ἀπέχω: Difference between revisions
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
(21) |
(21) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=fut. [[ἀφέξω]], [[ἀποσχήσω]], aor. 2 [[ἀπέσχον]], [[mid]]. fut. [[ἀφέξομαι]], aor. 2 ἀπεσχόμην, inf. [[ἀποσχέσθαι]]: [[hold]] [[from]], [[keep]] [[from]]; [[act]]., τινός τι or τινά, ἑκὰς νήσων ἀπέχειν εὐεργἐα [[νῆα]], Od. 15.33; ἠὼς ἥ μ' Ὀδυσῆος οἴκου ἀποσχήσει, [[that]] ‘shall [[part]]’ me [[from]] [[Odysseus]]' [[house]], Od. 19.572; [[also]] w. dat. of [[interest]], Il. 24.19, Od. 20.263; [[mid]]., τινός, ‘[[hold]] [[aloof]] [[from]],’ Il. 12.248; ‘[[abstain]],’ Od. 9.211; ‘[[spare]],’ Od. 12.321, Od. 19.489. | |auten=fut. [[ἀφέξω]], [[ἀποσχήσω]], aor. 2 [[ἀπέσχον]], [[mid]]. fut. [[ἀφέξομαι]], aor. 2 ἀπεσχόμην, inf. [[ἀποσχέσθαι]]: [[hold]] [[from]], [[keep]] [[from]]; [[act]]., τινός τι or τινά, ἑκὰς νήσων ἀπέχειν εὐεργἐα [[νῆα]], Od. 15.33; ἠὼς ἥ μ' Ὀδυσῆος οἴκου ἀποσχήσει, [[that]] ‘shall [[part]]’ me [[from]] [[Odysseus]]' [[house]], Od. 19.572; [[also]] w. dat. of [[interest]], Il. 24.19, Od. 20.263; [[mid]]., τινός, ‘[[hold]] [[aloof]] [[from]],’ Il. 12.248; ‘[[abstain]],’ Od. 9.211; ‘[[spare]],’ Od. 12.321, Od. 19.489. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[ἀπέχω]] <br /> <b>1</b> [[keep]] [[away]] c. acc. & gen. σκοτεινὸν ἀπέχων ψόγον, ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' [[ἄγων]] [[κλέος]] ἐτήτυμον αἰνέσω (N. 7.61) οὐδὲ παναγυρίων ξυνᾶν ἀπεῖχον καμπύλον [[δίφρον]] (I. 4.28) in tmesis, ἀπὸ [[πάμπαν]] ἀδίκων ἔχειν ψυχάν (O. 2.69) | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ἀπέχω]] <br /> <b>1</b> [[keep]] [[away]] c. acc. & gen. σκοτεινὸν ἀπέχων ψόγον, ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' [[ἄγων]] [[κλέος]] ἐτήτυμον αἰνέσω (N. 7.61) οὐδὲ παναγυρίων ξυνᾶν ἀπεῖχον καμπύλον [[δίφρον]] (I. 4.28) in tmesis, ἀπὸ [[πάμπαν]] ἀδίκων ἔχειν ψυχάν (O. 2.69) | |sltr=[[ἀπέχω]] <br /> <b>1</b> [[keep]] [[away]] c. acc. & gen. σκοτεινὸν ἀπέχων ψόγον, ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' [[ἄγων]] [[κλέος]] ἐτήτυμον αἰνέσω (N. 7.61) οὐδὲ παναγυρίων ξυνᾶν ἀπεῖχον καμπύλον [[δίφρον]] (I. 4.28) in tmesis, ἀπὸ [[πάμπαν]] ἀδίκων ἔχειν ψυχάν (O. 2.69) | ||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 17 August 2017
English (LSJ)
fut. ἀφέξω, and (Od.19.572) ἀποσχήσω: aor. ἀπέσχον:—
A keep off or away from, αἴ κεν τυδέος υἱὸν ἀπόσχη Ἰλίου ἱρῆς Il.6.96,277; ἑκὰς νήσων ἀπέχων εὐεργέα νῆα Od.15.33; κληῖδες ἀπ' ὤμων αὐχέν' ἔχουσιν the collar-bone parts the neck from the shoulders, Il.22.324; Εὐβοίης ἀπέχειν . . αἶγας Orac. ap. Hdt.8.20, cf. 22; ἄπεχε τῆς βοὸς τὸν ταῦρον A.Ag.1125 (lyr.), cf. Pr.687 (lyr.). 2 c. dat. pers., τοι . . χεῖρας ἀφέξω Od.20.263. 3 with a Prep., ἀ. φρένα περισσῶν παρὰ φωτῶν E.Ba.427 (lyr.); ῥῖνα ἀπὸ κάκκης Ar.Pax162. 4 c.acc. only, keep off or away, σκοτεινὸν ἀ. ψόγον Pi.N.7.61; ἀ. φάσγανον E.Or.1519. 5 οὐδὲν ἀπέχει c. inf., nothing hinders, debars one from doing, Pl. Cra.407b, Plu.2.433a. II Med., κακῶν ἄπο χεῖρας ἔχεσθαι hold one's hands off or away from .., Od.22.316; κυάμων ἄπο χεῖρας ἔχεσθε Emp.141; ἀθανάτων ἀ. χεῖρας A.Eu.350 (lyr.), cf. Supp. 756, Pl.Smp.213d, 214d:—but mostly, 2 ἀπέχεσθαί τινος hold oneself off a thing, abstain or desist from it, πολέμου Il.8.35, al.; βοῶν Od. 12.321; οὐδὲ . . σευ ἀφέξομαι will not keep my hands off thee, ib.19.489; Δεκελέης abstain from ravaging D., Hdt.0.73, cf.1.66, 4.118, al., Th. 1.20, etc.; keep away from, πόλεως X.HG7.3.10: in pf. Pass., μηδὲ τῶν μικρῶν ἀπεσχημένον D.27.47; ἀγορᾶς ἀπεσχ. Arist.Pol.1278a25. 3 c. inf., ἀπέχεσθαι μὴ στρατεῦσαι abstain from marching, Th.5.25; λαμβάνειν ἀπέσχετο Philem.94.3; ἀπέχεσθαι τοῦ ποιεῖν X. Mem.4.2.3; οὐκ ἀ. τὸ μὴ οὐ ποιεῖν Id.Cyr.1.6.32, Pl.R.354b: also c. part., Jul.Or.1.43d. 4 abs., refrain oneself, D.21.61. III intr. in Act., to be away or far from, c. gen. loci, τῶν Ἐπιπολῶν ἓξ ἢ ἑπτὰ σταδίους Th.6.97; ἀ.ἀπὸ Βαβυλῶνος, etc., Hdt.1.179,cf.3.26,al.; ἀπὸ θαλάττης . . δώδεκα δδὸν ἡμερῶν ἀ. Euphro11.3; ἀ. παμπόλλων ἡμερῶν ὁδόν X.Cyr.1.1.3; τὸ μέσον ἴσον τῶν ἐσχάτων ἀ. Pl.Prm.145b; πλεῖστον ἀ. κατὰ τόπον Arist.Mete.363a31; a). τὴν ἡμίσειαν διάμετρον Id. Cael.293b30, etc. b project, extend, Id.GA781a11; τὰἀπέχοντα prominent parts, PA 655a32. c ἀποσχὼν τεσσαράκοντα μάλιστα σταδίους μὴ φθάσαι ἐλθώνfailing to arrinein time by... Th.5.3. 2 of actions, to be far from, ἀπεῖχον τῆς ἐξευρέσιος οὐδὲν ἔλασσον were just as farfrom the discovery, Hdt.1.67; τοσοῦτον ἀπέχω τοῦ ποιεῖν τι ὥστε . . Isoc.6.70; τοσούτῳ πλέον ἡμῶν ἀπέχεις τοῦ πιστὰ λέγειν ὅσον .. ib.11.32; ἀπέχει τοῦ μὴ μετ' ὀργῆς [πράττειν] D.21.41; πλεῖστον ἀ. τινός to be as far as possible from doing, X.Mem.1.2.62; but τοσοῦτ' ἀπέχει τῶν χορηγῶν so far is it from the thoughts of .., D.21.59. 3 generally, to be far remoued from, πολιτείας, μοναρχίας, Arist.Pol.1289b2, 1293a17; τοῦ μέσου Id.EN1109a10. 4 differ from, οὐδέν τι ἀπεῖχε γαμετῆς γυναικός Hdn.1.16.4. 5 διαφύσιες . . ᾗσιν οὐδὲν ἀπέχει ἀγγεῖα εἶναι nothing is wanting, Hp.de Arte 10. IV have or receive in full, τὴν ἀπόκρισιν Aeschin.2.50; τὸ χρέος ἀ. receive payment in full, Call.Epigr.55; χάριτας ib.51; ἀπέχω in receipts, BGU612.2 (i A.D.), etc.; ἀ. τὸν μισθόν Plu.Sol.22, Ev.Matt.6.2, al.; καρπὸν ἀ. τῶν πονηθέντων Plu.Them.17; ἀ. τὸ μέτεριον Id.2.124e. 2 impers., ἀπέχει it sufficeth, it is enough, Ev.Marc.14.41, cf. Anacreont.15.33.
German (Pape)
[Seite 289] (s. ἔχω), 1) abhalten, entfernt halten, ἑκὰς νήσων ἀπέχειν νῆα Od. 15, 33; οὐδ' ὅ γε πρὶν λοιμοῖο βαρείας χεῖρας ἀφέξει, alte v. l. Iliad. 1, 97, nach Scholl. Did. wahrscheinlich Zenodots Lesart; Aristarch u. andere alte Ausgaben hatten Δαναοῖσιν ἀεικέα λοιγὸν ἀπώσει; τινά τινος, Einen von etwas fern halten, abwehren, αἴ κεν Τυδέος υἱὸν ἀπόσχῃ Ἰλίου Il. 6, 96; vgl. Aesch. Ag. 1096; χεῖρας πἀντων ἀφέξω σοι Od. 20, 263; τοῖο πᾶσαν ἀεικείην ἄπεχε χροΐ Il. 24, 19; ἥ μ' Ὀδυσῆος οἴκου ἀποσχήσει, mich vom Hause entfernen wird, Od. 19, 572; Iliad. 22, 324 ᾗ κληῖδες ἀπ' ὤμων αὐχέν' ἔχουσιν, trennen; pass., τῶν ἱερῶν τὰ ἐκ τῆς χώρης γενόμενα ἀπέχεται, wird ausgeschlossen vom Opfer, Her. 1, 160. Selten so bei Att. S. Plat. Cratyl. 407 b; ῥῖνα ἀπὸ κάκκης Ar. Pax 162. So φθόνον, proeul habere, Pind. N. 7, 61; οὐδὲν ἀπέχει, es steht nichts im Wege, es hindert nichts, es ist natürlich, Hippocr.; Plut. Dion. 23 ὧν οὐδὲν ἀπέχει καὶ τὸν ἄριστον μετασχεῖν; vgl. Orac. def. 41. Gew. – 2) intrans., entfernt sein, τινός, von einem Orte; die Entfernung steht im acc., τό γε μέσον ἴσον τῶν ἐσχάτων ἀπέσχεν Plat. Parmen. 145 b; bes. bei Historikern, wo auch oft der gen. fehlt; eigthmt. Thuc. 5, 3 ἀποσχὼν τεσσαράκοντα στάδια μὴ φθάσαι, sc. es fehlten 40 Stadien, daß er eher als die Anderen kam; mit ἀπό, ἑτέρα ἀφ' ἑτέρας σταδίους ἑκατὸν ἀπεῖχε Plat. Critia 178 d; αἱ ὄχθαι – ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ τρία πλέθρα Xen. An. 4, 3, 5. Uebertr. auf andere Dinge, ὧν ἐκεῖνος πλεῖστον πάντων ἀνθρώπων ἀπέσχεν Mem. 1, 2, 62; οὐδὲν ἀπεῖχε γαμετῆς γυναικός Hedn. 1, 16. 9, unterschied sich gar nicht von der rechtmäßigen Frau. Bes. τοσοῦτο ἀπέχειν, wie tantum abest, worauf häufig ὥστε folgt, z. B. τῆς αὐτονομίας Isocr. 4, 101; τοῦ λαβεῖν Dem. 24, 3; τοῦ βοηθεῖν Pol. 5, 74. – 3) weghaben, dahinhaben, παρὰ σοῦ τὴν χάριν ἀπέχω πάλαι com. Mein. IV, 679; ἀπέχετε τὴν ἀπόκρισιν, da habt ihre eure Antwort, Aesch. 2, 50; μισθόν, schuldigen Lohn, N. T.; Plut.; ähnl. χρέος Callim. ep. 22 (VI, 147); κῦδος ὀφειλόμενον Ep. ad. 390 (IX, 115); Hesych. Erkl. ἐξαρκεῖ, ἀπόχρη, bezieht sich auf Anacr. 15, 33; vgl. Marc. 14, 41. – Med., 1) entfernt halten, für sich, Od. 22, 316 κακῶν ἀπὸ χεῖρας ἔχεσθαι, Bekk. ἄπο; ἀπεσχῆσθαι τὼ χεῖρε τῆς μητρός Dem. 25, 54; vgl. Plat. Conv. 214 d; ohne χεῖρας, schonen, οὐδὲ τροφοῦ οὔσης σεῦ ἀφέξομαι Od. 19, 489; φίλων Xen. An. 2, 6, 10; Hell. 5, 2, 6. – 2) sich entfernt halten, absol., τότ' ἂν οὔ τοι ἀποσχέσθαι φίλον ἦεν Od. 9, 211; τῆς Ἑλλάδος Xen. An. 6, 4, 14; πόλεως Hell. 7, 3, 10; sich einer Sache enthalten, πολέμου Il. 8, 35; δηιοτῆτος 12, 248; ἀλλήλων ἀπέχονται εὐνῆς καὶ φιλότητος Iliad. 14, 206. 305; βοῶν Od. 12, 321. 328; οἴνου Ar. Nub. 417; ἡδονῶν, ἐπιθυμιῶν Plat. Phaed. 82 c 83 b; τῶν τῆς πατρίδος Pol. 10, 25; mit dem inf., τοῦ λέγειν Xen. Mem. 1, 2, 34; ohne Art. Ages. 11, 7; μὴ στρατεῦσαι Thuc. 5, 251 bes. merke man: οὐκ ἀπεσχόμην τὸ μὴ οὐκ ἀπελθεῖν, fast: ich mußte fortgehen, Plat. Rep. I, 354 b; οὐκ ἀπείχοντο ἀπὸ τῶν φίλων τὸ μὴ οὐχὶ πλεονεκτεῖν παρ' αὐτῶν Xen. Cyr. 1, 6, 32.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέχω: μέλλ. ἀφέξω καὶ (ἐν Ὀδ. Τ. 572) ἀποσχήσω: ἀόρ. ἀπέσχον: - κρατῶ μακράν, ἀπομακρύνω, ἀποκρούω, αἴ κεν Τυδέος υἱὸν ἀπόσχῃ Ἰλίου ἱρῆς «ἀποστήσῃ» (μετάφρ. Γαζῆ) Ἰλ. Ζ. 96, 277· νήσων ἀπέχειν εὐεργέα νῆα Ὀδ. Ο. 33· Εὐβοίης ἀπέχειν... αἶγας Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 20, πρβλ. 22· ἄπεχε τῆς βοὸς τὸν ταῦρον Αἰσχύλ. Ἀγ. (1094) πρβλ. Πρ. 687. 2) μετὰ δοτ. προσ., κερτομίας δέ τοι αὐτὸς ἐγὼ καὶ χεῖρας ἀφέξω πάντων μνηστήρων Ὀδ. Υ. 263, πρβλ. Spitzn Ἰλ. Α. 97. 3) μετὰ προθ., κληῖδες ἀπ’ ὤμων αὐχέν’ ἔχουσιν (ἐν τμήσει), «διείργουσι τὸν αὐχένα ἀπὸ τῶν ὤμων» (Σχόλ.), Ἰλ. Χ. 324· οὕτως, ἀπ. παρά τινος Εὐρ. Βάκχ. 427. 4) μετ’ αἰτιατ. μόνον, τηρῶ μακράν, σκοτεινὸν ἀπ. ψόγον Πινδ. Ν. 7. 89· ἀπ. φάσγανον Εὐρ. Ὀρ. 1519. 5) οὐδὲν ἀπέχει μετ’ ἀπαρεμ. οὐδὲν ἐμποδίζει, οὐδὲν κωλύει τινὰ νὰ πράξῃ τι, Πλάτ. Κρατ. 407Β, Πλούτ. 2. 433Α. ΙΙ. Μέσ., κακῶν ἀπὸ χεῖρας ἔχεσθαι (ἐν τμήσει), ἔχειν τὰς χεῖρας μακρὰν τῶν κακῶν, «κακῶν ἀπέχεσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Χ. 316· κυάμων ἀπὸ χεῖρας ἔχεσθε (ἐν τμήσει) = ἀπέχεσθαι Ἐμπεδ. 451· ἀθανάτων δ’ ἀπέχειν χεῖρας, τῶν ἀθανάτων εἶναι καθῆκον νὰ ἔχωσι τὰς χεῖρας αὐτῶν μακρὰν ἡμῶν, ἀλλ’ ὁ σχολ. ἑρμηνεύει: «μὴ πλησιάζειν ἡμᾶς τοῖς θεοῖς». Αἰσχύλ. Εὐμ. 350, πρβλ. Ἱκ. 756, Πλάτ. Συμπ. 213D, 214D: ἀλλὰ πρὸ πάντων. 2) ἀπέχεσθαί τινος, τηρῶ ἐμαυτὸν μακρὰν ἀπό τινος, ἀπέχομαι ἢ ἀπομακρύνομαι αὐτοῦ, πολέμου Ἰλ. Θ. 35, κτλ.· βοῶν Ὀδ. Μ. 321· οὐδὲ... σεῦ ἀφέξομαι, «φείσομαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 489· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 1. 66., 4. 118, κ. ἀλλ., Θουκ. 1. 20, κτλ.· ἐν τῷ παθ. πρκμ. μηδὲ τῶν μικρῶν ἀπεσχημένον Δημ. 828. 12· ἀγορᾶς ἀπεσχ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 5, 7. 3) μετ’ ἀπαρ., ἀπέχεσθαι μὴ στρατεῦσαι, ἀπέχεσθαι ἀπὸ τῆς ἐκστρατείας, Θουκ. 5. 25· λαμβάνειν ἀπέσχετο Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 10· οὕτως, ἀπέχεσθαι τοῦ πονεῖν Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 3· ὡσαύτως, οὐκ ἀπέσχοντο οὐδ. ἀπὸ τῶν φίλων τὸ μὴ οὐχὶ πλεονεκτεῖν αὐτῶν πειρᾶσθαι ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 6, 32, Πλάτ. Πολ. 354Β. 4) ἀπολύτως, τηρῶ ἐμαυτὸν μακράν, ἀπέχομαι, Δημ. 534. 12. ΙΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῇ ἐνεργ. φωνῇ, εἶμαι μακρὰν ἀπό τινος, μετὰ γεν. τόπου, τῆς πόλεως οὐ πολλὴν ὁδὸν ἀπέχει Θουκ. 6. 67· οὕτως, ἀπ. ἀπὸ Βαβυλῶνος κτλ., Ἡρόδ. 1. 179, πρβλ. 3. 26 κ. ἀλλ.· ἀπὸ θαλάττης... δώδεκα ὁδὸν ἡμερῶν ἀπ. Εὔφρων ἐν Ἀδήλ. 1. 3· ἀπ. παμπόλλων ἡμερῶν ὁδὸν Ξεν. Κύρ. 1. 1, 3· πλεῖστον ἀπ. κατὰ τόπον Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 3· ἀπ. τὴν ἡμίσειαν διάμετρον ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 2. 13, 8, κτλ. 2) ἐπὶ πράξεων, εἶμαι μακρὰν ἀπὸ.., ἀπεῖχον τῆς ἐξευρέσιος οὐδὲν ἔλασσον, ἀπεῖχον οὐδὲν ἧττον... Ἡρόδ. 1. 67· ἀπέχειν τοῦ λέγειν, ποιεῖν Ἰσοκρ. 227D, 130C· ἀπέχει τοῦ μὴ [πράττειν] Δημ. 527. 21· τοσοῦτ’ ἀπέχει [τις] (ἐνν. τοῦ μὴ κωλύειν) ὁ αὐτ. 533. 21· πλεῖστον ἀπ. τοῦ ποιεῖν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 62. 3) καθόλου, εἶμαι πολὺ μακρὰν ἀπὸ.., πολιτείας, μοναρχίας, κτλ., Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 2, 2., 4. 6, 8, κ. ἀλλ.· τοῦ μέσου ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 2. 8, 7. IV. ἔχω ἢ λαμβάνω τι πλῆρες, τὴν ἀπόκρισιν Αἰσχίν. 34. 35· τὸ χρέος ὥς ἀπέχεις, λαμβάνεις πλῆρες, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 57· ἀπ. τὸν μισθὸν Πλουτ. Σόλων 22, Εὐαγγ. κ. Ματθ. Ϛ΄, 2, κ. ἀλλ.· καρπὸν ἀπ. τῶν πονηθέντων Πλουτ. Θεμ. 17· ἀπ. χάριν, λαμβάνειν εὐχαριστίας, πρβλ. Ἰακωψ. Ἀνθ. 2. 3· σ. 243, Οὐϋττεμβαχ. Πλούτ. 2. 124Ε. 2) ἀπροσ., ἀπέχει, εἶναι ἱκανόν, ἀρκεῖ, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. Ιδ΄, 41, πρβλ. Ἀνακρέοντ. 15. 33, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀπεῖχον, f. ἀφέξω, ao. ἀπέσχον;
I. tr. 1 tenir éloigné : ἀπ. νῆα νήσων OD retenir un vaisseau loin des îles ; éloigner : Τυδέος υἱὸν ἀπ. Ἰλίου IL éloigner d’Ilion le fils de Tydée ; τᾶς βοὸς τὸν ταῦρον ESCHL éloigner le taureau de la génisse ; ἀπ. τινί τι écarter de qqn (une menace, un danger, etc.) ; protéger qqn contre qch ; οὐδὲν ἀπέχει avec l’inf. rien n’empêche de;
2 tenir de la main de qqn, recevoir : μισθόν un salaire ; καρπόν recueillir le fruit de;
II. intr. être distant, éloigné de, gén. ou avec ἀπό ; fig. être éloigné : τοῦ λέγειν, τοῦ ποιεῖν ISOCR de dire, de faire;
Moy. ἀπέχομαι (f. ἀφέξομαι, ao.2 ἀπεσχόμην, pf. ἀπέσχημαι);
1 tr. tenir éloigné, éloigner : ἀθανάτων ἀπ. χεῖρας ESCHL tenir ses mains éloignées des immortels, se garder de toucher aux immortels;
2 intr. se tenir éloigné de, s’abstenir : πολέμου IL de combattre ; τινος OD épargner qqn ; ἀπ. τοῦ et l’inf., μή et l’inf., τὸ μή et l’inf. : s’abstenir de.
Étymologie: ἀπό, ἔχω.
English (Autenrieth)
fut. ἀφέξω, ἀποσχήσω, aor. 2 ἀπέσχον, mid. fut. ἀφέξομαι, aor. 2 ἀπεσχόμην, inf. ἀποσχέσθαι: hold from, keep from; act., τινός τι or τινά, ἑκὰς νήσων ἀπέχειν εὐεργἐα νῆα, Od. 15.33; ἠὼς ἥ μ' Ὀδυσῆος οἴκου ἀποσχήσει, that ‘shall part’ me from Odysseus' house, Od. 19.572; also w. dat. of interest, Il. 24.19, Od. 20.263; mid., τινός, ‘hold aloof from,’ Il. 12.248; ‘abstain,’ Od. 9.211; ‘spare,’ Od. 12.321, Od. 19.489.
English (Slater)
ἀπέχω
1 keep away c. acc. & gen. σκοτεινὸν ἀπέχων ψόγον, ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω (N. 7.61) οὐδὲ παναγυρίων ξυνᾶν ἀπεῖχον καμπύλον δίφρον (I. 4.28) in tmesis, ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψυχάν (O. 2.69)
English (Slater)
ἀπέχω
1 keep away c. acc. & gen. σκοτεινὸν ἀπέχων ψόγον, ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω (N. 7.61) οὐδὲ παναγυρίων ξυνᾶν ἀπεῖχον καμπύλον δίφρον (I. 4.28) in tmesis, ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψυχάν (O. 2.69)