θρέμμα: Difference between revisions
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
(T22) |
(17) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=θρεμματος, τό ([[τρέφω]]), [[whatever]] is fed or nursed; [[hence]]:<br /><b class="num">1.</b> a [[ward]], [[nursling]], [[child]] ([[Sophocles]], [[Euripides]], [[Plato]], others).<br /><b class="num">2.</b> a [[flock]], [[cattle]], [[especially]] [[sheep]] and goats: [[Xenophon]], oec. 20,23; [[Plato]], Diodorus, Josephus, [[Plutarch]], Lucian, Aelian, others.) | |txtha=θρεμματος, τό ([[τρέφω]]), [[whatever]] is fed or nursed; [[hence]]:<br /><b class="num">1.</b> a [[ward]], [[nursling]], [[child]] ([[Sophocles]], [[Euripides]], [[Plato]], others).<br /><b class="num">2.</b> a [[flock]], [[cattle]], [[especially]] [[sheep]] and goats: [[Xenophon]], oec. 20,23; [[Plato]], Diodorus, Josephus, [[Plutarch]], Lucian, Aelian, others.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (ΑΜ [[θρέμμα]]) [[τρέφω]]<br /><b>1.</b> ό,τι έθρεψε ή ό,τι τρέφει [[κάποιος]], το [[ανάθρεμμα]], το [[βρέφος]] ή το [[παιδί]]<br /><b>2.</b> (και στον πληθ.) <i>τα θρέμματα</i><br />τα ζώα που τρέφονται από τον άνθρωπο, τα βοσκήματα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[γέννημα]] και [[θρέμμα]]» — [[αυτόχθονος]] [[κάτοικος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γέννημα]], [[δημιούργημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δούλος]] που γεννήθηκε στο [[σπίτι]] του κυρίου του<br /><b>2.</b> (για [[λιοντάρι]]) [[πλάσμα]], [[δημιούργημα]]<br /><b>3.</b> (για [[πράγμα]]) [[προϊόν]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «θρέμματα Νηρεΐδων» — τα δελφίνια<br />β) «Ἐχίδνης [[θρέμμα]]» — ο [[Κέρβερος]]<br />γ) «[[θρέμμα]] Σελινοῡντος» — [[είδος]] ψαριού<br />δ) «[[κακά]] θρέμματα» — [[σμήνος]] κουνουπιών<br />ε) «Καρύστου [[θρέμμα]]» — [[ποτήρι]] κατασκευασμένο στην Κάρυστο. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (τρέφω)
A nursling, creature, θ. Νηρεΐδων, of dolphins, Arion 1.9; mostly of tame animals, esp. sheep and goats, X. Ages.9.6, Oec.20.23, Plb.2.26.5, Ev.Jo.4.12, etc.; τὰ ἐν ταῖς ἀγέλαις θ. Pl.Plt.261d; τὰ ἀγελαῖα θ. ib.264a; ὑηνὰ θ. Id.Lg.819d; of game-cocks and quails, ὀρνίθων θ. ib.789b: generally, animals, τοῖς ἡμέροις καὶ ἀγρίοις . . θ. Id.Criti.118b, al. 2 of men, S.OT1143, Ph.243; Χαρίτων θ. Ar.Ec.973; δύσκολον τὸ θ. ἄνθρωπος Pl.Lg.777b, cf. Tht.174b; esp. of domestic slaves,= Lat. verna, τὸ Χρυσίππου θ. GDI12321.14 (Delph.), cf. CIG3113 (Teos). 3 generally, creature, ἄπλατον θ. κἀπροσήγορον, of a lion, S.Tr.1093 (cf. Pl.Chrm.155e); of Cerberus, S.Tr.1099; κακὰ θ., of a swarm of gnats, AP5.150 (Mel.); θ. Σελινοῦντος, of a fish, Archestr.Fr.12; Καρύστου θ., comic for a cup made at Carystus, Antiph.182.3; as a term of reproach, θρέμματ' οὐκ ἀνασχετά A.Th.182; ὦ θρέμμ' ἀναιδές S.El.622, cf. Ar.Lys.369; in periphr., ὕδρας θ., for ὕδρα, S.Tr.574; νεογενῆ παίδων θρέμματα Pl. Lg.790d; θρέμματα παλλακῶν kept mistresses, Plu.Sol.7. (Written θέρματα BGU478.15 (ii A.D.)).
German (Pape)
[Seite 1217] τό, das Ernährte, Aufgezogene, der Zögling, Pflegling; von Menschen, Soph. Phil. 243 O. R. 1143; νεογενῆ θρ. παίδων Plat. Legg. VII, 790 d; δύσκολον θρ. ἄνθρωπος, schwer aufzuziehen, VI, 777 b; von Thieren, ὀρνίθων θρέμματα VII, 789 b; von Hausthieren, Xen. Oec. 20, 23 Ages. 9, 6; vgl. Ath. IX, 375 b; τὰ ἐν ταῖς ἀγέλαις θρέμματα Plat. Polit. 261 a; von gefährlichen Th., wie der nemeische Löwe, ἄπλατον θρ. Soph. Trach. 1083 (vgl. Plat. Charm. 155 d), der Cerberus, δεινῆς Ἐχίδνης θρ. 1089, vom Gifte der Hydra, 571; vom Fische, Archestr. bei Ath. VII, 328 c; vgl. Antiphan. ib. IV, 169 e; von einem Mückenschwarm, Mel. 93 (V, 151). – Als Schmähwort: θρέμματ' οὐκ ἀνασχετά Aesch. Spt. 164; ὦ θρέμμ' ἀναιδές Soph. El. 612.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
nourrisson, rejeton, créature : ὦ θρέμμ’ ἀναιδές SOPH créature impudente ! p. périphr. θρέμματα παίδων, c. παῖδες ; ὕδρας θρέμμα, c. ὕδρα, etc.
Étymologie: τρέφω.
English (Slater)
θρέμμα
1 nursling θρέμματα Μουσῶν (sc. ποιηταί) ?fr. 352.
English (Strong)
from τρέφω; stock (as raised on a farm): cattle.
English (Thayer)
θρεμματος, τό (τρέφω), whatever is fed or nursed; hence:
1. a ward, nursling, child (Sophocles, Euripides, Plato, others).
2. a flock, cattle, especially sheep and goats: Xenophon, oec. 20,23; Plato, Diodorus, Josephus, Plutarch, Lucian, Aelian, others.)
Greek Monolingual
το (ΑΜ θρέμμα) τρέφω
1. ό,τι έθρεψε ή ό,τι τρέφει κάποιος, το ανάθρεμμα, το βρέφος ή το παιδί
2. (και στον πληθ.) τα θρέμματα
τα ζώα που τρέφονται από τον άνθρωπο, τα βοσκήματα
νεοελλ.-μσν.
φρ. «γέννημα και θρέμμα» — αυτόχθονος κάτοικος
μσν.
γέννημα, δημιούργημα
αρχ.
1. ο δούλος που γεννήθηκε στο σπίτι του κυρίου του
2. (για λιοντάρι) πλάσμα, δημιούργημα
3. (για πράγμα) προϊόν
4. φρ. α) «θρέμματα Νηρεΐδων» — τα δελφίνια
β) «Ἐχίδνης θρέμμα» — ο Κέρβερος
γ) «θρέμμα Σελινοῡντος» — είδος ψαριού
δ) «κακά θρέμματα» — σμήνος κουνουπιών
ε) «Καρύστου θρέμμα» — ποτήρι κατασκευασμένο στην Κάρυστο.