ἀνδρείκελος: Difference between revisions
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(big3_4) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. ἀνδροει- Adam.<i>Dial</i>.208<br /><b class="num">I</b> adj. [[que representa un hombre]] εἴδωλα D.H.1.38, [[διατύπωσις]] Plu.<i>Alex</i>.72.<br /><b class="num">II</b> subst. τό<br /><b class="num">1</b> [[imagen de un hombre]], [[lo humano]] συμμειγνύντες τε καὶ κεραννύντες ἐκ τῶν ἐπιτηδευμάτων τὸ ἀνδρείκελον combinando y mezclando con ayuda de los hábitos lo más propiamente humano</i> Pl.<i>R</i>.501b<br /><b class="num">•</b>[[imagen]], [[estatua]] ἀνδρείκελον [[αὐτοῦ]] Καίσαρος App.<i>BC</i> 2.147, ὅπως ἀνδρείκελα τεύξῃ <i>AP</i> 16.221 (Theaet.), cf. Adam.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[colorete de color carne]] τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπαλειφόμενος ἀνδρεικέλῳ X.<i>Oec</i>.10.5, cf. Pl.<i>Cra</i>.424e, Arist.<i>GA</i> 725<sup>a</sup>26, Thphr.<i>Lap</i>.51, Hsch. | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. ἀνδροει- Adam.<i>Dial</i>.208<br /><b class="num">I</b> adj. [[que representa un hombre]] εἴδωλα D.H.1.38, [[διατύπωσις]] Plu.<i>Alex</i>.72.<br /><b class="num">II</b> subst. τό<br /><b class="num">1</b> [[imagen de un hombre]], [[lo humano]] συμμειγνύντες τε καὶ κεραννύντες ἐκ τῶν ἐπιτηδευμάτων τὸ ἀνδρείκελον combinando y mezclando con ayuda de los hábitos lo más propiamente humano</i> Pl.<i>R</i>.501b<br /><b class="num">•</b>[[imagen]], [[estatua]] ἀνδρείκελον [[αὐτοῦ]] Καίσαρος App.<i>BC</i> 2.147, ὅπως ἀνδρείκελα τεύξῃ <i>AP</i> 16.221 (Theaet.), cf. Adam.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[colorete de color carne]] τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπαλειφόμενος ἀνδρεικέλῳ X.<i>Oec</i>.10.5, cf. Pl.<i>Cra</i>.424e, Arist.<i>GA</i> 725<sup>a</sup>26, Thphr.<i>Lap</i>.51, Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Α [[ἀνδρείκελος]]), -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει όψη ανθρώπου, [[ανθρωπόμορφος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ομοίωμα]] του άνδρα, του ανθρώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) νευρόσπαστο, [[μαριονέτα]], [[κούκλα]]<br />β) <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] που δεν ενεργεί με δική του [[βούληση]] [[αλλά]] [[κατά]] [[επιταγή]] άλλου<br /><b>αρχ.</b><br />[[βαφή]] στο [[χρώμα]] της ανθρώπινης σάρκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]], <i>ανδρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[είκελος]] «όμοιος» <span style="color: red;"><</span> [[έοικα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[θεοείκελος]] <b>κ.ά.</b>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A like a man, εἴδωλα D.H.1.38; διατύπωσις Plu.Alex.72.
German (Pape)
[Seite 217] einem Manne, Menschen ähnlich, τὸ ἀνδρ., sc. χρῶμα, eine Farbenmischung, der Fleischfarbe des Menschen entsprechend, Tim. Lex. Pl. χρόα ἐπιτηδεία πρὸς ἀνδρὸς μίμησιν, zu Plat. Crat. 424 d; übtr., συμμιγνύντες καὶ κεραννύντες ἐκ τῶν ἐπιτηδευμάτων τὸ ἀνδρ., im Ggstz des θεοείκελος, ein Bild des Menschen, Rep. VI, 501 b; τύπωσις Plut. Alex. 72; εἴδωλα D. Hal. 1, 38. Als Schminke gebraucht, ὀφθαλμοὺς ὑπαλειφόμενος ἀνδρεικέλῳ Xen. Oec. 10. 5; ἀνδρεικέλου χρῶμα ibd. 6. Bei Theaet. Schol. 4 (Plan. 221) Statue.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρείκελος: -ον, ὅμοιος ἀνδρί, εἴδωλα ποιοῦντες ἀνδρείκελα Διον. Ἁλ. Ρητορ. 1. 38· ἔφη τῶν ὀρῶν μάλιστα τὸν Θρᾴκιον Ἄθων διατύπωσιν ἀνδρείκελον δέχεσθαι Πλουτ. Ἀλέξ. 72. Ὁ τύπος ἀνδροείκελος εἶναι μεταγενέστ. καὶ ἀμφίβολος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
semblable à un homme ; τὸ ἀνδρείκελον (χρῶμα) couleur de chair pour imiter une figure d’homme.
Étymologie: ἀνήρ, εἴκελος.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): tb. ἀνδροει- Adam.Dial.208
I adj. que representa un hombre εἴδωλα D.H.1.38, διατύπωσις Plu.Alex.72.
II subst. τό
1 imagen de un hombre, lo humano συμμειγνύντες τε καὶ κεραννύντες ἐκ τῶν ἐπιτηδευμάτων τὸ ἀνδρείκελον combinando y mezclando con ayuda de los hábitos lo más propiamente humano Pl.R.501b
•imagen, estatua ἀνδρείκελον αὐτοῦ Καίσαρος App.BC 2.147, ὅπως ἀνδρείκελα τεύξῃ AP 16.221 (Theaet.), cf. Adam.l.c.
2 colorete de color carne τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπαλειφόμενος ἀνδρεικέλῳ X.Oec.10.5, cf. Pl.Cra.424e, Arist.GA 725a26, Thphr.Lap.51, Hsch.
Greek Monolingual
(Α ἀνδρείκελος), -ον)
1. αυτός που έχει όψη ανθρώπου, ανθρωπόμορφος
2. το ουδ. ως ουσ. ομοίωμα του άνδρα, του ανθρώπου
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. α) νευρόσπαστο, μαριονέτα, κούκλα
β) μτφ. άνθρωπος που δεν ενεργεί με δική του βούληση αλλά κατά επιταγή άλλου
αρχ.
βαφή στο χρώμα της ανθρώπινης σάρκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + είκελος «όμοιος» < έοικα (πρβλ. θεοείκελος κ.ά.)].