ἔτυμος: Difference between revisions
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
(SL_1) |
(14) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ἔτῠμος</b> <br /> <b>1</b> true ὁ μὰν [[πλοῦτος]] ἀστὴρ [[ἀρίζηλος]], ἐτυμώτατον ἀνδρὶ [[φέγγος]] (O. 2.55) Ζεῦ τέλεἰ, αἰεὶ δὲ τοιαύταν Ἀμένα παρ' [[ὕδωρ]] αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρίνειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων (P. 1.68) adv., -ως, in [[truth]], εἰ δ' [[ἐτύμως]] ἐδώρησαν [[θεῶν]] κάρυκα λιταῖς θυσίαις (O. 6.77) | |sltr=<b>ἔτῠμος</b> <br /> <b>1</b> true ὁ μὰν [[πλοῦτος]] ἀστὴρ [[ἀρίζηλος]], ἐτυμώτατον ἀνδρὶ [[φέγγος]] (O. 2.55) Ζεῦ τέλεἰ, αἰεὶ δὲ τοιαύταν Ἀμένα παρ' [[ὕδωρ]] αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρίνειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων (P. 1.68) adv., -ως, in [[truth]], εἰ δ' [[ἐτύμως]] ἐδώρησαν [[θεῶν]] κάρυκα λιταῖς θυσίαις (O. 6.77) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἔτυμος]], -ον και [[ἔτυμος]], -ύμη, -ον)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔτυμο</i>(<i>ν</i>)<br />η αρχική, η πρώτη [[σημασία]] τών λέξεων, όπως εξάγεται από την προέλευσή της, η [[ρίζα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αληθινός]], [[πραγματικός]], [[βέβαιος]] («[[ἔτυμος]] [[λόγος]]» — αληθινή [[διήγηση]], Στησίχ.)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐτύμως</i> και <i>ἔτυμον</i> (Α)<br /><b>1.</b> αληθινά, πραγματικά («ἐτύμως [[δακρυχέων]] ἐκ φρενός», <b>Αισχύλ.</b>) (συν. και στη [[φράση]] <i>ὡς ἐτύμως</i>)<br /><b>2.</b> ετυμολογικώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[ετεός]], του οποίου το ουδ. <i>το έτυμον</i> «η αρχική, η πρώτη [[σημασία]] τών λέξεων» ουσιαστικοποιήθηκε στους ελληνιστικούς χρόνους και χρησιμοποιήθηκε ως α' σύνθ. του ρ. [[ετυμολογώ]] (> [[ετυμολογία]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, also η, ον S.Ph.205 (lyr.) (only in neut. in Hom.):— poet. Adj.
A true, ψεύσομαι, ἦ ἔτυμον ἐρέω; Il.10.534; φάμ' ἔτυμον S. Ant. 1320 (lyr.), cf. Call.Fr.1.39 P.; ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῖα Od.19.203, cf. Hes.Th.27, Thgn.713; οἵ ῥ' ἔτυμα κραίνουσι those [dreams] have true issues, Od.19.567; γνώσει τάδ' ὡς ἔ. A.Pr. 295 (anap.); ἔ. λόγος Stesich. 32, Pi.P.1.68; ἔ. ἄγγελος, φήμη, φάτις, A.Th.82 (lyr.), E.El.818, Ar.Pax114 (anap.); βάλλει μ' ἐτύμα φθογγά S.Ph.205 (lyr.); πάθεα A.Eu.496; τέχνη Dor. ap. Pl.Phdr.260e; ὡς ἔτυμ' ἑστάκαντι how natural... Theoc.15.82. 2 neut. ἔτυμον, as Adv., ἀλλ' ἔτυμόν τοι ἦλθ' Ὀδυσεύς Od.23.26; οὔ σ' ἔτυμόν γε φάμεν πεπνῦσθαι Il.23.440; ὡς ἔτυμον AP7.352: regul. Adv. -μως Xenoph. 8.4, Pi.O.6.77, A.Th.918 (lyr.), B.12.228, etc.; ὡς ἐτύμως A.Eu.534 (lyr.). II ἔτυμον, τό, as Subst., the true sense of a word according to its origin, its etymology, D.S.1.11, Plu.2.278c, Ath.13.571d. Adv. -μως etymologically, Arist.Mu.400a6, Str.9.2.17, Ph.1.30: Comp. -ώτερον EM526.2: Sup. -ώτατα Nicom.Ar.2.27.—Never in Att. Prose; in later writers only in signf. 11, exc. in Pl.Ax.366b.
German (Pape)
[Seite 1053] ον, auch ἐτύμη, Soph. Phil. 205 (ἐτός, ἐτεός), wahr, echt, wirklich; Hom. nur das neutr., ψεύσομαι ἢ ἔτυμον ἐρέω Il. 10, 534 Od. 4, 140; ἔτυμα, die Wahrheit, 19, 203. 567, wie Hes. Th. 27 u. Theogn. 713; sonst ἔτυμον adverbial, wie ἐτεόν gebraucht, Il. 23, 440 Od. 23, 26; λόγος, wahr, Pind. P. 1, 68; ἄγγελος Aesch. Spt. 82; γνώσεαι τάδ' ὡς ἔτυμα Prom. 293, vgl. Eum. 473; φθογγά Soph. Phil. 205; φάτις Eur. I. A. 795, wie βάξις, φήμη, Hel. 357 El. 818, Ar. Pax 114; τοῦ λέγειν ἔτυμος τέχνη οὐκ ἔστιν Plat. Phaedr. 260 e; ἔτυμα μαρτυρεῖν Axioch. 366 b; – ἔτυμον u. ἔτυμα, adv., wirklich, leibhaft, Theocr. 15, 81; id. ep. 17 (VII, 663); – ἐτύμως, Aesch. Spt. 901; Pind. Ol. 6, 77 u. Folgde; – τὸ ἔτυμον, die wahre Bedeutung eines Wortes nach seiner Abstammung von der Wurzel, D. Sic. 1, 11; Ath. XII, 571 d; so auch ἐτύμως, Arist. de mundo 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἔτῠμος: -ον, ὡσαύτως, -η, -ον, Σοφ. Φιλ. 205 (Λυρ.): - ποιητ. ἐπίθ., ὡς τὸ ἐτήτυμος, ἀληθής, βέβαιος, πραγματικός: ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ οὐδ., ψεύσομαι ἢ ἔτυμον ἐρέω; Ἰλ. Κ. 534, Ὀδ. Δ. 140· οὕτως, ἐγώ, φάμ’ ἔτυμον Σοφ. Ἀντ. 1320· ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῖα Ὀδ. Τ. 203, πρβλ. Ἡσ. Θ. 27· οἵ ῤ’ ἔτυμα κραίνουσι, οὗτοι οἱ ὄνειροι ἔχουσιν ἀληθῆ ἔκβασιν, Ὀδ. Τ. 567, πρβλ. Θέοφν. 713, Αἰσχύλ. Πρ. 293· ἔτ. λόγος, ἀληθὴς διήγησις, φήμη, Στησίχ. 29, Πινδ. Π. 1. 132· ἔτ. ἄγγελος, φήμη, φάτις Αἰσχύλ. Θήβ. 82, Εὐρ. Ἠλ. 818, Ἀριστοφ. Εἰρ. 114· πάθεα Αἰσχύλ. Εὐμ. 496· τέχνη παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρ. 260Ε· ὡς ἒτυμ’ ἐστάκαντι, πόσον φυσικῶς..., Θεόκρ. 15. 82. 2) τὸ οὐδέτ. ἔτυμον, πάρ, Ὁμ. εἶναι καὶ Ἐπίρρ., ὡς τὸ ἐτεόν, ἀληθῶς, ὄντως, πραγματικῶς, ἀλλ’ ἔτυμόν τοι ἦλθ’ Ὀδυσεὺς Ὀδ. Ψ. 26 οὔ σ’ ἔτυμόν γε φάμεν πεπνῦσθαι Ἰλ. Ψ. 440· ὡς ἔτυμον Ἀνθ. Π. 7. 352· ὡσαύτως πληθ., ἔτυμα, αὐτόθι 663· τὸ ὁμαλὸν ἐπίρρ. ἐτύμως, Ξενοφάν. 7. 4, Πινδ. Ο. 6. 130, Αἰσχύλ. Θήβ. 918, κτλ.· ὡς ἐτύμως ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 534. II. ἔτυμον, τό, ὡς οὐσιαστ., ἡ ἀληθὴς κατὰ γράμμα σημασία τῆς λέξεως ὡς πρὸς τὴν ἀρχὴν αὐτῆς, ἡ ἐτυμολογία ἢ παραγωγὴ αὐτῆς, ἡ ῥίζα, Διόδ. 1. 11, Ἀθήν. 571D, Πλούταρχ. 2. 278D. - Ἐπίρρ. -μως, ἐτυμολογικῶς, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 19, κ. ἀλλ. - οὐδαμοῦ ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ· καὶ παρὰ μεταγεν. μόνον ἐν τῇ σημασίᾳ ΙΙ, πλὴν ἐν Πλάτ. Ἀξιὸχ 366Β.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
1 vrai, réel, véritable : ψεύδεα λέγειν ἐτύμοισιν ὁμοῖα OD dire des mensonges semblables à des vérités ; ψεύσομαι ἢ ἔτυμον ἐρεῶ ; IL mentirai-je ou dirai-je la vérité ? adv. • ἔτυμον, réellement, véritablement;
2 subst. τὸ ἔτυμον vrai sens, sens étymologique d’un mot.
Étymologie: ἐτεός.
English (Autenrieth)
pl. ἔτυμα, and ἔτυμον = ἐτήτυμος, ἐτήτυμον, Od. 19.203, , Od. 23.26.
English (Slater)
ἔτῠμος
1 true ὁ μὰν πλοῦτος ἀστὴρ ἀρίζηλος, ἐτυμώτατον ἀνδρὶ φέγγος (O. 2.55) Ζεῦ τέλεἰ, αἰεὶ δὲ τοιαύταν Ἀμένα παρ' ὕδωρ αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρίνειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων (P. 1.68) adv., -ως, in truth, εἰ δ' ἐτύμως ἐδώρησαν θεῶν κάρυκα λιταῖς θυσίαις (O. 6.77)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἔτυμος, -ον και ἔτυμος, -ύμη, -ον)
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔτυμο(ν)
η αρχική, η πρώτη σημασία τών λέξεων, όπως εξάγεται από την προέλευσή της, η ρίζα
αρχ.
αληθινός, πραγματικός, βέβαιος («ἔτυμος λόγος» — αληθινή διήγηση, Στησίχ.)
επίρρ...
ἐτύμως και ἔτυμον (Α)
1. αληθινά, πραγματικά («ἐτύμως δακρυχέων ἐκ φρενός», Αισχύλ.) (συν. και στη φράση ὡς ἐτύμως)
2. ετυμολογικώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ετεός, του οποίου το ουδ. το έτυμον «η αρχική, η πρώτη σημασία τών λέξεων» ουσιαστικοποιήθηκε στους ελληνιστικούς χρόνους και χρησιμοποιήθηκε ως α' σύνθ. του ρ. ετυμολογώ (> ετυμολογία)].