὺς” (P. 4.104) τὸν Ἰάσονος εὔδοξον πλόον ἐκτελέσαις εἷλε Μήδειαν (v. l. ἐκτελευτήσας. sc. Πηλεύς) fr. 172. 6.