δνοφερός: Difference between revisions
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[δνόφος]]): [[dark]], [[dusky]]. | |auten=([[δνόφος]]): [[dark]], [[dusky]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:12, 17 August 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A dark, murky, νύξ Od.13.269; ὕδωρ Il.9.15, cf. Thgn.243; ἀχλύς A. Eu.379 (lyr.); κατὰ δ. γᾶς E.IT1266 (lyr.), etc.: metaph., δ. κᾶδος Pi.P.4.112; πένθος A.Pers.536 (lyr.).—Poet. word; but τὸ δνοφερόν gloom, Hp.Morb.Sacr.16.
German (Pape)
[Seite 651] dunkel, finster; Homer viermal: Odyss. 13, 269 νὺξ δὲ μάλα δνοφερὴ κάτεχ' οὐρανόν; 15, 50 νύκτα διὰ δνοφερήν; Iliad. 9, 15. 16, 4 κρήνη μελάνυδρος, ἥ τε κατ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ; – νύξ Pind. frg. 95 Soph. El. 91; ἀχλύς Aesch. Eum. 357; γῆ Eur. I. T 1265; δόμος Ἁχέροντος Andronic. (VII, 181); θύελλα Orph. Arg. 1187; auch übertr., κῆδος Pind. P. 4, 112; πένθος Aesch. Pers. 528, wie Anyte 13; – τὸ δνοφερόν. Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
δνοφερός: -ά, -όν, ζοφερός, σκοτεινός, ἀμαυρός, νὺξ Ὀδ. Ν. 269˙ ὕδωρ Ἰλ. Ι. 15˙ ὡσαύτως παρὰ Θεόγν. 243, καὶ Τραγ.˙ μεταφ., δν. κᾶδος Πίνδ. Π. 4. 200˙ πένθος Αἰσχύλ. Πέρσ. 536˙ - λέξις ποιητική˙ ἀλλά, τὸ δνοφερόν, «σκοτεινάδα», «μαυράδα», ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. 308. 10.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
sombre, obscur.
Étymologie: δνόφος.