ἀπιστία: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
(big3_5)
(strοng)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη Hdt.3.66<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-, pero -ῑ- en Thgn.831]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[descreimiento]], [[incredulidad]], [[falta de fe]] πῶς φῄς; πέφευγε τοὖπος ἐξ ἀπιστίας ¿cómo dices? Por incredulidad no he comprendido tus palabras</i> A.<i>A</i>.268, ὑπὸ δ' ἀπιστίης μὴ γενέσθαι por creer que no ocurriría</i> Hdt.1.68, ὑπὸ ἀπιστίης αὐτὸς ... εἶδε τὸ [[βρέφος]] Hdt.3.153, οὐκ ἀπιστίᾳ σοὺς λόγους ἐδεξάμεσθα E.<i>Io</i> 1606, cf. τεράστιόν τε καὶ βροτοῖς ἀ. Ezech.91, cf. Plb.5.98.7, Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.147<br /><b class="num">•</b>[[duda]], [[falta de certeza]] τῶν μὲν θείων τὰ πολλὰ ... ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γιγνώσκεσθαι Heraclit.B 86, τὰ εἰρημένα ... ἐς ἀπιστίην πολλὴν ἀπῖκται Hdt.1.193, ἀπιστίαν ἔτι ἔχειν ... περὶ τῶν εἰρημένων Pl.<i>Phd</i>.107b, πολλὰς ... ἀπιστίας ἔχει ἔτι todavía comporta muchas dudas</i> Pl.<i>R</i>.450c, cf. <i>Phd</i>.88c, d, <i>Grg</i>.493c, <i>Sph</i>.258c, Th.1.10<br /><b class="num">•</b>en sent. relig.<br /><b class="num">•</b>esp. en lit. crist. [[falta de fe]] τῇ ἀ. ἐξεκλάσθησαν <i>Ep.Rom</i>.11.20, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.2.6.28.<br /><b class="num">2</b> [[desconfianza]] πίστεις ... ὁμῶς καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας Hes.<i>Op</i>.372, πίστει χρήματ' ὄλεσσα, ἀπιστίῃ δ' ἐσάωσα Thgn.831, σώφρονος δ' ἀπιστίας (nada más útil a los mortales que) una prudente desconfianza</i> E.<i>Hel</i>.1617, πρὸς ἀπιστίαν κατηγόρου Arist.<i>Rh</i>.1398<sup>a</sup>10, ἀ. ἡ πρὸς [[ἀλλήλους]] Arist.<i>Pol</i>.1297<sup>a</sup>4, ἀ. ... πρὸς ἑαυτόν falta de confianza en sí mismo</i> Th.8.66, cf. Hp.<i>Praec</i>.9, Longin.38.2.<br /><b class="num">3</b> c. inf. [[sospecha]] τοῖσι παρεοῦσι ἀπιστίη πολλὴ ὑπεκέχυτο τοὺς μάγους ἔχειν τὰ πράγματα Hdt.3.66.<br /><b class="num">4</b> [[inverosimilitud]] [[ἀτοπία]] καὶ [[ἀπιστία]] Isoc.17.48, cf. D.10.44, Is.1.29.<br /><b class="num">II</b> [[perfidia]], [[traición]], [[deslealtad]] θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' [[ἀπιστία]] S.<i>OC</i> 611, [[διά]] τε τὴν ἐκείνων ἀπιστίαν And.3.2, ἀπιστίας πρὸς ἀνθρώπους πράττειν X.<i>An</i>.2.5.21, βλέπειν ἀπιστίαν Eup.309, cf. <i>UPZ</i> 18.5 (II a.C.), D.C.66.3<br /><b class="num">•</b>en sent. relig., LXX <i>Sap</i>.14.25, <i>Ep.Rom</i>.3.3.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη Hdt.3.66<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-, pero -ῑ- en Thgn.831]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[descreimiento]], [[incredulidad]], [[falta de fe]] πῶς φῄς; πέφευγε τοὖπος ἐξ ἀπιστίας ¿cómo dices? Por incredulidad no he comprendido tus palabras</i> A.<i>A</i>.268, ὑπὸ δ' ἀπιστίης μὴ γενέσθαι por creer que no ocurriría</i> Hdt.1.68, ὑπὸ ἀπιστίης αὐτὸς ... εἶδε τὸ [[βρέφος]] Hdt.3.153, οὐκ ἀπιστίᾳ σοὺς λόγους ἐδεξάμεσθα E.<i>Io</i> 1606, cf. τεράστιόν τε καὶ βροτοῖς ἀ. Ezech.91, cf. Plb.5.98.7, Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.147<br /><b class="num">•</b>[[duda]], [[falta de certeza]] τῶν μὲν θείων τὰ πολλὰ ... ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γιγνώσκεσθαι Heraclit.B 86, τὰ εἰρημένα ... ἐς ἀπιστίην πολλὴν ἀπῖκται Hdt.1.193, ἀπιστίαν ἔτι ἔχειν ... περὶ τῶν εἰρημένων Pl.<i>Phd</i>.107b, πολλὰς ... ἀπιστίας ἔχει ἔτι todavía comporta muchas dudas</i> Pl.<i>R</i>.450c, cf. <i>Phd</i>.88c, d, <i>Grg</i>.493c, <i>Sph</i>.258c, Th.1.10<br /><b class="num">•</b>en sent. relig.<br /><b class="num">•</b>esp. en lit. crist. [[falta de fe]] τῇ ἀ. ἐξεκλάσθησαν <i>Ep.Rom</i>.11.20, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.2.6.28.<br /><b class="num">2</b> [[desconfianza]] πίστεις ... ὁμῶς καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας Hes.<i>Op</i>.372, πίστει χρήματ' ὄλεσσα, ἀπιστίῃ δ' ἐσάωσα Thgn.831, σώφρονος δ' ἀπιστίας (nada más útil a los mortales que) una prudente desconfianza</i> E.<i>Hel</i>.1617, πρὸς ἀπιστίαν κατηγόρου Arist.<i>Rh</i>.1398<sup>a</sup>10, ἀ. ἡ πρὸς [[ἀλλήλους]] Arist.<i>Pol</i>.1297<sup>a</sup>4, ἀ. ... πρὸς ἑαυτόν falta de confianza en sí mismo</i> Th.8.66, cf. Hp.<i>Praec</i>.9, Longin.38.2.<br /><b class="num">3</b> c. inf. [[sospecha]] τοῖσι παρεοῦσι ἀπιστίη πολλὴ ὑπεκέχυτο τοὺς μάγους ἔχειν τὰ πράγματα Hdt.3.66.<br /><b class="num">4</b> [[inverosimilitud]] [[ἀτοπία]] καὶ [[ἀπιστία]] Isoc.17.48, cf. D.10.44, Is.1.29.<br /><b class="num">II</b> [[perfidia]], [[traición]], [[deslealtad]] θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' [[ἀπιστία]] S.<i>OC</i> 611, [[διά]] τε τὴν ἐκείνων ἀπιστίαν And.3.2, ἀπιστίας πρὸς ἀνθρώπους πράττειν X.<i>An</i>.2.5.21, βλέπειν ἀπιστίαν Eup.309, cf. <i>UPZ</i> 18.5 (II a.C.), D.C.66.3<br /><b class="num">•</b>en sent. relig., LXX <i>Sap</i>.14.25, <i>Ep.Rom</i>.3.3.
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[ἄπιστος]]; [[faithlessness]], i.e. (negatively) [[disbelief]] ([[lack]] of Christian [[faith]]), or ([[positively]]) [[unfaithfulness]] ([[disobedience]]): [[unbelief]].
}}
}}

Revision as of 17:50, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπιστία Medium diacritics: ἀπιστία Low diacritics: απιστία Capitals: ΑΠΙΣΤΙΑ
Transliteration A: apistía Transliteration B: apistia Transliteration C: apistia Beta Code: a)pisti/a

English (LSJ)

Ion. -ίη, ἡ,

   A unbelief, distrust, πίστεις . . δμῶς καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας beliefs and disbeliefs, Hes.Op.372; πίστει χρήματ' ὄλεσσα, ἀπιστίῃ δ' ἐσάωσα Thgn.831 [ῑ]; τῶν θείων τὰ πολλὰ ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γινώσκεσθαι Heraclit.86, cf. Pl.Grg.493c; τοῖσι παρεοῦσι ἀ. πολλὴ ὑπεκέχυτο Hdt.3.66, cf. 2.152; ὑπὸ ἀπιστίης Id.3.153, al.; ὑπὸ ἀ. μὴ γενέσθαι τι from disbelief that... Id.1.68; ἀ. πρὸς ἑαυτόν lack of self-confidence, Th.8.66; ἀπιστίᾳ λόγους ἐνδέχεσθαι E.Ion1606; πέφευγε τοὔπος ἐξ ἀπιστίας A.Ag.268; ἀπιστίαν ἔχειν περί τινος to be in doubt, Pl.Phd.107b; σώφρων ἀ. E.Hel.1617; πρὸς -ίαν τοῦ κατηγόρου to discredit him, Arist.Rh.1398a10; ἡ ἀ. ἡ πρὸς ἀλλήλους Id.Pol. 1297a4; ἀ. ἡ καθ' αὑτοῦ Longin.38.2; πρός τι Pl.Sph.258c.    2 of things, τὰ εἰρημένα ἐς ἀ. πολλὴν ἀπῖκται Hdt.1.193; πολλὰς ἀπιστίας ἔχει it admits of many doubts, Pl.R.450c; ὁ λόγος εἰς ἀ. καταπίπτει Id.Phd.88d; καταβαλεῖν τινὰ εἰς ἀ. ib.c; ἀ. παρέχειν ib.86e (interpol.); ἀτοπία καὶ ἀπιστία incredibility, Isoc.17.48; ταῦτ' ἀπιστίαν ἔχει D. 10.44.    II want of faith, faithlessness, θνήσκει δὲ πίστις βλαστάνει δ' ἀ. S.OC611; treachery, And.3.2, X.An.2.5.21; βλέπειν ἀπιστίαν Eup.309.

German (Pape)

[Seite 291] ἡ, 1) Ungläubigkeit, Mißtrauen, Argwohn, im Ggstz von πίστις, Soph. O. C. 617; wie schon Hes. O. 370, im plur.; Theogn. 829; πέφευγε τοὖπος ἐξ ἀπιστίας Aesch. Ag. 259; ὑπ' ἀπιστίης, aus Mißtrauen, Her. 1, 24 u. öfter; Plat. u. Folgde; = ὑποψία, Xen. An. 2, 5, 4; πρός τινα Dem. 9, 38; Zweifel, ἀπιστίαν ἔχειν περί τινος Plat. Phaed. 107 b; πρός τι Soph. 258 c; von Sachen, πολλὴν ἀπιστίαν ἔχει ταῦτα Is. 1, 29, wie Plat. Rep. V, 450 c, hat, erregt Zweifel; παρέχειν Phaed. 86 e; εἰς ἀπιστίαν καταβάλλειν, καταπίπτειν, ibid. 88 c. – 2) Unglaublichkeit, Unzuverlässigkeit, Isocr. 17, 48; Unbeständigkeit, Plat. Gorg. 493 c; Treulosigkeit, πολέμου Isocr. 6, 49; πρὸς ἀνθρώπους Xen. An. 2, 5, 21 Pol. 3, 99 u. öfter. – 3) Ungehorsam? [Bei Ep. ist die penultima zuweilen lang.].

Greek (Liddell-Scott)

ἀπιστία: Ἰων. ίη, ἡ, τὸ ἀπιστεῖν, τὸ μὴ ἔχειν πίστην, ὑποψία, πίστεις… ὁμῶς καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας Ἡσ. Ἔργ. καὶ «Ἡμ. 370· πίστει χρήματ’ ὄλεσσα, ἀπιστίῃ [ῑ] δ’ ἐσάωσα Θέογν. 831· τοῖς παρεοῦσι ἀπ. πολλὴ ὑπεκέχυτο Ἡρόδ. 3. 66, πρβλ. 2. 152· ὑπὸ ἀπιστίῃς ὁ αὐτ. 3. 153 κ. ἀλλ.· ὑπὸ ἀπ. μὴ γένεσθαι τι, ἐκ δυσπιστίας ὅτι..., ὁ αὐτ. 1. 68· ἀπιστίᾳ λόγους ἐνδέχεσθαι Εὐρ. Ἴων 1606· πέφευγε τοὔπος ἐξ ἀπιστίας Αἰσχύλ. Ἀγ. 268· ἀπιστίαν ἔχειν περί τινος, εἶναι ἐν ἀμφιβολία, Πλάτ. Φαίδων 107B· σώφρων ἀπ. Εὐρ. Ἑλ. 1617· ἀπ. τοῦ κατηγόρου, ἔλλειψις ἐμπιστοσύνης εἰς αὐτόν, Ἀριστ. Ῥητ. 2. 23, 7· ἡ ἀπ. ἡ πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. Πολιτικ. 4. 12, 5· ἀπ. κατά τινος Λογγῖν. 38. 2· πρός τι Πλάτ. Σοφ. 258C. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τὰ εἰρημένα ἐς ἀπ. πολλὴν ἀπῖκται Ἡρόδ. 1. 193· πολλὰς ἀπιστίας ἔχει, ἐπιδέχεται πολλὰς ἀμφιβολίας, Πλάτ. Πολ. 450C· ὁ λόγος εἰς ἀπ. καταπίπτει ὁ αὐτ. Φαίδων 88D· καταβάλλει τινὰ εἰς ἀπ. αὐτόθι C· ἀπ. παρέχειν αὐτόθι 86E· ἀπ. ὧν λέγει, τὸ μὴ ἀξιόπιστον τῶν λεγομένων ὑπ’ αὐτοῦ, Ἰσοκρ. 368C. ΙΙ. ἔλλειψις πίστεως, ἀπιστία, θνήσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ’ ἀπ. Σοφ. Ο. Κ. 611, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 493C· προδοσία, Ἀνδοκ. 23. 38, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 21· βλέπειν ἀπιστίαν, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 22.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 incrédulité, défiance ; invraisemblance;
2 manque de foi, perfidie.
Étymologie: ἄπιστος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Hdt.3.66

• Prosodia: [-ῐ-, pero -ῑ- en Thgn.831]
I 1descreimiento, incredulidad, falta de fe πῶς φῄς; πέφευγε τοὖπος ἐξ ἀπιστίας ¿cómo dices? Por incredulidad no he comprendido tus palabras A.A.268, ὑπὸ δ' ἀπιστίης μὴ γενέσθαι por creer que no ocurriría Hdt.1.68, ὑπὸ ἀπιστίης αὐτὸς ... εἶδε τὸ βρέφος Hdt.3.153, οὐκ ἀπιστίᾳ σοὺς λόγους ἐδεξάμεσθα E.Io 1606, cf. τεράστιόν τε καὶ βροτοῖς ἀ. Ezech.91, cf. Plb.5.98.7, Chrysipp.Stoic.3.147
duda, falta de certeza τῶν μὲν θείων τὰ πολλὰ ... ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γιγνώσκεσθαι Heraclit.B 86, τὰ εἰρημένα ... ἐς ἀπιστίην πολλὴν ἀπῖκται Hdt.1.193, ἀπιστίαν ἔτι ἔχειν ... περὶ τῶν εἰρημένων Pl.Phd.107b, πολλὰς ... ἀπιστίας ἔχει ἔτι todavía comporta muchas dudas Pl.R.450c, cf. Phd.88c, d, Grg.493c, Sph.258c, Th.1.10
en sent. relig.
esp. en lit. crist. falta de fe τῇ ἀ. ἐξεκλάσθησαν Ep.Rom.11.20, cf. Clem.Al.Strom.2.6.28.
2 desconfianza πίστεις ... ὁμῶς καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας Hes.Op.372, πίστει χρήματ' ὄλεσσα, ἀπιστίῃ δ' ἐσάωσα Thgn.831, σώφρονος δ' ἀπιστίας (nada más útil a los mortales que) una prudente desconfianza E.Hel.1617, πρὸς ἀπιστίαν κατηγόρου Arist.Rh.1398a10, ἀ. ἡ πρὸς ἀλλήλους Arist.Pol.1297a4, ἀ. ... πρὸς ἑαυτόν falta de confianza en sí mismo Th.8.66, cf. Hp.Praec.9, Longin.38.2.
3 c. inf. sospecha τοῖσι παρεοῦσι ἀπιστίη πολλὴ ὑπεκέχυτο τοὺς μάγους ἔχειν τὰ πράγματα Hdt.3.66.
4 inverosimilitud ἀτοπία καὶ ἀπιστία Isoc.17.48, cf. D.10.44, Is.1.29.
II perfidia, traición, deslealtad θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστία S.OC 611, διά τε τὴν ἐκείνων ἀπιστίαν And.3.2, ἀπιστίας πρὸς ἀνθρώπους πράττειν X.An.2.5.21, βλέπειν ἀπιστίαν Eup.309, cf. UPZ 18.5 (II a.C.), D.C.66.3
en sent. relig., LXX Sap.14.25, Ep.Rom.3.3.

English (Strong)

from ἄπιστος; faithlessness, i.e. (negatively) disbelief (lack of Christian faith), or (positively) unfaithfulness (disobedience): unbelief.