βακέλας: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
(big3_8)
(3)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=ὁ<br />[[eunuco]] de rango sacerdotal en Sardes κερνᾶς ἦν τις ἂν ἢ β. χρυσοφόρος Alex.Aet.9.2 (cf. [[βάκηλος]]).
|dgtxt=ὁ<br />[[eunuco]] de rango sacerdotal en Sardes κερνᾶς ἦν τις ἂν ἢ β. χρυσοφόρος Alex.Aet.9.2 (cf. [[βάκηλος]]).
}}
{{lsm
|lsmtext='''βακέλας:''' ὁ, [[ευνούχος]] στην [[υπηρεσία]] της Κυβέλης, σε Ανθ., Λουκ.
}}
}}

Revision as of 21:52, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 427] ὁ, = folgdm; Alcm. bei Plut. de exil. 2 Alex. Aet. 3 (VII, 709), emend. für μακέλας.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
dor. c. βάκηλος.

Spanish (DGE)


eunuco de rango sacerdotal en Sardes κερνᾶς ἦν τις ἂν ἢ β. χρυσοφόρος Alex.Aet.9.2 (cf. βάκηλος).

Greek Monotonic

βακέλας: ὁ, ευνούχος στην υπηρεσία της Κυβέλης, σε Ανθ., Λουκ.