ἀτρεκής: Difference between revisions
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
(SL_1) |
(big3_7) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ἀτρεκής]] <br /> <b>a</b> [[strict]], [[precise]], of an Olympic [[judge]] ἀτρεκὴς Ἑλλανοδίκας Αἰτωλὸς ἀνὴρ (O. 3.12) <br /> <b>b</b> [[precise]], [[exact]] καιρῷ σὺν ἀτρεκεῖ (P. 8.7) ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ' ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα [[ποδί]] (N. 3.41) οὔ [[τοι]] ἅπασα [[κερδίων]] φαίνοισα [[πρόσωπον]] ἀλάθεἰ [[ἀτρεκής]] (v. l. ἀτρεκές codd. Stobaei, Snell) (N. 5.17) | |sltr=[[ἀτρεκής]] <br /> <b>a</b> [[strict]], [[precise]], of an Olympic [[judge]] ἀτρεκὴς Ἑλλανοδίκας Αἰτωλὸς ἀνὴρ (O. 3.12) <br /> <b>b</b> [[precise]], [[exact]] καιρῷ σὺν ἀτρεκεῖ (P. 8.7) ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ' ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα [[ποδί]] (N. 3.41) οὔ [[τοι]] ἅπασα [[κερδίων]] φαίνοισα [[πρόσωπον]] ἀλάθεἰ [[ἀτρεκής]] (v. l. ἀτρεκές codd. Stobaei, Snell) (N. 5.17) | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. [[ἀτρεχής]] <i>Et.Gud</i>.229.25<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[exacto]], [[preciso]] οὐδεὶς ἂν εἴποι ἀτρεκέα ἀριθμόν Hdt.7.187, ἀτρεκὲς δὲ οὐδέν· μάλα γὰρ καὶ φύσις φύσεος ... διαφέρει Hp.<i>Fract</i>.7, πῶμα γὰρ ἀτρεκὲς ἡ ἐπιγλωσσίς Hp.<i>Cord</i>.2, τὸν ἥλιον ἐκλιπεῖν ἱστοροῦσι, ποιησάμενον ἀτρεκῆ σύνοδον πρὸς σελήνην Plu.2.320b<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[precisamente]], [[con exactitud]] μνηστήρων οὔτ' ἄρ' δεκὰς ἀτρεκὲς ... ἀλλὰ πολὺ πλέονες no solamente una decena de pretendientes sino muchos más</i>, <i>Od</i>.16.245, οὔ τοι ἅπασα κερδίων ... ἀλάθει' ἀτρεκές Pi.<i>N</i>.5.17, τὸ δ' ἀτρεκὲς ὄλβιος οὐδείς ninguno es completamente feliz</i> Thgn.167, οὐ μὲν πάντα πέλει θέμις ὔμμι δαῆσαι ἀτρεκές A.R.2.312<br /><b class="num">•</b>[[puntualmente]] ἔρχετ' [[Ἀθαναία]] ἀτρεκές Call.<i>Lau.Pall</i>.137, ἀτρεκὲς ἔγνων supe con seguridad</i>, <i>AP</i> 5.267 (Agath.), ἀτρεκὲς Ἀσσυρίης ἀπὸ πατρίδος [[αἷμα]] κομίζει Nonn.<i>D</i>.4.80<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἀ. compar. [[mayor exactitud]] εἰ δέ τις τὸ ἀτρεκέστερον τούτων ἔτι δίζηται Hdt.5.54<br /><b class="num">•</b>sup. [[la máxima exactitud]] χαλεπὸν τυγχάνειν αἰεὶ τοῦ ἀτρεκεστάτου Hp.<i>VM</i> 12.<br /><b class="num">2</b> [[verdadero]] λόγος op. πλαστός Hp.<i>Epid</i>.6.8.7, μακρότερος μὲν ὁ λόγος ἂν γένοιτο, ἀτρεκέστερος δὲ οὐδαμῶς οὐδὲ πιστότερος Hp.<i>Flat</i>.15, cf. Aret.<i>SA</i> 2.3.4, 4.5, μαντεῖον Charax 5, cf. Aret.<i>SD</i> 2.10.12, ὕπνος Aret.<i>SD</i> 2.6.4, ῥόος Aret.<i>SD</i> 2.9.14, op. ἐοικυῖα: αἰτίην ἀτρεκέα μὲν ἴσασι μοῦνοι θεοί, ἐοικυῖαν δὲ καὶ ἄνθρωποι Aret.<i>SD</i> 2.12.3, εἰς ἀκοὰς ῥυθμῶν τὠτρεκὲς οὐκ ἔνεμεν <i>AP</i> 9.584 (Anon.), cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἀ. [[la verdad]] c. verbos de ‘decir’ οὐκ ἔχω [[εἰπεῖν]] τὸ ἀ. Hdt.7.60, cf. 5.9, Aret.<i>CD</i> 1.4.8, c. verb. de conocimiento y percepción τὸ δὲ ἀτρεκὲς ὀλιγάκις ἔστι κατιδεῖν Hp.<i>VM</i> 9, τὸ ἀ. ἔδοξε ἄπιστον Aret.<i>SD</i> 2.12.6.<br /><b class="num">3</b> [[seguro]], [[firme]] ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί Pi.<i>N</i>.3.41, ἀτρεκὲς ἦτορ Parm.B 1 (ap. crít.), ἐπιστήμην δὲ καὶ γνώμην ἀτρεκῆ σχεῖν ἀδύνατον Plb.1.4.9, οὐκ ἀ. τοῦ θανάτου ἡ φυγή Aret.<i>SD</i> 2.9.14<br /><b class="num">•</b>neutr. adv. ἀτρεκὲς [[αἷμα]] ἔσσευα βαλών acertándoles de manera segura hice saltar la sangre</i>, <i>Il</i>.5.208, ἔγνων ἀτρεκές <i>AP</i> 5.267 (Agath.).<br /><b class="num">4</b> [[preciso]], [[riguroso]], [[estricto]] de pers. ἀ. Ἑλλανοδίκας Pi.<i>O</i>.3.12, cf. Philostr.<i>Im</i>.2.6, (Οὐεσπασιανός) ἀτρεκῆ τὸν Ἰώσηπον ... κατελάμβανεν I.<i>BI</i> 3.405, ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς ἀτρεκῆ φύλακα Plu.2.937e, cf. 1006e<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[δίαιτα]] Hp.<i>Mochl</i>.42, [[δόξα]] E.<i>Hipp</i>.1115, cf. 261, τὴν ἀτρεκεστάτην ἀκινησίαν παντελῆ τῆς ψυχῆς ἀναχώρησιν ἰσχυρίζονται Aristid.Quint.89.21.<br /><b class="num">II</b> adv. -έως, -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[exactamente]], [[con precisión]] c. verbos de entendimiento y lengua πάντα μάλ' ἀ. ἀγορευέμεν <i>Il</i>.2.10, ἀ. κατάλεξον <i>Od</i>.1.169, οὐκ ἔχω ἀ. [[εἰπεῖν]] Hdt.1.57, cf. 2.49, ἀ. οὐ δύναται ... ὅλῃσιν ἡμέρῃσιν ἀριθμεῖσθαι Hp.<i>Prog</i>.20, ἀ. ... ἱστορεῖν Hp.<i>Praec</i>.13, cf. <i>Mul</i>.1.21, Plb.3.38.1, ταῦτα ἀ. οἶδα Hdt.1.209, cf. 3.130, 5.86, 7.10, ἀ. διακρῖναι Hdt.1.172<br /><b class="num">•</b>gener. οὐ μέντοι ἀ. γε ὅμοιον Diog.Apoll.B 5, ὅταν ἀνάσχῃ μεθ' ἡλίου τὸ [[ἄστρον]] ἀ. Plu.2.974f<br /><b class="num">•</b>κληὶς ... ἢν μὲν ἀ. ἀποκαυλισθῇ si la clavícula se ha partido perpendicularmente</i> op. παραμηκέως ‘oblicuamente’, Hp.<i>Art</i>.14.<br /><b class="num">2</b> [[verdadera]], [[realmente]] οἳ νῦν ἐν πολλοῖς ἀ. ὀλίγοι Thgn.636, ἀ. ἐθέλοντες ὑγιέες εἶναι Hp.<i>Praec</i>.7, οὐκ ἔφυγον ἀ. <i>Epigr.Gr</i>.339.5, cf. Nonn.<i>D</i>.34.50, Musae.66, Colluth.306, Hsch.<br /><b class="num">3</b> [[rigurosa]], [[estrictamente]] ἄνθρωπον ... ἀ. διαιτώμενον ῥᾷόν ἐστι γνῶναι Hp.<i>Prorrh</i>.2.3.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Comp. de ἀ- priv. y un tema *<i>trekos</i> posiblemente de una raíz *<i>trek<sup>u̯</sup></i>- c. pérdida del apéndice labial de la <i>k<sup>u̯</sup></i>-, v. [[ἄτρακτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 21 August 2017
English (LSJ)
ές,
A strict, precise, exact, ἀλάθεια, καιρός, Pi.N.5.17, P.8.7; ἀριθμός Hdt. 7.187; δίαιτα Hp.Mochl.42; βιότου ἀ. ἐπιτηδεύσεις over-nice, precise, E.Hipp.261; τὸ ἀ., = ἀτρέκεια, φράσαι, εἰπεῖν τὸ ἀ., Hdt.5.9,7.60; τὸ -έστερον τούτων more precise details, Id.5.54; τὸ -έστατον Id.7.214; ἐγγὺς τοῦ -εστάτου ἥκειν Hp.VM12; rarely of persons, exact, strict, Ἑλλανοδίκας Pi.O.3.12. 2 sure, certain, ποδὶ ἀτρεκέϊ Id.N.3.41; ἀ. δόξα E.Hipp.1115 (lyr.). II Hom. has only Adv. ἀτρεκέως (neut. as Adv., ἀτρεκὲς . . βαλών accurately, Il.5.208 (expld. as Adj. by Eust. ad loc.); δεκὰς ἀ. precisely, Od.16.245): mostly with the Verbs ἀγορεύειν, καταλέξαι, tell truly, exactly, Il.2.10, Od.1.169, etc.; ἀ. μαντεύσομαι 17.154; ἀ. ἔφρασεν IG3.716; ἀ. ὀλίγοι Thgn. 636; freq. in Hdt., ἀ. εἰπεῖν 1.57,al.; εἰδέναι 1.209, al.; ἐπίστασθαι 3.130; ἐκμαθεῖν 7.10.ή; διακρῖναι 1.172; διασημῆναι 5.86; φαίνειν 2.49; ἀ. ἀριθμεῖσθαι Hp.Prog.20; ἀ. ὅμοιον precisely similar, Diog. Apoll.5. 2 ἀ. ἀποκαυλισθεῖσα broken straight across, opp. παραμηκέως, Hp.Art.14. 3 neut. as Adv. (cf. supr. 11.1), τὸ δ' ἀτρεκὲς ὄλβιος οὐδείς Thgn.167; ἐπ' ἀτρεκές IG9(1).880(Corc.).—The word and its derivs. are rare in Trag. and not found in Att. Prose, ἀκριβής and its derivs. being used instead: freq. in Ion. Prose, esp. in Hp. and Aret., SD2.12, al., and in later Prose, cf. ἐπιστήμη καὶ γνώμη ἀ. Plb.1.4.9, ἀ. τιακάς Plu.Rom.12; ὁ σενᾶτος ἀτρεκῶς γερουσίαν σημαίνει strictly, ib.13; οὐκ ἔφυγον δ' ἀτρεκῶς not really, Epigr. Gr.339.5; of persons, truthful, accurate, J.BJ3.8.9. (Cf. ἄτρακτος.)
German (Pape)
[Seite 388] ές (schwerlich von τρέω, noch von τρέχω, vgl. traho, detrecto), unverhohlen, bestimmt u. der Wahrheit gemäß, das att. ἀκριβής; Hom. nur im adv., ἀτρεκέως κατάλεξον, u. in ähnl. Vrbdgn, u. ἀτρεκές, Il. 5, 208; δεκὰς ἀτρεκές, gerade zehn, Od. 16, 245; τὸ δ' ἀτρεκές, genau genommen, Theogn. 167; τὸ ἀτρεκές, der genaue Bestand, Her. 3, 98. 5, 9; ἀλήθεια, die reine Wahrheit, Pind. N. 3, 17; καιρός P. 8, 7; ἀ τρεκέϊ ποδί mit sicherem Tritt, N. 3, 41; ἀνατολαί, bestimmte, Tim. Locr. 97 b; δόξα Eur. Hipp. 1115; ἐπιστήμη Pol. 1, 4 u. Arr.; – gerecht, ἑλλανοδίκης Pind. Ol. 3, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρεκής: -ές, (ἴδε τρέπω)· πραγματικός, ἀληθής, ἀτρεκὲς αἷμ’ ἔσσευα βαλὼν Ἰλ. Ε. 208. 2) ἀκριβής, ἀλάθεια, καιρὸς Πινδ. Ν. 5. 31, Π. 8. 9· ἀριθμὸς Ἡρόδ. 7. 187· βιότου ἀτρ. ἐπιτηδεύσεις Εὐρ. Ἱππ. 261, ἔνθα ἴδ. Monk: ― τὸ ἀτρεκὲς = ἀτρέκεια, φράσαι, εἶπαι τὸ ἀτρ. Ἡρόδ. 5. 9., 7. 60· τὸ ἀτρεκέστερον τούτων ὁ αὐτ. 5. 54· τὸ ἀτρεκέστατον αὐτόθι 214, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12· ― σπανίως ἐπὶ προσώπ., ἀκριβής, αὐστηρός, Πινδ. Ο. 3. 21, πρβλ. ἀτρέκεια ΙΙ. 3) βέβαιος, ἀσφαλής, ποδὶ ἀτρεκέϊ ὁ αὐτ. Ν. 3. 72· ἀτρ. δόξα Εὐρ. Ἱππ. 1114. ΙΙ. Ἐξαιρουμένου τοῦ μνημονευθέντος χωρίου ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἐπίρρ. ἀτρεκέως, τὸ πλεῖστον μετὰ τῶν ῥημάτων ἀγορεύειν, καταλέξαι, Ἰλ. Β. 10, Ὀδ. Α. 169, κτλ.· ὡσαύτως, ἀτρ. μαντεύσομαι Ρ. 154· ἀτρεκέως ἔφρασεν Ἐπιτάφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 380· ἀτρ. ὀλίγοι Θέογν. 636· συχν. καὶ παρ’ Ἡρόδ., ἀτρ. εἶπαι Α. 57, κ. ἀλλ.· εἰδέναι 1. 209· κ. ἀλλ.· ἐπίστασθαι 3. 130· ἐκμαθεῖν 7. 10, 7· διακρίνειν 1. 172· διασημαίνειν 5. 86· φαίνειν 2. 49· ― Ἐν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 790· ἀποκαυλισθεῖσα, θραυσθεῖσα ἀκριβῶς εἰς τὸ μέσον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παραμηκέως. 2) ὡσαύτως οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., δεκὰς ἀτρεκές, ἀκριβῶς ἢ μόνον μία δεκὰς ἐξ’ αὐτῶν, Ὀδ. Π. 245· οὕτω, τὸ δ’ ἀτρεκὲς Θέογν. 167· ἐπ’ ἀτρεκὲς Συλλ. Ἐπιγρ. 1907. 12· ἀτρ. ἔφυγεν, πραγματικῶς, αὐτόθι 3685. Ἡ λέξις καὶ τὰ παράγωγα αὐτῆς εἶναι σπάνια παρ’ Ἀττ. (ἴδε ἀνωτ.), διότι ἀντ’ αὐτῆς μεταχειρίζονται τὸ ἀκριβὴς καὶ τὰ παράγωγα αὐτοῦ. Συνήθης εἶναι ἡ χρῆσις αὐτῆς παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφ., μάλιστα παρ’ Ἱππ. καὶ Ἀρετ. καὶ παρὰ μεταγ. πεζοῖς, ὡς π.χ. παρὰ Πολυβ. 1. 4, 9, Πλουτ., κλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
litt. qui ne tourne pas, d’où
1 droit, franc, de bon aloi : αἷμα ἀτρεκές IL sang véritable ; εἶπαι τὸ ἀτρεκές HDT dire l’exacte vérité;
2 exact, précis : ἀριθμὸς ἀτρεκής HDT nombre exact ; adv. δεκὰς • ἀτρεκές OD exactement dix (d’entre eux);
Cp. ἀτρεκέστερος, Sp. ἀτρεκέστατος.
Étymologie: ἀ, *τρέκω pê p. τρέπω.
English (Autenrieth)
ές: only neut., as adv., exactly, true, real.
English (Slater)
ἀτρεκής
a strict, precise, of an Olympic judge ἀτρεκὴς Ἑλλανοδίκας Αἰτωλὸς ἀνὴρ (O. 3.12)
b precise, exact καιρῷ σὺν ἀτρεκεῖ (P. 8.7) ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ' ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί (N. 3.41) οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκής (v. l. ἀτρεκές codd. Stobaei, Snell) (N. 5.17)
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): dór. ἀτρεχής Et.Gud.229.25
I 1exacto, preciso οὐδεὶς ἂν εἴποι ἀτρεκέα ἀριθμόν Hdt.7.187, ἀτρεκὲς δὲ οὐδέν· μάλα γὰρ καὶ φύσις φύσεος ... διαφέρει Hp.Fract.7, πῶμα γὰρ ἀτρεκὲς ἡ ἐπιγλωσσίς Hp.Cord.2, τὸν ἥλιον ἐκλιπεῖν ἱστοροῦσι, ποιησάμενον ἀτρεκῆ σύνοδον πρὸς σελήνην Plu.2.320b
•neutr. como adv. precisamente, con exactitud μνηστήρων οὔτ' ἄρ' δεκὰς ἀτρεκὲς ... ἀλλὰ πολὺ πλέονες no solamente una decena de pretendientes sino muchos más, Od.16.245, οὔ τοι ἅπασα κερδίων ... ἀλάθει' ἀτρεκές Pi.N.5.17, τὸ δ' ἀτρεκὲς ὄλβιος οὐδείς ninguno es completamente feliz Thgn.167, οὐ μὲν πάντα πέλει θέμις ὔμμι δαῆσαι ἀτρεκές A.R.2.312
•puntualmente ἔρχετ' Ἀθαναία ἀτρεκές Call.Lau.Pall.137, ἀτρεκὲς ἔγνων supe con seguridad, AP 5.267 (Agath.), ἀτρεκὲς Ἀσσυρίης ἀπὸ πατρίδος αἷμα κομίζει Nonn.D.4.80
•neutr. subst. τὸ ἀ. compar. mayor exactitud εἰ δέ τις τὸ ἀτρεκέστερον τούτων ἔτι δίζηται Hdt.5.54
•sup. la máxima exactitud χαλεπὸν τυγχάνειν αἰεὶ τοῦ ἀτρεκεστάτου Hp.VM 12.
2 verdadero λόγος op. πλαστός Hp.Epid.6.8.7, μακρότερος μὲν ὁ λόγος ἂν γένοιτο, ἀτρεκέστερος δὲ οὐδαμῶς οὐδὲ πιστότερος Hp.Flat.15, cf. Aret.SA 2.3.4, 4.5, μαντεῖον Charax 5, cf. Aret.SD 2.10.12, ὕπνος Aret.SD 2.6.4, ῥόος Aret.SD 2.9.14, op. ἐοικυῖα: αἰτίην ἀτρεκέα μὲν ἴσασι μοῦνοι θεοί, ἐοικυῖαν δὲ καὶ ἄνθρωποι Aret.SD 2.12.3, εἰς ἀκοὰς ῥυθμῶν τὠτρεκὲς οὐκ ἔνεμεν AP 9.584 (Anon.), cf. Hsch.
•neutr. subst. τὸ ἀ. la verdad c. verbos de ‘decir’ οὐκ ἔχω εἰπεῖν τὸ ἀ. Hdt.7.60, cf. 5.9, Aret.CD 1.4.8, c. verb. de conocimiento y percepción τὸ δὲ ἀτρεκὲς ὀλιγάκις ἔστι κατιδεῖν Hp.VM 9, τὸ ἀ. ἔδοξε ἄπιστον Aret.SD 2.12.6.
3 seguro, firme ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί Pi.N.3.41, ἀτρεκὲς ἦτορ Parm.B 1 (ap. crít.), ἐπιστήμην δὲ καὶ γνώμην ἀτρεκῆ σχεῖν ἀδύνατον Plb.1.4.9, οὐκ ἀ. τοῦ θανάτου ἡ φυγή Aret.SD 2.9.14
•neutr. adv. ἀτρεκὲς αἷμα ἔσσευα βαλών acertándoles de manera segura hice saltar la sangre, Il.5.208, ἔγνων ἀτρεκές AP 5.267 (Agath.).
4 preciso, riguroso, estricto de pers. ἀ. Ἑλλανοδίκας Pi.O.3.12, cf. Philostr.Im.2.6, (Οὐεσπασιανός) ἀτρεκῆ τὸν Ἰώσηπον ... κατελάμβανεν I.BI 3.405, ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς ἀτρεκῆ φύλακα Plu.2.937e, cf. 1006e
•de abstr. δίαιτα Hp.Mochl.42, δόξα E.Hipp.1115, cf. 261, τὴν ἀτρεκεστάτην ἀκινησίαν παντελῆ τῆς ψυχῆς ἀναχώρησιν ἰσχυρίζονται Aristid.Quint.89.21.
II adv. -έως, -ῶς
1 exactamente, con precisión c. verbos de entendimiento y lengua πάντα μάλ' ἀ. ἀγορευέμεν Il.2.10, ἀ. κατάλεξον Od.1.169, οὐκ ἔχω ἀ. εἰπεῖν Hdt.1.57, cf. 2.49, ἀ. οὐ δύναται ... ὅλῃσιν ἡμέρῃσιν ἀριθμεῖσθαι Hp.Prog.20, ἀ. ... ἱστορεῖν Hp.Praec.13, cf. Mul.1.21, Plb.3.38.1, ταῦτα ἀ. οἶδα Hdt.1.209, cf. 3.130, 5.86, 7.10, ἀ. διακρῖναι Hdt.1.172
•gener. οὐ μέντοι ἀ. γε ὅμοιον Diog.Apoll.B 5, ὅταν ἀνάσχῃ μεθ' ἡλίου τὸ ἄστρον ἀ. Plu.2.974f
•κληὶς ... ἢν μὲν ἀ. ἀποκαυλισθῇ si la clavícula se ha partido perpendicularmente op. παραμηκέως ‘oblicuamente’, Hp.Art.14.
2 verdadera, realmente οἳ νῦν ἐν πολλοῖς ἀ. ὀλίγοι Thgn.636, ἀ. ἐθέλοντες ὑγιέες εἶναι Hp.Praec.7, οὐκ ἔφυγον ἀ. Epigr.Gr.339.5, cf. Nonn.D.34.50, Musae.66, Colluth.306, Hsch.
3 rigurosa, estrictamente ἄνθρωπον ... ἀ. διαιτώμενον ῥᾷόν ἐστι γνῶναι Hp.Prorrh.2.3.
• Etimología: Comp. de ἀ- priv. y un tema *trekos posiblemente de una raíz *treku̯- c. pérdida del apéndice labial de la ku̯-, v. ἄτρακτος.