ἀκροατής: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
(T22)
(2)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(οῦ, ὁ ([[ἀκροάομαι]] ([[see]] the [[preceding]] [[word]])), a [[hearer]]: [[τοῦ]] νόμου, [[τοῦ]] λόγου, [[Thucydides]], Isocrates, [[Plato]], [[Demosthenes]], [[Plutarch]].)  
|txtha=(οῦ, ὁ ([[ἀκροάομαι]] ([[see]] the [[preceding]] [[word]])), a [[hearer]]: [[τοῦ]] νόμου, [[τοῦ]] λόγου, [[Thucydides]], Isocrates, [[Plato]], [[Demosthenes]], [[Plutarch]].)  
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀκροατής]]) (Ν θηλ. ακροάτρια) [[ἀκροῶμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που ακούει κάποιον που μιλάει<br /><b>2.</b> αυτός που παρακολουθεί [[δημόσια]] [[ομιλία]], θεατρική [[παράσταση]], [[συναυλία]], [[δίκη]] κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρακολουθεί πανεπιστημιακά ή άλλα μαθήματα [[χωρίς]] να [[είναι]] [[εγγεγραμμένος]] ως [[κανονικός]] [[φοιτητής]], [[χωρίς]] όμως και να έχει [[ούτε]] τα δικαιώματα, [[ούτε]] και τις υποχρεώσεις τών κανονικά εγγεγραμμένων φοιτητών ή μαθητών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μαθητής]], [[οπαδός]]<br /><b>2.</b> [[αναγνώστης]].
}}
}}

Revision as of 06:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροᾱτής Medium diacritics: ἀκροατής Low diacritics: ακροατής Capitals: ΑΚΡΟΑΤΗΣ
Transliteration A: akroatḗs Transliteration B: akroatēs Transliteration C: akroatis Beta Code: a)kroath/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A hearer, of persons who come to hear a public speaker, Th.3.38, Pl.R.536c, D.18.7, Men.286, etc.; disciple, pupil, Arist.Pol.1274a29, cf. EN 1095a2.    II reader, Plu.Thes.1, Lys.12.

German (Pape)

[Seite 82] ὁ, Hörer, Zuhörer, von Thuc. an (3, 38) oft bei Att.; bei Plut. auch der Leser, z. B. Thes. 1, Timol. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροᾱτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀκούων, Λατ. auditor, ἐπὶ προσώπων, οἵτινες ἔρχονται ἵνα ἀκούσωσι δημηγόρον ἀγορεύοντα, Θουκ. 3. 38., Πλάτ., κτλ.: ὁ ἀκροώμενος διδάσκαλόν τινα, ὁμιλητής, μαθητής, Ἀριστ. Πολ. 2. 12. 7· πρβλ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 5. ΙΙ. ὁ ἀναγινώσκων, ὁ ἀναγνώστης, Πλουτ. Θησ. 1, Λύσανδ. 12.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 auditeur ; disciple;
2 lecteur.
Étymologie: ἀκροάομαι.

Spanish (DGE)

(ἀκροᾱτής) -οῦ, ὁ
1 oyente Hp.Nat.Hom.1, Th.3.38, Pl.R.536c, D.18.7, Men.Cith.fr.6, LXX Si.3.29, Demetr.Eloc.222, Ph.1.217, Plu.2.17a, D.C.59.5.4, ἀνάγκη δὲ τὸν ἀκροατὴν ἢ θεωρὸν εἶναι ἢ κριτήν por fuerza el oyente ha de ser simple espectador o juez Arist.Rh.1358b2
oyente, para nosotros lector por la especial difusión de la literatura por lecturas públicas, dicho por el escritor al dirigirse a sus propios lectores πρὸς ἓν γένος ἀκροατῶν οἰκειοῦσθαι que conviene sólo a cierta clase de lectores Plb.9.1.2, cf. 5, εὐγνωμόνων ἀκροατῶν benévolos lectores Plu.Thes.1
plu. fieles en los templos, Hippol.Haer.5.8.29.
2 árbitro, mediador ὁ στρατηγὸς ἀ. [ἀπ] εφήνατο PCol.285.14 (IV d.C.), τῆς ὑποθέσεως Stud.Pal.3.402.3 (VI d.C.), cf. PLond.1708.151 (VI d.C.), Epiph.Const.Haer.71.1 (p.250.9).
3 discípulo, de la escuela de c. gen. Θάλητος Arist.Pol.1274a29, cf. EN 1095a2, Plu.2.840b, Herm.Vis.1.3.3.

English (Strong)

from akroaomai (to listen; apparently an intensive of ἀκούω); a hearer (merely): hearer.

English (Thayer)

(οῦ, ὁ (ἀκροάομαι (see the preceding word)), a hearer: τοῦ νόμου, τοῦ λόγου, Thucydides, Isocrates, Plato, Demosthenes, Plutarch.)

Greek Monolingual

ο (Α ἀκροατής) (Ν θηλ. ακροάτρια) ἀκροῶμαι
1. αυτός που ακούει κάποιον που μιλάει
2. αυτός που παρακολουθεί δημόσια ομιλία, θεατρική παράσταση, συναυλία, δίκη κ.λπ.
νεοελλ.
αυτός που παρακολουθεί πανεπιστημιακά ή άλλα μαθήματα χωρίς να είναι εγγεγραμμένος ως κανονικός φοιτητής, χωρίς όμως και να έχει ούτε τα δικαιώματα, ούτε και τις υποχρεώσεις τών κανονικά εγγεγραμμένων φοιτητών ή μαθητών
αρχ.
1. μαθητής, οπαδός
2. αναγνώστης.