διεσθίω: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(big3_11) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [fut. διέδομαι Plu.2.170a; aor. [[διέφαγον]] Hdt.3.109, Hp.<i>Mul</i>.1.2]<br /><b class="num">1</b> c. suj. animado [[devorar]] τὰ τέκνα ... τὴν μητέρα Hdt.l.c., τὴν νηδύν Hdt.l.c., cf. Arist.<i>HA</i> 558<sup>a</sup>30, Thphr. en Ael.<i>NA</i>.15.16, τὴν γλῶτταν Plu.2.849b, φύλλα D.C.<i>Epit.Xiph</i>.280.4, μυῶν γὰρ πλῆθος ... τὰ τόξα καὶ τὰ λοιπὰ ὅπλα I.<i>AI</i> 10.19, ἡ [[ἄρκτος]] ... τὰ δίκτυα Plu.2.918f, τὰ δὲ ὡς καθαρὰ (ἄλογα) διεσθίοντες Bas.Sel.<i>Or</i>.M.85.93A<br /><b class="num">•</b>fig. δ. σου τὸ σῶμα Plu.2.170a, en v. pas. ἡ κακοδαίμων ὑπὸ τῶν ... κακῶν <i>Corp.Herm</i>.10.20.<br /><b class="num">2</b> c. suj. inanimado [[corroer]], [[consumir]] τὰ ῥεύματα ... τὸν ἀμφὶ τὴν ὄψιν χιτῶνα Hp.<i>VM</i> 19, cf. Dsc.<i>Eup</i>.1.166, Gal.10.1005, πάχνη ... τὴν γῆν Thphr.<i>CP</i> 3.20.7, τὸ ἁλμυρὸν ... τὰς δυνάμεις Thphr.<i>CP</i> 6.10.1, (ἡ ὑδράργυρος) ὕλην διεσθίει Dsc.5.95, en v. pas. διεσθίεται γὰρ ὁ [[ἐγκέφαλος]] ὑπὸ τοῦ φλέγματος Hp.<i>Morb.Sacr</i>.11, διεσθίεται τὰ ἀγγεῖα ῥεύματι ξυνεχέϊ Aret.<i>SA</i> 2.2.8, abs. τοῦ πύου διαφαγόντος Hp.<i>Mul</i>.1.2, ὑπὸ ἰοῦ τινος διεσθίοντος D.Chr.77/78.45<br /><b class="num">•</b>fig. c. suj. abstr. [[corroer]], [[corromper]] τοῦ τὰ πάντα διεσθίοντος φθόνου D.L.5.77, (ἡ ἐπιθυμία) πᾶσαν αὐτήν (τὴν ψυχήν) Ph.2.349, (ἡ [[ἁμαρτία]]) ... τὸν ἄνθρωπον Gr.Nyss.<i>Instit</i>.50.16, tb. en v. med., Ph.2.541. | |dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [fut. διέδομαι Plu.2.170a; aor. [[διέφαγον]] Hdt.3.109, Hp.<i>Mul</i>.1.2]<br /><b class="num">1</b> c. suj. animado [[devorar]] τὰ τέκνα ... τὴν μητέρα Hdt.l.c., τὴν νηδύν Hdt.l.c., cf. Arist.<i>HA</i> 558<sup>a</sup>30, Thphr. en Ael.<i>NA</i>.15.16, τὴν γλῶτταν Plu.2.849b, φύλλα D.C.<i>Epit.Xiph</i>.280.4, μυῶν γὰρ πλῆθος ... τὰ τόξα καὶ τὰ λοιπὰ ὅπλα I.<i>AI</i> 10.19, ἡ [[ἄρκτος]] ... τὰ δίκτυα Plu.2.918f, τὰ δὲ ὡς καθαρὰ (ἄλογα) διεσθίοντες Bas.Sel.<i>Or</i>.M.85.93A<br /><b class="num">•</b>fig. δ. σου τὸ σῶμα Plu.2.170a, en v. pas. ἡ κακοδαίμων ὑπὸ τῶν ... κακῶν <i>Corp.Herm</i>.10.20.<br /><b class="num">2</b> c. suj. inanimado [[corroer]], [[consumir]] τὰ ῥεύματα ... τὸν ἀμφὶ τὴν ὄψιν χιτῶνα Hp.<i>VM</i> 19, cf. Dsc.<i>Eup</i>.1.166, Gal.10.1005, πάχνη ... τὴν γῆν Thphr.<i>CP</i> 3.20.7, τὸ ἁλμυρὸν ... τὰς δυνάμεις Thphr.<i>CP</i> 6.10.1, (ἡ ὑδράργυρος) ὕλην διεσθίει Dsc.5.95, en v. pas. διεσθίεται γὰρ ὁ [[ἐγκέφαλος]] ὑπὸ τοῦ φλέγματος Hp.<i>Morb.Sacr</i>.11, διεσθίεται τὰ ἀγγεῖα ῥεύματι ξυνεχέϊ Aret.<i>SA</i> 2.2.8, abs. τοῦ πύου διαφαγόντος Hp.<i>Mul</i>.1.2, ὑπὸ ἰοῦ τινος διεσθίοντος D.Chr.77/78.45<br /><b class="num">•</b>fig. c. suj. abstr. [[corroer]], [[corromper]] τοῦ τὰ πάντα διεσθίοντος φθόνου D.L.5.77, (ἡ ἐπιθυμία) πᾶσαν αὐτήν (τὴν ψυχήν) Ph.2.349, (ἡ [[ἁμαρτία]]) ... τὸν ἄνθρωπον Gr.Nyss.<i>Instit</i>.50.16, tb. en v. med., Ph.2.541. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διεσθίω]] (Α) [[εσθίω]]<br /><b>1.</b> [[τρώγω]] εντελώς, [[κατατρώγω]]<br /><b>2.</b> [[φθείρω]], [[καταναλώνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
fut.
A -έδομαι Plu.2.170a: aor. διέφᾰγον Hp.Mul.1.2:— eat through, δ. τὴν μητέρα (v.l. μήτραν), of young vipers, Hdt.3.109, cf. Arist.HA558a30. II consume, corrode, Hp. l. c., Plu. l. c.: metaph., D.L.5.76:—Med., τὴν ψυχήν Ph.2.541.
Greek (Liddell-Scott)
διεσθίω: μέλλ. -έδομαι· ἀόρ. διέφᾰγον· -τρώγω ἐντελῶς, κατατρώγω, δ. τὴν μήτραν, ἐπὶ νεογνῶν ἐχίδνης, Ἡρόδ. 3. 109, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 34, 2. ΙΙ. καταναλίσκω, κατατρώγω, Διογ. Λ. 5. 76, Πλούτ. 2. 170C· μεταφ., τὴν ψυχὴν Φίλων 2. 541.
French (Bailly abrégé)
f. διέδομαι;
dévorer.
Étymologie: διά, ἐσθίω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. διέδομαι Plu.2.170a; aor. διέφαγον Hdt.3.109, Hp.Mul.1.2]
1 c. suj. animado devorar τὰ τέκνα ... τὴν μητέρα Hdt.l.c., τὴν νηδύν Hdt.l.c., cf. Arist.HA 558a30, Thphr. en Ael.NA.15.16, τὴν γλῶτταν Plu.2.849b, φύλλα D.C.Epit.Xiph.280.4, μυῶν γὰρ πλῆθος ... τὰ τόξα καὶ τὰ λοιπὰ ὅπλα I.AI 10.19, ἡ ἄρκτος ... τὰ δίκτυα Plu.2.918f, τὰ δὲ ὡς καθαρὰ (ἄλογα) διεσθίοντες Bas.Sel.Or.M.85.93A
•fig. δ. σου τὸ σῶμα Plu.2.170a, en v. pas. ἡ κακοδαίμων ὑπὸ τῶν ... κακῶν Corp.Herm.10.20.
2 c. suj. inanimado corroer, consumir τὰ ῥεύματα ... τὸν ἀμφὶ τὴν ὄψιν χιτῶνα Hp.VM 19, cf. Dsc.Eup.1.166, Gal.10.1005, πάχνη ... τὴν γῆν Thphr.CP 3.20.7, τὸ ἁλμυρὸν ... τὰς δυνάμεις Thphr.CP 6.10.1, (ἡ ὑδράργυρος) ὕλην διεσθίει Dsc.5.95, en v. pas. διεσθίεται γὰρ ὁ ἐγκέφαλος ὑπὸ τοῦ φλέγματος Hp.Morb.Sacr.11, διεσθίεται τὰ ἀγγεῖα ῥεύματι ξυνεχέϊ Aret.SA 2.2.8, abs. τοῦ πύου διαφαγόντος Hp.Mul.1.2, ὑπὸ ἰοῦ τινος διεσθίοντος D.Chr.77/78.45
•fig. c. suj. abstr. corroer, corromper τοῦ τὰ πάντα διεσθίοντος φθόνου D.L.5.77, (ἡ ἐπιθυμία) πᾶσαν αὐτήν (τὴν ψυχήν) Ph.2.349, (ἡ ἁμαρτία) ... τὸν ἄνθρωπον Gr.Nyss.Instit.50.16, tb. en v. med., Ph.2.541.
Greek Monolingual
διεσθίω (Α) εσθίω
1. τρώγω εντελώς, κατατρώγω
2. φθείρω, καταναλώνω.